Τα ελληνοτουρκικά στον απόηχο της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γράφει ο Παναγιώτης Παύλος

Πανεπιστήμιο του Όσλο

Η συνάντηση της Τρίτης 24 Σεπτεμβρίου 2024, του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο στη Νέα Υόρκη και κυρίως τα όσα προηγήθηκαν και έπονται αυτής, αξιώνουν μιαν αποτίμηση. Όχι διότι ήταν μια συνάντηση από την οποίαν –τουλάχιστον όχι μέχρι στιγμής– προκύπτουν άμεσα νέα δεδομένα περί τυχόν απόφασης της Ελλάδας να απαντήσει εμφατικά στον νεοθωμανικό παντουρανικό αναθεωρητισμό υπό τον ισλαμιστικό μανδύα του Ερντογάν, που καλοβλέπει Θράκη, Αιγαίο, Κύπρο.

Αλλά, διότι έρχεται να προστεθεί – ως πρωτόγνωρα πολλοστή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα – στις ελληνοτουρκικές εκείνες συναντήσεις που ορισμένοι θέλουν να τους αποδώσουν χαρακτήρα momentum και «ανοιχτού παραθύρου», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Έλληνα Υπουργού των Εξωτερικών, στην κατεύθυνση της επίλυσης των ζητημάτων που θέτει παγίως και επιτακτικά η γειτονική Τουρκία.

Προτού όμως εισέλθω στα κυρίως σημεία θα ήθελα – μιας και η ελληνική κυβέρνηση, ήδη προεκλογικά από το 2019, αλλά και καθ᾽ όλη τη θητεία της ως σήμερα έχει ως μόνιμη τακτική να αποκρύπτει από τους Έλληνες πολίτες όχι μόνον τις προθέσεις της αλλά ακόμη και την ίδια την εθνική στρατηγική της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής όσον αφορά στα ελληνοτουρκικά – να εκθέσω ορισμένα δεδομένα που καθιστούν ευκολότερη την κατανόηση της κρισιμότητας των περιστάσεων. Ή που, εν πάσει περιπτώσει, θα μας βοηθήσουν να διαπιστώσουμε αν το επικαλούμενο από τον ΥΠΕΞ «ανοιχτό παράθυρο» είναι κάτι περισσότερο από μια φενάκη, παραδείγματος χάριν μια σαφής εντολή άνωθεν και έξωθεν προς την Ελλάδα και την Τουρκία να προβούν επιτέλους σε μια διευθέτηση που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Θα προσπαθήσω να είμαι συνοπτικός με σκοπό να αναδείξω ένα καίριο μωσαϊκό του status quo τη δεδομένη συγκυρία. Να επισημάνω, καταρχήν, στον αναγνώστη κάτι που πολλοί στην Ελλάδα, και κυρίως οι κομματικοί οπαδοί – τόσο του κυβερνώντος όσο και των υπολοίπων κομμάτων – αγνοούν. Όταν μιλάμε για «θέση της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά» αυτό δεν συνεπάγεται αναγκαστικά μια σαφή θέση υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος. Μπορεί να φέρεται αυτό στα λόγια, αλλά η πράξη είναι διαφορετική. Κι αυτό διότι τα ελληνικά κόμματα εξουσίας δεν είναι συμπαγείς δομές κοινής στοχοθεσίας με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, αλλά άθροισμα ομάδων συμφερόντων και πολλαπλών διακριτών πυλώνων ισχύος. Ομάδων και πυλώνων που είναι οντότητες υπερκομματικές, συχνά δίχως ουσιώδεις ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους.

Έτσι, βλέπουμε η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη να έχει ως Υπουργό Εξωτερικών έναν εξωκοινοβουλευτικό πανεπιστημιακό, πρώην συνεργάτη του Γιώργου Παπανδρέου, ενώ παράλληλα διαγκωνίζονται στις δομές της ισχυρές μονάδες του συστήματος εξουσίας του ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη και ασπόνδυλοι ψευδοαριστεροί. Ακόμη και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός περιτριγυρίζεται από ανθρώπους για τους οποίους αν ρωτήσεις αυθεντικούς νεοδημοκράτες, και δη μέλη της παραδοσιακής πατριωτικής Δεξιάς, θα σου απαντήσουν ότι οι τοιούτοι ουδεμία σχέση έχουν με τη Νέα Δημοκρατία.

Σε αυτό το μωσαϊκό προστίθενται ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα και στοχεύσεις πρωτοκλασάτων στελεχών της κυβερνώσας παράταξης και όχι μόνον, τα οποία αναγνωρίζουν μόνον ένα κόμμα: το κόμμα της εξουσίας και της εξυπηρέτησης της ιδιοτέλειάς τους εις βάρος του εθνικού συμφέροντος. Επιπλέον, δεν θα πρέπει κανείς να αγνοήσει διαφορετικές ομάδες συμφερόντων και μονάδες ισχύος ακόμη και μέσα στο Υπουργείο Εξωτερικών, όπου υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πολλούς λόγους να διαφοροποιούνται στον βίο και την πολιτεία τους από το εθνικό συμφέρον. Το ΕΛΙΑΜΕΠ είναι απλώς ένας μόνον περίβλεπτος βραχίονας αυτής της παραμέτρου. Εμπλέκονται σωρεία άλλων, επιχειρηματιών, πανεπιστημιακών, ιδιοκτητών μεγάλων ομίλων μαζικής ενημέρωσης, βιομηχάνων, στελεχών της παρούσας κυβέρνησης όπως και προηγουμένων, και ούτω καθεξής. Τα ονοματεπώνυμά τους υπάρχουν αλλά αυτό θέλει ένα άλλο άρθρο.

Πολλοί από τους ανωτέρω αντιλαμβάνονται την ελληνική εξωτερική πολιτική ως μέσο επίτευξης ιδιοτελών σκοπών και φιλοδοξιών είτε συμφερόντων επιμέρους ομάδων, είτε ατόμων. Και πολύ ελάχιστα, ή καθόλου, ως μέσο προς τον αδιαμφισβήτητο στόχο που ένα κυρίαρχο κράτος όπως η Ελλάδα των Ελλήνων – με υπερτρισχιλιετή παρουσία, ζωή και ιστορία στον τόπο αυτόν – οφείλει να υπηρετεί και να υλοποιεί. Σταθερή παράμετρος, βεβαίως, του μωσαϊκού αυτού είναι τα διεθνή συμφέροντα και οι απαιτήσεις ισχυρών κρατών, είτε αυτά εντοπίζονται στη Δύση, είτε στα ανατολικά παράλια της Μεσογείου.

Αυτά, διευκρινιστικά, για όσους διατηρούν την ψευδαίσθηση ή την εντύπωση ότι την εξωτερική πολιτική της Ελλάδος τη συντάσσει και την υλοποιεί με πλήρη έλεγχο ο εκάστοτε Έλληνας Πρωθυπουργός, πολλώ δε, εν προκειμένω ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αυτό απέχει μακράν από την αλήθεια. Το γράφω αυτό έχοντας ζήσει από κοντά τρεις Πρωθυπουργούς της χώρας.

Από εκεί και πέρα. Η Ελλάδα έχει την ατυχία σε αυτή τη χρονική συγκυρία να έχει ως Υπουργό των Εξωτερικών έναν άνθρωπο του βαθέος κράτους της, ο οποίος μολονότι νομικός (ή ίσως ακριβώς γι᾽ αυτό, δίχως να θέλω να δυσαρεστήσω διαπρεπείς θεράποντες της νομικής επιστήμης) έχει αναγάγει το ψεύδος στο μόνο εργαλείο «αλήθειας» και πολιτικού λόγου που διαθέτει. Και φυσικά, δεν ενεργεί αυτοβούλως αλλά καθοδηγούμενος από διπλωμάτες οι οποίες δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι έχουν σχεδόν μαύρα μεσάνυχτα στα Ελληνοτουρκικά· η εμπειρία στης Βρυξέλλες, την Ουάσινγκτον, κι άλλες συναφείς υπηρεσίες του ΥΠΕΞ δεν σε καθιστούν γνώστη της Τουρκίας και ικανή χειρίστρια των αριστοτεχνικών διπλωματικών τερτιπίων που η Υψηλή Πύλη έχει επί 550 χρόνια αναπτύξει.

Επιπλέον, η χώρα έχει την ατυχία να στερείται ενός σοβαρού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής και Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας απαρτιζόμενου από ανιδιοτελείς διαπρεπείς επιστήμονες, διπλωμάτες, εμπειρογνώμονες, πολιτικούς επιστήμονες, διεθνολόγους και ειδικούς στα επιμέρους γεωπολιτικά ζητήματα που αφορούν τη χώρα, που ζουν, λειτουργούν, σκέπτονται και ενεργούν με αποκλειστικό γνώμονα το εθνικό συμφέρον.

Προ ημερών, μου εμπιστευόταν χαρακτηριστικά ανώτατος αξιωματούχος του ελληνικού κράτους τη στιχομυθία του ΥΠΕΞ Γεραπετρίτη, κατά τον παρελθόντα Φεβρουάριο, με αρχηγό κόμματος της αντιπολίτευσης, με αφορμή το αίτημα του τελευταίου για τη σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής, που έχει συσταθεί με νόμο του κράτους από το 2003, προκειμένου «να συζητήσουν ουσιαστικά και να αποφασίσουν την ελληνική εξωτερική πολιτική». Σχεδόν ενοχλημένος ο κ. Γεραπετρίτης του απήντησε: «εμείς είμαστε η κυβέρνηση της Ελλάδας, εμείς έχουμε την ευθύνη για την εξωτερική πολιτική της».

Σημειώνω επίσης εδώ, ότι το ΕΣΕΠ, το οποίο βάσει νόμου οφείλει να συγκαλείται τέσσερεις φορές τον χρόνο, ο κ. Γεραπετρίτης προτίμησε να το συγκαλέσει όχι πριν, αλλάΜΕΤΑ τη Διακήρυξη των Αθηνών. Ενώ, ύστερα από την τελευταία σύσταση του περασμένου Απριλίου, δεν έχει ακόμη συγκληθεί. Προφανώς διότι η κυβέρνηση ήθελε να χειριστεί ανενόχλητη τα της Νέας Υόρκης.

Έρχομαι τώρα στα του Μεγάλου Μήλου. Χάριν συντομίας δεν θα υπεισέλθω στο Κυπριακό και τις εν είδει απαιτήσεως αναφορές του Τούρκου Προέδρου από το βήμα της ολομέλειας του ΟΗΕ, για την αναγνώριση του ψευδοκράτους. Υπάρχει βεβαίως η έκφραση γνώμης του Αλέξη Παπαχελά στο βραδινό δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΙ της Τρίτης (24/9), όπου εκτίμησε ότι η Τουρκία βλέπει πλέον διακριτά και αυτοτελώς το ζήτημα της Κύπρου αφενός, και τα θέματα του Αιγαίου αφετέρου.

Θα σταθώ ωστόσο στη δήλωση Ερντογάν για πρώτη φορά – και ας με διορθώσει ο αναγνώστης αν σφάλλω –από το βήμα της ολομέλειας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για επιθυμία επίλυσης του ζητήματος Υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με την Ελλάδα. Πρόκειται για μια πολύ έξυπνη στρατηγική κίνηση από πλευράς Τουρκίας, που επιδιώκει πλέον σαφώς να εκβιάσει την Ελλάδα, αποστερώντας της το προνόμιο του «κέρδους χρόνου» που διατρανώνει ατύπως η ελληνική διπλωματία, με σκοπό να την πιέσει χρεώνοντας διεθνώς σε αυτήν τη μη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Αν μη τί άλλο, είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι η Ελλάδα επιδεικνύει βούληση (αυτό υποδηλώνει η πληροφορία του Νίκου Μελέτη ότι, οι δύο Υπουργοί Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν που θα συναντηθούν μέσα στο φθινόπωρο -και πριν από το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας στην Αθήνα- θα διερευνήσουν την ύπαρξη κοινού εδάφους για την έναρξη συζήτησης για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ) να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Τούρκου Προέδρου – από το βήμα του ΟΗΕ – για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, ενώ ταυτόχρονα η Τουρκία ζητά την αναγνώριση του ψευδοκράτους στην Κύπρο!

Κάτι τέτοιο βέβαια αγγίζει τα όρια της παράνοιας, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψιν μια σειρά πρόσφατων μόνον γεγονότων: α) Turkaegean, β) διδασκαλία του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας στα σχολεία της Τουρκίας, γ) περισσότερες από 1.500 παραβιάσεις των ελληνικών εθνικών χωρικών υδάτων μέσα στο 2024, ως και τον Αύγουστο, δ) χιλιάδες παράνομες αποβάσεις στα νησιά του Αιγαίου αλλογενούς πληθυσμού από Τούρκους διακινητές, ε) διαρκής προσβολή των ελληνικών εθνικών Χωρικών Υδάτων από τουρκικά ψαροκάικα, από την Αλεξανδρούπολη ως το νότιο Αιγαίο, και φυσικά, στ) όσα συνέβησαν στην Κάσο, τα οποία έχουν αναλυθεί λεπτομερώς.

Σε αυτά έρχεται να προστεθεί ως έβδομο στοιχείο, το τραγικό γεγονός της αμέλειας (;) της Ελλάδας να καταθέσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό της. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι η τοιαύτη εξέλιξη οφείλεται στη γνωστή αβελτηρία των κρατικών μηχανισμών, που προτιμούν η Ελλάδα να πληρώνει πρόστιμα στην ΕΕ παρά να διασαφηνίζει και να διασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντά της. Ή ακόμη, να την αποδώσει σε αμέλεια κάποιου υπαλλήλου, όπως προσφιλώς είχε πράξει ο Άδωνις Γεωργιάδης στο ζήτημα του Turkaegean.

Ωστόσο, εδώ υπεισέρχεται και μια είδηση που είδε το φως της δημοσιότητας μόλις λίγο πριν τη συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο στη Νέα Υόρκη, η οποία δυστυχώς αποκλείει το ενδεχόμενο της αμέλειας. Αναφέρομαι στο μέχρι πρότινος υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, του οποίου ηγείται ο στενός συνεργάτης της Ντόρας Μπακογιάννη, Θεόδωρος Σκυλακάκης, για τον Ειδικό Χωροταξικό Σχεδιασμό για τον τουρισμό, το οποίο με βάση εκτενές αξιόπιστοδημοσίευμα της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ, φέρεται να προτείνει – μεταξύ άλλων ανεξήγητων και γεωπολιτικά ολέθριων επιβολών – την απαγόρευση τουριστικής ανάπτυξης σε ελληνικές μικρονησίδες ευρισκόμενες πέραν των 10 ναυτικών μιλίων από ελληνικά νησιά, και την απαγόρευση τουριστικής δραστηριότητας σε νησιά έκτασης μικρότερης των 300 στρεμμάτων! Από τις παραμέτρους του νομοσχεδίου αυτού προκύπτει το τραγικό συμπέρασμα ότι για κάποιο λόγο η Ελλάδα στη δεδομένη στιγμή «τραβιέται» αυτοβούλως όσο μπορεί «προς τα μέσα» από τη θάλασσά της, με δυσμενέστατες συνέπειες στην επήρεια ΑΟΖ που προσφέρουν στην Ελλάδα οι μικρονησίδες της στο Αιγαίο. Καθαρή αυτοκτονία!

Εξέλιξη η οποία μου θυμίζει περσινή δήλωση του Άγγελου Συρίγου, με την οποία εξέφραζε την άποψη ότι θα ήταν εύλογο η Ελλάδα να σκεφθεί το ενδεχόμενο να παραχωρήσει διαδρόμους στα τουρκικά λιμάνια των Μικρασιατικών παραλίων, εφόσον η Τουρκία δεχόταν να αναγνωρίσει ότι τα ελληνικά νησιά δικαιούνται (επανα)στρατικοποίησης.

Θυμίζουμε, αναφορικά με το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας/AOZ, ότι ζήτημα μειωμένης ή μηδενικής επήρειας των ελληνικών νησιών – κάτι το οποίο είχε αφοριστικά απορρίψει ακόμη και ο προκάτοχος του Αμερικανού Πρέσβη Γιώργου Τσούνη, νυν Υφυπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ Τζέφρυ Πάιατ, ο οποίος υποστήριξε το δίκαιο του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας υπέρ της Ελλάδας – είχε εγείρει πρόσφατα και η Γενική Διευθύντρια του ΕΛΙΑΜΕΠ, κ. Μαρία Γαβουνέλη, Γενική Διευθύντρια του ΕΛΙΑΜΕΠ, προσφιλής συνομιλήτρια και του Τούρκου Πρέσβη στην Αθήνα κ. Ερτσιγιές και του Χρήστου Ροζάκη, στην οποίαν ο γράφων είχε απαντήσει σχετικώς.

Με αυτά δεδομένα, δεν μπορώ να σκεφθώ άλλη γεωπολιτική εξήγηση για ένα τέτοιο νομοσχέδιο, και δη το άρθρο 6, πέραν του ότι η Ντόρα Μπακογιάννη έδωσε εντολή στον υποτακτικό της Υπουργό Περιβάλλοντος (δεξί χέρι της στο αποτυχημένο πολιτικό εγχείρημά της με τη «Δημοκρατική Συμμαχία») να εξυπηρετήσει την Τουρκία. Πρόκειται για άλλη μια εγκληματική ενέργεια αυτής της κυβέρνησης, και των σκιωδών υπουργών της όπως η αδελφή του Πρωθυπουργού (θυμάστε τις ευθυγραμμισμένες με τις θέσεις Ερντογάν δηλώσεις της για τις ακρογιαλιές της Τουρκίας στη Μικρασία, καθώς και τον βρώμικο ρόλο της υπέρ του δορυφόρου της Τουρκίας, ψευδοκρατιδίου του Κοσόβου, στο Κοσσυφοπέδιο και κατά των Σέρβων), εις βάρος των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας.

Τα ανωτέρω θα πρέπει να ιδωθούν και υπό το πρίσμα της παραδοχής του Έλληνα Πρωθυπουργού από το βήμα του ΟΗΕ ότι «οι παγκόσμιες απειλές που αντιμετωπίζουμε από κοινού ως διεθνής κοινότητα υπερβαίνουν κατά πολύ τα επιμέρους συμφέροντα περιοχών, χωρών ή κυβερνήσεων». Δήλωση η οποία φανερώνει ένα συγκεκριμένο mindset σύμφωνα με το οποίο κρίσιμα εθνικά ζητήματα υποτάσσονται και επιλύονται στη βάση όχι του εθνικού συμφέροντος αλλά της διεθνούς τάξης η οποία μπορεί ασφαλώς και να καταστρατηγεί την εθνική κυριαρχία.

Την κρισιμότητα των περιστάσεων επιτείνει το γεγονός της ανυπαρξίας ουσιαστικής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, τουλάχιστον από τα δύο «μεγάλα» κόμματα, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, τα οποία ευρίσκονται σε κατάσταση εσωστρέφειας και εσωτερικής περιδίνησης, μολονότι θα τα ανέμενε κανείς ενισχυμένα μετά την καταπόντιση της Νέας Δημοκρατίας στις Ευρωεκλογές – άραγε είναι όλα τόσο αθώα και τυχαία καμωμένα;

Η σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Ελλάδας Τουρκίας τον ερχόμενο Ιανουάριο, με δεδηλωμένη από τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών την πρόθεση «να προχωρήσουμε γρήγορα με την Τουρκία», αλλά και με ενδεικτική την αντιμετώπιση της Ελλάδας από τη γειτονική χώρα η οποία θεωρεί ότι έχει το πάνω χέρι (διότι πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί η ανακοίνωση της τουρκικής Προεδρίας, την οποία αναπαρήγαγαν παπαγαλιστί μεγάλα ελληνικά ΜΜΕ, στην οποία υπάρχει η φράση «Ο Τούρκος Πρόεδρος υποδέχθηκε τον Έλληνα Πρωθυπουργό», μολονότι η συνάντηση έγινε σε ουδέτερο έδαφος, σε αίθουσα του κτιρίου του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη) δίνει το στίγμα των προθέσεων της Τουρκίας, σε όσους δεν κατάλαβαν ότι ο Ερντογάν μίλησε μπροστά σε όλα τα κράτη του πλανήτη για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου.

Εξάλλου, εδώ και λίγα εικοσιτετράωρα ο Τούρκος Πρόεδρος έχει ανακοινώσει ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός δέχθηκε «συζήτηση». Και συζήτηση σημαίνει απλώς συμφωνία: διότι απλούστατα έχουν όλα ήδη συζητηθεί, και βεβαίως χρειάζονται οι κατάλληλες λέξεις ύπνωσης του «πάντα ευκολόπιστου και πάντα προδομένου» ελληνικού λαού.

​Με αυτά υπόψιν, δεν βλέπω άλλο αξιόπιστο όπλο υπεράσπισης των ελληνικών εθνικών δικαίων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από την εθνική μας κυριαρχία – έναντι μιας αναθεωρητικής Τουρκίας, μιας Νατοϊκής κοινότητας που ενώ κωφεύει μπρος στην Κατοχή της Κύπρου και στο έγκλημα στη Μέση Ανατολή επιθυμεί ηρεμία στη νοτιοανατολική πτέρυγά της, και κυρίως, μιας ελληνικής κυβέρνησης που έμπρακτα εχθρεύεται την Ελλάδα και τους Έλληνες – πέραν της αντίστασης της ελληνικής κοινής γνώμης. Αυτής της έμψυχης κόκκινης γραμμής, που είναι και η τελευταία γραμμή άμυναςτου Ελληνισμού.

* Δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες ΕΣΤΙΑ και Δημοκρατία, του Σαββάτου 28/9/2024.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ