Από τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο διασώζονται, σε σπάνιες περιπτώσεις μοιάζοντας κιόλας άθικτα από τον χρόνο, κτίρια και αρχιτεκτονήματα διαφόρων ειδών- ναοί, αμφιθέατρα, στάδια, μαντεία, αγορές, νεκροπόλεις. Όχι όμως και ιδιωτικές οικίες, παρά μόνο τα θεμέλιά τους και αυτό όταν η αρχαιολογική σκαπάνη σταθεί τυχερή.
Στον Ελλαδικό χώρο, τα καλύτερα διατηρημένα σπίτια των αρχαίων Ελλήνων, διατρέχοντας όλη την χρονική περίοδο από τα κλασικά έως και τα ελληνιστικά χρόνια, δε βρίσκονται στις υπώρειες της Ακρόπολης των Αθηνών, ούτε σε κάποιον φημισμένο αρχαιολογικό χώρο- αλλά σε έναν γυμνό, πετρώδη λόφο της Ηπείρου, ακριβώς στα σύνορα των νομών Άρτας και Πρέβεζας.
Είναι το αρχαίο Όρραον, μια κωμόπολη των Μολοσσών της Ηπείρου– εκεί στέκουν ακόμη όρθια 4 κτίρια της ύστερης κλασικής περιόδου, τρεις ιδιωτικές κατοικίες και (μάλλον) ένα δημόσιο κτίριο. Και μόνο η ύπαρξη των κτιρίων αυτών, με τους τοίχους τους να στέκουν όρθιοι μέχρι το ύψος της στέγης του δευτέρου ορόφου τους, μεταμορφώνει τον άσημο λοφίσκο των 345 μέτρων ύψος, σε ένα εντυπωσιακό αρχαιολογικό τοπόσημο.
Το Όρραον ιδρύθηκε (πιθανότατα) στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., από τους Μολοσσούς σε θέση με στρατηγική σημασία, καθώς φρουρούσε την κυριότερη διάβαση από τον Αμβρακικό προς την ενδοχώρα τους- ήταν ένας σχετικά μικρός οικισμός, με περίπου 100 σπίτια, όλα τους κτισμένα από ντόπιο ασβεστόλιθο, όπως και το ισχυρό, διπλό πέτρινο τείχος που προστάτευε την αρχαία πολίχνη.
Ο πολεοδομικός της σχεδιασμός είχε σαν πρότυπο αυτόν της γειτονικής Αμβρακίας (σημερινή Άρτα)- δώδεκα στενοί, παράλληλοι δρόμοι, διασταυρώνονται με δύο κάθετους, σχηματίζοντας ορθογώνια οικοδομικά «τετράγωνα».
Ο οικισμός υδρευόταν από μια πηγή που βρισκόταν εκτός των τειχών του- ένα μονοπάτι που ξεκινούσε από την ανατολική πύλη οδηγούσε εκεί. Εκτός της φυσικής πηγής, οι κάτοικοι του οικισμού διασφάλισαν την ύπαρξη πόσιμου νερού και με την κατασκευή μιας μεγάλης δεξαμενής όπου συγκεντρωνόταν το βρόχινο νερό. Η δεξαμενή ήταν έργο δημόσιο- ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα είναι μια κατασκευή άρτια τεχνικά.
Μια πέτρινη κλίμακα από 19 σκαλοπάτια οδηγεί και τον σημερινό επισκέπτη στον πυθμένα της, που ήταν φτιαγμένος από πήλινα όστρακα. Περπατώντας τον αρχαίο οικισμό, παρατηρώ το άψογο λάξευμα των μεγάλων πέτρινων όγκων, τα απολύτως ευθετισμένα και (ακόμη) άρρηκτα μεταξύ τους «δεσίματα» και αναλογίζομαι την τεχνογνωσία των μηχανικών, μαστόρων και τεχνιτών που εργάστηκαν χιλιάδες χρόνια πριν στον ίδιο τόπο- το περφεξιονιστικό μεράκι και τον κόπο τους.
Τα παράθυρα των σπιτιών υπάρχουν ακόμα- μέσα από αυτά διαγράφεται ο ίδιος ορίζοντας με τα χρόνια που στα σημερινά πέτρινα κουφάρια έδιναν ζωή πολυμελείς οικογένειες. Τα ίδια τα σπίτια ήταν διώροφα- στους τοίχους τους χάσκουν ακόμα οι τρύπες (δοκοθήκες) που «κούμπωναν» τα δοκάρια του πάνω πατώματος.,
Η κ. Ανθή Αγγέλη, είναι προϊσταμένη της Εφορίας Αρχαιοτήτων Πρέβεζας, αρχαιολόγος που έχει συμμετάσχει στις ανασκαφές του Όρραον.«Το Όρραον έχει την εξής ιδιαιτερότητα: γενικά τα αρχαία σπίτια κτίζονταν ως ένα επίπεδο 70- 80 εκατοστών με λίθινα θεμέλια αλλά από εκεί και πάνω η δόμηση συνεχιζόταν με πλίνθινα τούβλα, για αυτό και σώζονται μέχρι ένα μικρό ύψος.
Επειδή, όμως, στη γύρω περιοχή του Όρραον αφθονεί, όπως και σήμερα, ο ασβεστόλιθος και η εξόρυξη του είναι σχετικά εύκολη, οι κάτοικοι εδώ έχτισαν τα σπίτια τους εξολοκλήρου από πέτρα, μέχρι και το ύψος της στέγης. Στον ελλαδικό χώρο δεν υπάρχουν άλλα τέτοια διατηρημένα σπίτια και αυτά στο Όρραον μας δίνουν μια πολύ καλή εικόνα για την αρχιτεκτονική των ιδιωτικών κατοικιών εκείνης της περιόδου.
Υπήρχε ένας προθάλαμος και μια εσωτερική αυλή που γύρω της διατάσσονταν αρκετά δωμάτια. Ένα τμήμα του σπιτιού μπορεί να ήταν μονώροφο για να εξασφαλίζει καλύτερο φωτισμό αλλά τα σπίτια του Όρραον ήταν δύο ορόφων. Στην «Οικία Α» διασώζεται και η βάση της πέτρινης κλίμακας που οδηγούσε πάνω».
Ερείπια τοίχος, στο βάθος η Ιονία Οδός
Ρωτάω την κυρία Αγγέλη για το κίνητρο των Μολοσσών- ενός ελληνικού φύλου που από την βορειοδυτική Μακεδονία μετακινήθηκε στο οροπέδιο των Ιωαννίνων περίπου το 1.200 π.Χ.- να κτίσουν αυτή την πέτρινη πολίχνη. «Το Όρραον φύλασσε το πέρασμα από τον Αμβρακικό κόλπο προς το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Γνωρίζουμε από αρχαίες πηγές ότι οι Μολοσσοί είχαν πρόσβαση στον Αμβρακικό, μάλιστα κατείχαν μια μικρή έκταση περίπου 80 σταδίων στις ακτές του. Κανείς δεν μπορούσε να περάσει από τον Αμβρακικό και την πεδιάδα της Άρτας χωρίς να γίνει αντιληπτός από το Όρραον. Επίσης, φύλασσε το πέρασμα από την κοιλάδα του Αράχθου, που ήταν το όριο της επικράτειας των Μολοσσών».
Ήταν λοιπόν το Όρραον ένα οχυρό- παρατηρητήριο; «Ο φρουριακός του χαρακτήρας είναι σαφής. Διακρίνεται από την ισχυρή οχύρωση, τους στενούς δρόμους, ώστε ακόμα και αν οι εχθροί εισέβαλαν από τα τείχη να εγκλωβίζονταν, όπως επίσης από τα κτερίσματα που βρέθηκαν στις ταφές. Σχεδόν σε όλες βρέθηκαν όπλα, σε αντίθεση με την Αμβρακία, όπου μόνο σε ελάχιστους από τους χιλιάδες τάφους που ανασκάφηκαν, βρέθηκαν όπλα».
Τι γνωρίζουμε σήμερα για την αρχαία ζωή στον μικρό οικισμό; Πόσοι άνθρωποι ζούσαν εκεί, πως κατάφερναν να βιοπορίζονται; «Ο πληθυσμός του Όρραον εκτιμάται, βάση των περίπου 100 σπιτιών που περικλείονται από τα τείχη (εκτός βρισκόταν μόνο η νεκρόπολη), σε δύο χιλιάδες κατοίκους. Σε κάποιους χώρους των σπιτιών υπάρχουν ενδείξεις ότι σταβλίζονταν ζώα- σίγουρα λοιπόν ήταν ποιμένες και κτηνοτρόφοι, ενώ και ένας μικρός κάμπος στον γειτονικό Αμμότοπο, μάλλον καλλιεργούνταν από αυτούς τους ανθρώπους. Και σίγουρα κατοικούσαν εδώ αρκετοί στρατιώτες.
Οι σχέσεις τους με την κοντινή Αμβρακία, που ήταν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Ηπείρου αλλά αποτελούσε αποικία των Κορινθίων και όχι τμήμα της «χώρας» των Μολοσσών, πιθανότατα ήταν φιλικές. Και εμπορικά αναπτυγμένες. Προϊόντα της Αμβρακίας, όπως αγγεία, αλλά και νομίσματα έχουν βρεθεί σε τάφους στο Όρραον.
Η Αμβρακία ήταν μια τυπική πόλη- κράτος, που γύρω από το άστυ είχε μια αγροτική περιοχή που ήλεγχε για να εξασφαλίζει την επάρκεια της σε αγαθά. Το Όρραον δεν ανήκε στην επικράτεια της Αμβρακίας, αλλά είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι κάτοικοι του είχαν εμπορικές σχέσεις με την πόλη- θα διακινούσαν εκεί τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα τους, αγοράζοντας μετά ότι τους έλειπε».
Αντικείμενα από το Όρραον
Η ταύτιση του αρχαίου οικισμού- που είχε εντοπίσει τη δεκαετία του ’30 ο Βρετανός αρχαιολόγος Νίκολας Χάμοντ- με το Όρραον που αναφερόταν στις αρχαίες πηγές, επιτεύχθηκε βάσει ανασκαφικών ευρημάτων στη σημερινή Άρτα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 σε ανασκαφές στον Ναό του Απόλλωνα, βρέθηκαν τμήματα ενεπίγραφης στήλης που καθόριζε τα όρια της χώρας της Αμβρακίας. Εκεί αναφερόταν και το Όρραον και σύμφωνα με τα τοπογραφικά στοιχεία που προέκυπταν- απόσταση από Αμβρακία, προς ποια κατεύθυνση- έγινε η ταύτιση του οικισμού με το Όρραον των αρχαίων πηγών.
Η μικρή αυτή αγροτική πολίχνη κρύβει και μια ηρωική ιστορία, που σχεδόν συμπίπτει με την παρακμή και το τέλος της. Το Όρραον υπήρξε μια από τις 4 μόνο πόλεις της Ηπείρου (του «Κοινού των Ηπειρωτών») που αντιστάθηκαν στους Ρωμαίους, το 168 π.Χ., έτος της ρωμαϊκής εισβολής. «Για αυτό οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν ολοσχερώς τα τείχη της πόλης.
Όχι όμως και τα σπίτια της- ήταν μια πόλη που πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε, υπήρξαν σίγουρα καταστροφές αλλά δεν ήταν ολοσχερείς. Οι Ρωμαίοι της επέτρεψαν να συνεχίσει να υπάρχει, ατείχιστη όμως, σαν ένδειξη της δικής τους, πλέον, εξουσίας στην περιοχή. Η πόλη τελούσε υπό την ρωμαϊκή κυριαρχία, δεν μπορούσε να έχει δική της άμυνα», σχολιάζει η κα Αγγέλη.
Στα τέλη του 1ου αι. π.Χ., τα χρόνια που ακολούθησαν τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.), οι εναπομείναντες κάτοικοι του Όρραον μεταφέρθηκαν αναγκαστικά από τους Ρωμαίους του Οκταβιανού Αύγουστου στη νεοϊδρυθείσα Νικόπολη. Η ανθρώπινη παρουσία στο Όρραον έγινε παρελθόν.
Έμειναν, μέχρι και σήμερα, οι σωροί από τις πέτρες του τείχους που γκρέμισαν οι λεγεωνάριοι, τα κουφάρια των σπιτιών αυτών των περήφανων ανθρώπων με το «αγύριστο, ηπειρώτικο κεφάλι» τους, η δεξαμενή που φύλασσε το νερό τους, η νεκρόπολη των προγόνων τους. Στο σύγχρονο αρχαιολογικό μουσείο της Άρτας, μια προθήκη είναι αφιερωμένη στο Όρραον– αγγεία, κοσμήματα, μικροπράγματα καθημερινής χρήσης, αγροτικά εργαλεία.
Σήμερα, από το παράθυρο της οικίας Α. διακρίνεται ένα αποπερατωμένο τμήμα της Ιόνιας Οδού και αν προχωρήσεις προς το άκρο του οικισμού, παράλληλα με τα πεσμένα τείχη, ο κάμπος της Άρτας και στο βάθος ο Αμβρακικός.
Φεύγοντας από τον οικισμό, στη δύση ενός ηλίου, καλοκαίρι του 2016, τους σκεφτόμουνα σεβαστικά- εκείνους τους Ηπειρώτες προπάτορες, να συσκέπτονται με τα βόρεια δωρικά τους για την στάση που θα κρατούσαν, βλέποντας από τα ίδια σπίτια τις ρωμαϊκές λεγεώνες να έρχονται.
huffingtonpost.gr