Κατά τον Ησίοδο η ανθρώπινη ψυχή ακολουθεί μία πτωτική πορεία, από την στιγμή που δημιουργήθηκε μέχρι και σήμερα.
Ο διακαής πόθος του ανθρώπου να κατανοήσει τον λόγο και τον τρόπο της δημιουργίας τόσο του μακρόκοσμου του σύμπαντος, όσο και του μικρόκοσμου του ανθρώπου, αποτυπώνεται και στα δύο έπη του Ησιόδου, την «Θεογονία» και τα «Έργα και Ημέραι», που η αγαθή τύχη επέτρεψε να διασωθούν μέχρι και σήμερα, πλουτίζοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό τις γνώσεις μας που αφορούν την πανάρχαια εκείνη εποχή.
Ο Ησίοδος λοιπόν θεωρεί σαν δεδομένο ότι η ανθρώπινη ψυχή ακολουθεί μία πτωτική πορεία, από την στιγμή που δημιουργήθηκε μέχρι και σήμερα. Επιχειρεί λοιπόν μία εμφανή προσπάθεια σύγκρισης της ΠΤΩΤΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ που ακολουθεί η αξία των πολύτιμων μετάλλων του χρυσού, του αργύρου, του χαλκού και του σιδήρου, που διαδέχονται διαδοχικά το ένα το άλλο, την οποία την συνδέει με την ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΗΘΙΚΗΣ.
Το «ΧΡΥΣΕΟΝ» γένος ήταν το πρώτο, που συμπίπτει με την αρχική εμφάνιση του ανθρώπου. Την μακρινή εκείνη εποχή, ο άνθρωπος μπορούσε να εκδηλώσει μία κατάσταση ηθικής η οποία δεν απείχε πάρα πολύ από το θεϊκό πρότυπο. Το γεγονός αυτό συνέβαινε, διότι όπως μας αποκαλύπτει το αρχαίο κείμενο, το χρυσό γένος ήταν το μοναδικό που διαβίωσε κάτω από την βασιλεία του Κρόνου.
Με άλλα λόγια διαβίωσε στα πρότυπα μίας τελείως διαφορετικής κατάστασης και συνθηκών, σε σχέση με αυτήν που επικράτησε στην συνέχεια. Για να κατανοήσουμε την λογική του Ησιόδου θα πρέπει να μεταφερθούμε στο γνωσιολογικό πλαίσιο της αρχαίας Ελλάδας.
Στην περίπτωση αυτή θα διαπιστώσουμε ότι ο Δίας και οι δώδεκα Ολύμπιοι θεοί που στην διάρκεια των επόμενων γενών διαδέχτηκαν τον Κρόνο και κληρονόμησαν την εξουσία, είναι αυτοί που ευθύνονται για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας.
Διότι αυτοί είναι οι εντεταλμένοι να κατατρέχουν συνεχώς τους ανθρώπους χρησιμοποιώντας ένα αστείρευτο πλήθος σκληρών δοκιμασιών. Την εποχή όμως που έζησε το χρυσό γένος, ο Δίας, επομένως και οι δώδεκα Θεοί δεν είχαν ακόμα γεννηθεί από τον πατέρα τους τον Κρόνο.
Από την στιγμή που δεχόμαστε ότι στα έπη των μεγάλων αρχαίων ποιητών, πίσω από τα πρόσωπα των θεών αντικατοπτρίζονται πολλές από τις δυνάμεις και τα φαινόμενα της φύσης, μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι αυτό το χρυσό γένος εμφανίστηκε και έζησε σε μία πρωταρχική εποχή της δημιουργίας, στην οποία δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα πολλές από τις δυσκολίες που αφορούν στην επιβίωση των ανθρώπων, όπως εκδηλώθηκαν στην συνέχεια στα επόμενα κατώτερα γένη.
Με αυτήν την λογική εξηγείται το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ζωή των ανθρώπων του χρυσού γένους ήταν ευλογημένη και πολύ εύκολη, αφού είχαν λιγοστά και ασήμαντα προβλήματα να αντιμετωπίσουν.
Ακόμα και ο θάνατός τους, αποτελούσε μία ευχάριστη φυσική διαδικασία, όπως ο ανέμελος και αθώος ύπνος που βαραίνει τα βλέφαρα των μικρών παιδιών και τα οδηγεί σε γλυκά και παραδεισένια ονειρικά μέρη. Κάποτε όμως, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, που αυτό το χρυσό γένος εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της γης, αφού προφανώς ολοκλήρωσε τον κύκλο του και αντικαταστάθηκε στην συνέχεια από το επόμενο.
Το «ΑΡΓΥΡΕΟΝ» γένος ήταν το δεύτερο στη σειρά που εμφανίστηκε, το οποίο όμως διέθετε πολύ μικρότερη αξία ως προς το πρώτο, όπως ακριβώς συμβαίνει με την εμπορική τιμή του μέταλλου του χρυσού σε σχέση με το μέταλλο του αργύρου. Το γεγονός αυτό της πτώσης αξιών, μπορεί να ερμηνευτεί από το γεγονός ότι όπως είδαμε, η διοίκηση, επομένως και οι συνθήκες της ανθρώπινης ζωής άλλαξε.
Από την βασιλεία του Κρόνου μεταφέρθηκε σε αυτήν του Δία, που ως πατέρας των μετέπειτα θεών και ανθρώπων, αντιπροσωπεύει το θρησκευτικό σύστημα των δώδεκα θεών, όπως είναι γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Διαπιστώνουμε επομένως ότι η πτωτική αλλαγή της αξίας των γενών, αφορά στην πραγματικότητα την πτωτική πορεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Την ηθική κατάπτωση των προσωπικών μας αξιών, που δοκιμάζονται από τις συμφορές που μας στέλνουν συνεχώς οι δώδεκα θεοί ή οι νόμοι της φύσης που κρύβονται πίσω από αυτούς και τις οποίες πρέπει να μάθουμε να τις αντιμετωπίζουμε επιτυχώς.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Ησίοδος θεωρεί ότι το αργυρό γένος, αν και μόλις δεύτερο στην σειρά κατάταξης είναι κατά πολύ χειρότερο από το πρώτο και δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτό.
Αυτό σημαίνει ότι τόσο ο τρόπος ζωής, όσο και η συμπεριφορά των ανθρώπων του αργυρού γένους δεν έμοιαζε πλέον σε τίποτα με τα θεϊκά πρότυπα. Ο άνθρωπος, όσο είχε να αντιμετωπίσει περισσότερα προβλήματα, γινόταν όλο και λιγότερο αγαθός και δίκαιος.
Από ότι φαίνεται, τα προβλήματά του και οι βιοτικές του μέριμνες συνεχώς αυξανόταν, καθώς έπρεπε πλέον να δημιουργήσει και να φροντίσει την δική του οικογένεια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει σε αυτό το καινούργιο περιβάλλον που γινόταν όλο και πιο σκληρό και βίαιο, είχε πλέον και την ανάγκη της κατάλληλης εκπαίδευσης. Έπρεπε να προχωρήσει επιπλέον και σε δυσκολότερες νοητικές διεργασίες, βάσει των οποίων θα έπρεπε να καταφέρει να υποτάξει τα αλαζονικά κατώτερα συναισθήματά και να εξελίξει το επίπεδο της ηθικής του.
Όσο όμως δεν υπακούμε τους νόμους των θεών και επομένως δεν προσεγγίζουμε την θεία μας υπόσταση, η συνέχεια της κατάπτωσης είναι αναπόφευκτη.
Έτσι λοιπόν, και το αργυρό γένος θάφτηκε με τη σειρά του κάτω από τα συντρίμμια της ανικανότητάς του, ανοίγοντας την προοπτική της εμφάνισης ενός επόμενου, τρίτου κατά σειρά ανθρώπινου γένους, που θα βρίσκεται ακόμα πιο χαμηλά ως προς την διαχείριση των θεμάτων των ηθικών αρετών και θα είναι λιγότερο αποφασισμένο να λειτουργήσει την δικαιοσύνη.