Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Συνήλθε λέει, το υπουργικό συμβούλιο την Δευτέρα 30.9 για να συζητήσει, μεταξύ άλλων, και το θέμα της νεανικής και παιδικής παραβατικότητας. Ένα θέμα που εδώ και χρόνια απασχολεί σχεδόν καθημερινά την ειδησεογραφία, με την κυβέρνηση ουσιαστικά να παραμένει θεατής των εξελίξεων, η οποία παρεμβαίνει επικαιροποιώντας και αυστηροποιώντας κάθε φορά ουσιαστικά το ποινολόγιο, οσάκις το φαινόμενο, όπως συμβαίνει από καιρού σε καιρό, αποκτά ένα ιδιαίτερο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, εξαιτίας του βαθμού ωμότητας και βαρβαρότητας μιας παραβατικής δραστηριότητας κάποιου ή κάποιων παραβατικών νέων (ή και παιδιών ακόμα).
Δεν θα μείνω στα νέα εξαγγελθέντα μέτρα, αν και δεν ελπίζω πολλά. Μόλις πριν λίγες μέρες ο υπουργός προστασίας του Πολίτη εξάγγειλε ότι αυξήθηκαν κατά 50% οι συλλήψεις των ανηλίκων κατά το 2024 (προφανώς μέχρι τη στιγμή που μιλούσε, ενώ μένουν ακόμα 3 μήνες μέχρι την εκπνοή του έτους), παρά το γεγονός ότι το ποινολόγιο συνεχώς επικαιροποιείται. Εξάλλου, με απόφαση του ίδιου του πρωθυπουργού, φέτος τον Μάρτιο, είχε συσταθεί μια Επιτροπή «Εθνικής Στρατηγικής Πρόληψης και Αντιμετώπισης της Βίας και της Παραβατικότητας Ανηλίκων».
Προσωπικά, αγνοώ την τύχη της, όπως και το έργο της, παρόλο ότι υφίσταται αφού η συγκρότησή της έχει επισημοποιηθεί με τη δημοσίευσή της στο ΦΕΚ με αρ. 1587/8.3.2024, Τεύχος Δεύτερο. Ασφαλώς, γνωρίζω πως μια επιστημονική προσέγγιση του ζητήματος, απαιτεί έρευνα η οποία δεν μπορεί να γίνει μέσα σε λίγες εβδομάδες, όμως, λαμβάνοντας υπόψη και τη σύνθεση της Επιτροπής, η οποία και ποσοτικά και ποιοτικά (με ακαδημαϊκά τουλάχιστον κριτήρια) νομίζω ότι είναι επαρκής, τουλάχιστον μια πρώτη εκτίμηση για το πεδίο των και είδος των αναγκαίων παρεμβάσεων που πρέπει να γίνουν, ενδεχομένως να έπρεπε να υπάρχει και να έχει δημοσιοποιηθεί εφόσον βέβαια η Επιτροπή άρχισε άμεσα τις εργασίες της. Εξάλλου, από τη θέση του απλού πολίτη από την οποία προσεγγίζω το θέμα, μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου αμυδρά βεβαίως, μια γενική εικόνα από άποψη κρατικών νομοθετικών και άλλων παρεμβάσεων αναφορικά με το ζήτημα της παραβατικότητας των ανηλίκων, η οποία ασφαλώς πάει πολύ πίσω στο χρόνο, αρκετές δεκαετίες, όταν το φαινόμενο δεν είχε λάβει τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις του παρόντος, παρεμβάσεις οι οποίες ενώ αποσκοπούσαν θεωρητικά (και πρακτικά) να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο στα πολύ μικρότερα μεγέθη του παρελθόντος, εν τούτοις, πάντα κάτι συνέβαινε στην εφαρμογή έτσι ώστε σταδιακά να φτάσουμε στο σήμερα.
Συνεπώς, δεν είναι ότι δεν υπάρχει «παρελθόν» και «ιστορικό» νομοθετικό πάνω στο ζήτημα. Το ρητορικό ερώτημα είναι γιατί απέτυχε. Και είναι ρητορικό, διότι η σπουδή να φανεί ότι κάνει η εκάστοτε Κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει ένα φαινόμενο που έχει μεγάλο (αρνητικό) ενδιαφέρον για τη Κοινωνία, και άρα σοβαρό πολιτικό για την ίδια κόστος, συνήθως σπεύδει να το «ρυθμίσει» ή «αντιμετωπίσει» νομοθετικά, και από εκεί και πέρα, ό,τι λείπει είναι η αποτελεσματική κυβερνητική εποπτεία στη εφαρμογή του, αφού το πρωταρχικό ενδιαφέρον, να καταλαγιάσει η κοινωνική δυσφορία, έχει επιτευχθεί.
Θα μείνω, συνεπώς, στο επίπεδο της διατύπωσης κάποιων γενικότερων σκέψεών μου πάνω στο ζήτημα αυτό.
Θα ξεκινήσω με την παρατήρηση, ότι ενδεχομένως πρέπει και νομικά να αναθεωρηθεί η έννοια του «εφήβου». Αναφερόμαστε σε «παιδιά» και «εφήβους», αγνοώντας πως η «παιδικότητα» και η «εφηβεία», στην εποχή μας, η γενιά των σημερινών «παιδιών» και «εφήβων», δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τα αντίστοιχα πριν δυο και πολύ περισσότερο πριν τρείς και πλέον γενιές.
Σήμερα, ο 17άρης έφηβος, θεωρείται πια τόσο ώριμος, ώστε η Πολιτεία να του έχει δώσει το δικαίωμα να ψηφίζει στις βουλευτικές, ευρωβουλευτικές και δημοτικές εκλογές, σε κάποιες δε χώρες το δικαίωμα αυτό έχει δοθεί και στις ηλικίες των 16 ετών.
Η αντιμετώπιση των ίδιων αυτών ηλικιών από τη μια ως πολιτικά «ώριμων», και ποινικά αλλά και αστικά ως «ανήλικων» χωρίς ίδια δικαιοπρακτική βούληση και ικανότητα (που πάει να πει πως δεν είναι ακόμα πνευματικά ώριμα αυτεξούσια άτομα), δείχνει το πόσο αντιφατικά προσεγγίζουμε το γενικότερο ζήτημα της νεανικότητας και της παιδικότητας.
Ικανοί οι νέοι των 16 και 17 ετών προκειμένου να αποφασίσουν για τα πιο κρίσιμα ίσως ζητήματα του Κράτους και του έθνους, που είναι όχι απλά ποιους θα στείλουν στη Βουλή, ή στην Ευρωβουλή ή στην Περιφέρεια και τον Δήμο για να μας εκπροσωπήσουν, αλλά, όπερ και το σπουδαιότερο, αυτοί οι έφηβοι των 16 ή των 17 ετών, είναι αρκούντως πολιτικά ώριμοι να αντιληφθούν και, το σπουδαιότερο, αξιολογήσουν το ίδιο το περιεχόμενο των κυβερνητικών προγραμμάτων αποφασίζοντας ποιο απ΄ όλα είναι το πιο συμφέρον για το Κράτος και το έθνος, για το λαό και με τη ψήφο τους να επηρεάσουν και ίσως καθορίσουν και το ποια Κυβέρνηση θα έχουμε. Επιπλέον δε, έχοντας αποδεχτεί αυτή την ωριμότητα σε νέους 16 ή 17 ετών, ότι δηλαδή είναι τέτοια πλέον η πνευματική εξέλιξη που αυτές οι ηλικίες μπορούν να χαρακτηρίζονται ως πολιτικά ώριμες, και άρα να τους αποδίδεται ουσιαστικά η ιδιότητα του πολίτη, πάει να πει, πως και οι νέοι των 15 ή των 14 ετών, ή ακόμα και τα παιδιά των 12 ή των 13 ετών, ουσιαστικά βρίσκονται στον «προθάλαμο» αυτής της πολιτικής ωριμότητας, αφού κι αυτά σε ένα ή δύο ή τρία χρόνια, θα κληθούν να αποφασίζουν επί τόσων μειζόνων εθνικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών θεμάτων.
Ως προς άνω ζήτημα, εδώ λοιπόν βρισκόμαστε. (Αυτό καθαυτό έχει τεράστια σημασία, πλην όμως, δεν θα επεκταθούμε στο παρόν άρθρο. Απλώς διατυπώνοντας την δική μου άποψη, θα πω, ως εν τίτλω, πως δεν είμαι σύμφωνος με την ηλικιακή ελαστικοποίηση των όρων απόδοσης του δικαιώματος ψήφου, ίσως το αντίθετο θάπρεπε να συζητάμε).
Λοιπόν, άγουρη ανήλικη παραβατικότητα πλην ώριμη πολιτικά.
Δύσκολα αυτή η σύζευξη μπορεί να δικαιολογηθεί. Διότι το πολιτικά ώριμο «παιδί», απαιτεί μείζονα πνευματική ικανότητα και αντίληψη των πραγμάτων από ό,τι η αντίληψη του για το τι συνιστά «δίκαιο», «παραβατικότητα», «υποχρέωση» (κοινωνική, ατομική), «δικαίωμα» (ατομικό, κοινωνικό), και τι συνιστά «συνέπεια» και «ποινή» στις περιπτώσεις της παραβατικότητας.
Το άτομο που είναι σε θέση να αντιληφθεί τα μείζονα πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και εθνικά ζητήματα, μέσα στα οποία οι αμέσως ανωτέρω έννοιες αποτελούν «κεφάλαια» της συνολική «Βίβλου του Πολίτη», τη «Βίβλο» δηλαδή που καθορίζει τι και πώς ένας πολίτης αποφασίζει για τα μείζονα εθνικά ζητήματα, δεν μπορούμε την ίδια στιγμή, για τα ελάσσονα ζητήματα που έχουν να κάνουν με το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται κοινωνικά στον καθημερινό του βίο, ή το τι συνιστά ή όχι «παραβατικότητα», («δεν καταλάβαμε ότι κάναμε κάτι κακό» άκουσα να λένε κάποιοι νεαροί που κατηγορούνταν για κακοποίηση συνομηλίκου τους) να τα θεωρούμε ανώριμα.
Κάπου εδώ η λογική αρχίζει να χάνεται.
Διότι αυτή η αντίληψη που έχει η ίδια η Πολιτεία που καθορίζει νομοθετικά όλες τις παραπάνω διακρίσεις και καταστάσεις, με βάση αυτή της την αντίληψη, καθορίζει περαιτέρω και άλλα σημαντικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με την «νεολαία», όπως π.χ., το ίδιο το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού προγράμματος. Αλλά κι εδώ βλέπουμε, ότι η Πολιτεία θεωρεί υπερώριμη όχι την εφηβεία αλλά και την ίδια την παιδική ηλικία, όταν θέτει αυτά τα παιδιά ενώπιον τέτοιων πνευματικών αναζητήσεων που ουσιαστικά αποτελούν πνευματικά και πολιτισμικά διλήμματα που δεν έχουν απαντηθεί ούτε καν από τις όντως ώριμες ηλικίες των ενηλίκων, π.χ., το να αντιληφθούν ήδη από το δημοτικό σχολείο αν όχι και από το νηπιαγωγείο, ό,τι η woke ατζέντα ή η πολιτική ορθότητα προωθεί, όταν το περιεχόμενό της, τόσο έχει διχάσει την κοινωνία, εδώ αλλά και διεθνώς, αν και, δεν πρόκειται για «διχασμό», διότι η κοινωνία συντριπτικά την απορρίπτει, και ό,τι επιχειρείται είναι η βίαιη επιβολή της.
Και ξαφνικά, ξυπνάμε… (Και μαζί με μας και η Πολιτεία φοβάμαι).
Αυτή η πολιτικά «ώριμη» νεολαία, αυτά τα «ώριμα» παιδιά, για τα μείζονα εθνικά και κρατικά ζητήματα, ιδού πλέον που χαρακτηρίζονται ως «άγουρα» και η παραβατικότητά τους «άγουρη παραβατικότητα».
Όμως αυτό που σοκάρει, ιδίως όταν βλέπουμε σκηνές «νεανικής» ή παιδικής παραβατικότητας, είναι τρία πράγματα. Πρώτον, η ενίοτε εξαιρετικά «ώριμη» βία, με χτυπήματα που μπορούν να θεωρηθούν και ως εν δυνάμει δολοφονικά, δεύτερον, η επιδίωξη, σε άλλες περιπτώσεις, «απλώς» να εξευτελίσουν το θύμα τους και τρίτον, ότι οι θύτες, διαθέτουν ένα πρόθυμο κοινό που δεν μετέχει μεν ενεργά στην ίδια την βία, όμως, ικανοποιείται στο να την παρακολουθεί και ενίοτε να προτρέπει τον θύτη στην άσκηση της βίας που εκείνη τη στιγμή επιχειρεί, μετέχοντας έτσι παθητικά σ’ αυτή.
Η βία που παρακολουθούμε, μόνο «άγουρη» δεν είναι.
Και δεν είναι «άγουρη», όχι μόνο στο επίπεδο της άσκησής της, μα, και στο ότι οι ασκούντες την βία, δείχνονται άτομα ολοκληρωμένα αντικοινωνικά, μα και με ένα εγκληματικό υπόβαθρο ήδη κατακτημένο. Χειρότερο δε όλων, όσο η Πολιτεία δεν αντιμετωπίζει ή δεν επιχειρεί να αντιμετωπίσει το φαινόμενο αποτελεσματικά, τόσο στο προληπτικό επίπεδο όσο όμως ταυτόχρονα και στο επίπεδο της καταστολής του, αυτά τα «παιδιά», αυτοί οι «νέοι», οι κατά τ΄ άλλα «ώριμοι» κατά τα ανωτέρω για την ενασχόλησή τους με την πολιτική και την woke ατζέντα, που αποκαλούνται «άγουροι» στη προκειμένη περίπτωση, θα δοκιμάσουν να αποκτήσουν «κύρος» μεταξύ των συνομηλίκων τους, με «όπλο» την δύναμή τους να προκαλούν τον φόβο, να μοιράζουν βία σε βάρος του οποιουδήποτε θεωρείται ότι είναι κατάλληλος για την επιβεβαίωση αυτής τους της δύναμης και κυρίως του κύρους της, και σε πιο προχωρημένο επίπεδο, να αποκτήσουν μια δική τους «αγέλη» άλλων νεαρών, αλλά και να καθορίσουν την «εδαφική» τους «επικράτεια». Ασφαλώς δε, το γεγονός ότι κατορθώνουν όχι απλά να αποβαίνουν το φόβητρο άλλων συνομηλίκων τους, αλλά ολόκληρης της γειτονιάς τους, ή της συνοικίας τους ή και του Δήμου τους, αυτό είναι κάτι που προσθέτει στο «κύρος» τους. Δεν είναι μικρό πράγμα, π.χ., μετά τις 10 το βράδυ μια ολόκληρη κοινωνία να μην τολμάει να κυκλοφορήσει με ασφάλεια έξω ίσως από ένα δύο κεντρικούς δρόμους, διότι οι υπόλοιποι έχουν «καταληφθεί» από περιφερόμενες αγέλες παραβατικών που αναζητούν κάποιο ξεμοναχιασμένο θύμα για να το κατατασπαράξουν ή «απλά» να το ξυλοφορτώσουν ή στη καλύτερη περίπτωση του κλέψουν κανένα κινητό και κάποια χρήματα.
Μια εξίσου σημαντική συνέπεια των «άγουρων» παραβατικών είναι ότι αποτελούν μια δυνητική δεξαμενή στρατολόγησης οπαδών ή και «στελεχών» για τις συμμορίες ενηλίκων. Άλλωστε το δέλεαρ είναι ακαταμάχητο. Ένας έφηβος ή ένα παιδί, με το πορτοφόλι του γεμάτο, αντί με το ένα ή δύο ευρώ χαρτζιλίκι από την οικογένειά του, αποτελεί τον καλύτερο «κράχτη» για την εκ μέρους του αποδοχή μιας τέτοιας «επαγγελματικής» προοπτικής, πολύ δε περισσότερο στα πλαίσια ενός κυρίαρχου ιδεολογήματος σύμφωνα με το οποίο εκείνο που «τελικά» «έχει σημασία και μετρά στη ζωή», είναι ο ανταγωνισμός, ο διαρκής και χωρίς έλεος ανταγωνισμός, όπου επικρατεί «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», ενώ την ίδια στιγμή η αντίληψη αυτή ενισχύεται και από μια γενικότερα νοσηρή περιρρέουσα ατμόσφαιρα που «πνίγεται» μέσα σε ένα σύννεφο διαφθοράς (στην «επικράτεια» της ενήλικης παραβατικότητας) η οποία διατρέχει οριζόντια και κάθετα «ευυπόληπτους» και μη πολίτες, και αφορά ακόμα και τις «καλύτερες» οικογένειες, πόσο μάλλον τις λιγότερο «καλύτερες», και αποτελεί τούτη η πραγματικότητα το καλύτερο «φροντιστήριο» και «σχολείο» για την νεολαία εκείνη που επιδίδεται στην «άγουρη παραβατικότητα», πως ο πλουτισμός «με τον σταυρό το χέρι» αποτελεί καθαρή ουτοπία, πως δεν υπάρχει μεγάλη περιουσία δημιουργημένη στη βάση ηθικοπλαστικών αρχών των ιδρυτών τους, πως η ίδια η (οικονομική) επιστήμη διδάσκει πως τα μεγάλα κέρδη συνδέονται με τα μεγάλα ρίσκα, ασφαλώς δε το ίδιο ισχύει και για τις ζημιές, όμως στο μυαλό ενός ανθρώπου που ούτως ή άλλος η ζωή του είναι βουτηγμένη μέσα στην ανέχεια, η έννοια της «ζημιάς» γι΄ αυτόν, έχει πολύ διαφορετική σημασία σε σχέση με κάποιον άλλον που διακινδυνεύει το αποτέλεσμα ενός εγχειρήματος από μια πολύ πιο ευνοϊκή θέση στη ζωή του. Στο κινηματογραφικό έργο «Σπάρτακος», ο ήρωας του έργου, δούλος που επαναστάτησε προκειμένου να αποκτήσει την ελευθερία του, όταν του ανακοινώθηκε πως εναντίον του κατευθύνονται ισχυρές ρωμαϊκές λεγεώνες ρωτήθηκε αν φοβάται τον θάνατο για να απαντήσει αρνητικά, διευκρινίζοντας πως ένας δούλος πεθαίνοντας χάνει τα δεινά του, ένας όμως ισχυρός και πλούσιος πεθαίνει, χάνει την καλή του ζωή και τα πλούτη του, κι αυτό είναι που τον κάνει να φοβάται τον θάνατο.
Από την άλλη, δύο είναι οι μεγάλες απουσίες στο όλο αφήγημα, που μονάχα περιστασιακά μαθαίνουμε λεπτομέρειες γι’ αυτές σε σχέση με την «άγουρη παραβατικότητα» : είναι η οικογένεια και το σχολείο. Ειδικώς δε για τον παράγοντα «σχολείο», εκείνο που δυστυχώς ενίοτε διαρρέει ως πληροφορία, είναι πως φαίνεται σε (θέλω να πιστεύω) κάποιες (και όχι πολλές) περιπτώσεις, υπάρχει προσπάθεια από τους ίδιους τους δασκάλους και τους καθηγητές άλλοτε μεν να υποβαθμίζουν ένα παραβατικό γεγονός που έλαβε χώρα από μαθητές τους, άλλοτε δε να τα αποκρύπτουν όσο τουλάχιστον μπορούν. Αυτό εκεί όπου συμβαίνει, απλώς είναι απαράδεκτο από κάθε άποψη και εντελώς αντιπαιδαγωγικό και αντιδεοντολογικό.
Οι ευθύνες τους τεράστιες, (αναφέρομαι στην οικογένεια και στο σχολείο), αλλά, δεν θα τις εξισώσω με τις ευθύνες της Πολιτείας. Ασφαλώς, ασφαλέστατα και υπάρχουν και οικογένειες και εκπαιδευτικοί που δεν κάνουν σωστά την δουλειά τους, που αδιαφορούν και που θα πρέπει να υποστούν τις συνέπειες αυτής τους της εγκληματικής αδιαφορίας.
Όμως η ευθύνη της Πολιτείας, το επαναλαμβάνω, δεν μπορεί να εξισωθεί με τις παραπάνω (εγκληματικές) αμέλειες.
Διότι η Πολιτεία διαθέτει την νομοθετική ισχύ να επιβάλλει μέτρα προληπτικά μα και κατασταλτικά, καθολικής ισχύος για όλη την κοινωνία. Ούτε η οικογένεια, ούτε το σχολείο, μπορούν από μόνα τους, όσο καλά κι αν κάνουν τη δουλειά τους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της παραβατικότητας των νέων αν το θεσμικό πλαίσιο δεν έρχεται αρωγός στην προσπάθειά τους αυτή, πολύ δε περισσότερο τους αφήνει εντελώς αθωράκιστους νομοθετικά. Ο «ατομικός πατριωτισμός», έχει κάτι το ηρωικό, αλλά δεν μπορεί να λύσει προβλήματα που διατρέχουν το σύνολο μιας κοινωνίας. Αυτό το τονίζω ιδιαίτερα, διότι είναι συχνή η αναφορά στην «ατομική ευθύνη», ή στην «οικογενειακή ευθύνη» ή στην «ευθύνη» του σχολείου, όταν η Κυβέρνηση θέλει να αποσείσει τις δικές της ευθύνες. Είναι λάθος η αναφορά στην «ατομική ευθύνη»; Ασφαλώς και όχι, ασφαλώς και θα πρέπει να υπάρχει. Όμως, αυτού του είδους η ευθύνη, δεν υποκαθιστά και δεν μπορεί να υποκαταστήσει την υπέρτερη από κάθε άποψη ευθύνη της όποιας Κυβέρνησης. Και μιλώντας σε καθαρά δεοντολογικό επίπεδο, μια Κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός της, οι υπουργοί της, όταν απευθύνονται στην Κοινωνία αλλά και στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό καλώντας σε «ατομική ευθύνη», οφείλει να γνωρίζει, για να μην λοιδορηθεί, ότι είναι η ίδια πρώτα και πάνω απ’ όλα και όλους που αποτελεί το αδιαμφισβήτητο παράδειγμα «ατομικής» (κυβερνητικής) ευθύνης. Μια Κυβέρνηση πάνω απ’ όλα, πρέπει να αποτελεί η ίδια το Υπόδειγμα και το Παράδειγμα σε ο,τιδήποτε αξιώνει «ατομικά» από τον κάθε πολίτη, αλλά και τον κάθε κρατικό λειτουργό και τον κάθε δημόσιο υπάλληλο (π.χ., από τους εκπαιδευτικούς), είτε στο επίπεδο της αποτελεσματικότητας των ενεργειών είτε στο επίπεδο της συμπεριφοράς.
Σε αυτό το σημείο φτάνουμε στο τέλος του παρόντος άρθρου, το περιεχόμενο του οποίου καθορίστηκε από ό,τι στον τίτλο του έχει προαναγγελθεί ως σημείο παρεμβάσεώς του. Τα δύο ζητήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, η οικογένεια και το σχολείο, ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να τα προσεγγίσω πιο αναλυτικά και ξεχωριστά σε κάποιο άλλο άρθρο μου ή σε κάποια άλλα.
Εκείνο όμως που θέλω να τονίσω, σε κάθε περίπτωση, είναι η, όπως εγώ τουλάχιστον διαπιστώνω, διάχυτη αντίληψη, πως τόσο ο θεσμός της οικογένειας όσο και αυτός του (δημόσιου) σχολείου, ιδίως από το πρίσμα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης των πραγμάτων, που εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες σταδιακά (και ελέω Μνημονίων «γοργά» πλέον) εγκαθιδρύεται και στη χώρα μας, απαξιώνονται διαρκώς, όχι μόνο ποσοτικά μα και αξιακά, ιδίως αξιακά. Από την άλλη, η έννοια της Αγωγής και της Παιδείας, που θα όφειλαν να εδράζονται στη πλούσια εθνική μας πολιτισμική κληρονομιά, βεβαίως εμπλουτισμένη και με πολιτισμικές αξίες συμβατές με την δική μας κληρονομιά και που διαχρονικά αναγνωρίζονται ότι συμβάλλουν στην πνευματική ανύψωση της Ανθρωπότητας, είναι μια έννοια άγνωστη. Και είναι άγνωστη διότι αμφιβάλλω αν η ίδια η Πολιτεία έχει μια εθνική αντίληψη για το περιεχόμενο αυτής της «Αγωγής» και της «Παιδείας», όχι απλά της «εκπαίδευσης». Στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, η επικράτηση ενός αγοραίου και οικονομίστικου διεθνισμού, και της αναφοράς σε μια νεφελώδη πολυπολιτισμικότητα, όσο και η προώθηση τέτοιων «υποδειγμάτων» «αγωγής», σαν αυτά που προβάλλονται από την woke ατζέντα, ό,τι πιο οπισθοδρομικό και σκοταδιστικό που έχει περιβληθεί τον μανδύα του «προοδευτισμού», ασφαλώς, αποτελούν μια πρώτη επισήμανση όταν αναφερόμαστε στο πώς διαβρώνεται η οικογένεια και το σχολείο.
Όμως, οι «κατολισθήσεις» που θα προέλθουν από τη διάβρωση αυτού του «εδάφους», θα είναι αναπόφευκτες και ίσως τραγικές, κοινωνικά, πολιτικά, αλλά και οικονομικά.
Οπως σωστα ειπες,ως πολιτης.Και μην νομιζεις οτι αυτη η επιτροπη θα ειναι κατι το σπουδαιο.Ανεκαθεν και εκτος απο λαμπρες εξαιρεσεις εχει αποδειχθει οτι οι περισσοτεροι απο αυτους ειναι στειρα απολιθωματα,με θεωρητικη ανεπαρκεια,μακρια απο την πραγματικοτητα.Και ξερεις κατι;Το προβλημα βρισκεται σε εμας τους μεγαλους.Δεν φταιει ενα παιδι,προεφηβος ή εφηβος οταν του επιβαλλουμε μια δυστοπικη κοινωνια,αντιθετη με την γονιδιακη του μνημη,με τις αναγκες του και τις συναισθηματικες τους ανασφαλειες.Εμεις ειμαστε η πηγη του κακου.Ολα τα αλλα ειναι προφασεις εν αμαρτιαις