Κλαίγοντας πάνω από το χυμένο γάλα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης 

Παρακολουθώ με ενδιαφέρον αλλά και απορία τις σχεδόν καθημερινές συζητήσεις για την ακρίβεια, για το ότι την  Ελλάδα, που κάποτε (πριν τη κρίση) σχεδόν όλες οι χώρες του μπλοκ του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού την «κοίταζαν από απόσταση»  σε ό,τι αφορά την οικονομική ισχύ και τις οικονομικές επιδόσεις, και για άλλα παρεμφερή ζητήματα, μια «απόσταση» που σήμερα έχει εξανεμιστεί.

Η απορία μου πάντως είναι τούτη : ιδίως τα συστημικά ΜΜΕ που είχαν δώσει τον υπέρ πάντων αγώνα για να επιβληθούν τα Μνημόνια, αγνοούν άραγε, ότι μια βασική επιδίωξη ήταν η Ελλάδα να γίνει μια χώρα «ανταγωνιστική»  με τις λοιπές βαλκανικές χώρες, ασφαλώς δε να γίνει «ανταγωνιστική»  και προς τη Βουλγαρία; Ολόκληρες συζητήσεις γίνονταν τότε για το θέμα αυτό, με την Μνημονιακή Αθλιότητα να δίνει «μάχες» για να την κατίσχυση των μνημονιακών απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και το ζήτημα αυτό. Αγνοούσαν άραγε τότε, αγνοούν άραγε και σήμερα, ότι τέτοιου είδους «συγκλίσεις» συνιστούν θεμελιώδεις μνημονιακές υποχρεώσεις, που έχουν θωρακιστεί και με ανάλογες μνημονιακές πολιτικές ώστε να καταστούν επιτεύξιμες; Μάλιστα, οι «συγκλίσεις» αυτές, δεν αφορούν μονάχα ζητήματα αμιγώς οικονομικά μα και αμιγώς κοινωνικά, που έχουν σχέση με το Κοινωνικό Κράτος, η λεηλασία και αποδόμηση του οποίου, επίσης θεωρήθηκε ως προϋπόθεση της «σωτηρίας» μας, δηλαδή, να πτωχεύσουμε «ευτάκτως» και όχι «ατάκτως», διότι περί αυτής της «σωτηρίας» μιλούσαν και περί αυτού δηλαδή επρόκειτο.

Υπό μια έννοια, οι υποστηρικτές των Μνημονίων, θα πρέπει να θεωρούν και «ευλογία» ότι «επιτέλους», η Ελλάδα, μπορεί και «ανταγωνίζεται»  τη Βουλγαρία, έστω κι αν η προοπτική να μας υπερκεράσει και αυτή είναι ορατός, ότι «επιτέλους» η Ελλάδα, κατέστη ένας παίκτης «βαλκανικών» προδιαγραφών.

Προ αρκετών ημερών, είχα διαβάσει στον Τύπο δηλώσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας που μας υπενθύμιζε ότι θα χρειαστούν άλλα 40 χρόνια για να διασφαλίσει η Ελλάδα την ευημερία της. Γιατί 40 χρόνια; Μα για θυμηθείτε μέχρι πότε είμαστε χειροπόδαρα δεμένοι με τα Μνημόνια : μέχρι το 2060! Σωστά λοιπόν ο κεντρικός μας τραπεζίτης «μετρά» τα «δύσκολα» χρόνια που μας περιμένουν ακόμα. Πάντως, να υπενθυμίσω, κάτι που συχνά κάνω στα άρθρα μου όταν αναφέρομαι στο ζήτημα αυτό, καλό είναι, να μη θεωρούμε πως το 2060 είναι το έτος που θα απαλλαγούμε από τα μνημονιακά δεσμά. Αυτό ισχύει υπό την προϋπόθεση, ότι μέχρι τότε, δεν θα συμβούν διεθνείς κρίσεις που θα οδηγήσουν σε πισωγύρισμα της ελληνική οικονομία, και επομένως, στην ανάγκη είτε να καταστούν ακόμα πιο αυστηρές οι μνημονιακές υποχρεώσεις μας ιδίως εκείνες που άμεσα επηρεάζουν την εξυπηρέτηση του χρέους, είτε να επιμηκυνθεί περαιτέρω ο άνω χρονικός ορίζοντας και να πάει ας πούμε στο 2070, ή 2080 ή και παραπέρα. Ήδη μάλιστα, το ότι το Σύμπαν δεν πρόκειται να συνωμοτήσει για χάρη μας, εξασφαλίζοντάς μας ούριο άνεμο στην μακρά πορεία μας προς το 2060, φάνηκε την επομένη της «εξόδου» μας από τα Μνημόνια. Πανδημία, αμερικανο-ρωσικός πόλεμος «δι’ αντιπροσώπου» στην Ουκρανία με εμπλοκή και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μέσω του ΝΑΤΟ), πολεμική ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, και έπονται ασφαλώς και άλλες εξελίξεις. Εξελίξεις με σοβαρές επιπτώσεις στις Δυτικές οικονομίες, ασφαλώς δε και στην Ελλάδα.

Ξεχνούν άραγε, όσοι μιλάνε για τρέχοντα δύσκολα οικονομικά προβλήματα και γι την απαξίωση του Κοινωνικού Κράτους, ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται εκτός, αλλά εντός των Μνημονίων; Ότι ποτέ δεν βγήκαμε από τα Μνημόνια, και ότι ποτέ οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν απαλλάχτηκαν των μνημονιακών δεσμεύσεων, που θα ισχύουν έως το 2060, με προκαθορισμένες ελευθερίες οικονομικής και κοινωνικής δράσης, που καθορίζονται από τις χιλιάδες Μνημονιακές « Πρόνοιες» που ψηφίστηκαν την περίοδο της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, 2010-2018, έτσι όπως αυτές έχουν εν τω μεταξύ επικαιροποιηθεί από την Επιτροπή Πισσαρίδη, το Φθινόπωρο του 2020, (ουσιαστικά πρόκειται για ένα νέο νεοφιλελεύθερης αντίληψης Μνημόνιο), και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία το πόσο η κυβέρνηση αποδέχεται τις προτάσεις της, έχει αναρτηθεί στον επίσημο ιστότοπο της ελληνικής κυβέρνησης (https://www.government.gov.gr/ schedio-anaptixis-gia-tin-elliniki-ikonomia/); Ο ίδιος άλλωστε ο πρωθυπουργός, έδειξε τη σημασία της Έκθεσης Πισσαρίδη εγκωμιάζοντάς την, σημειώνοντας μεταξύ άλλων : «Νομίζω ότι η έκθεση δεν διακατέχεται από κάποια καλλωπισμού ή εξιδανίκευσης της … δεν «μασάει», δηλαδή, τα λόγια της για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, τις προκλήσεις που προκαλεί η νέα παγκόσμια ύφεση, αλλά και τις προκλήσεις που μας κληροδότησε η κρίση χρέους της τελευταίας 10ετίας.  Άλλωστε -θέλω να το ξαναπώ- αυτή η έκθεση δεν αποτελεί κυβερνητικό πρόγραμμα δεν είναι πολιτικό κείμενο και γι’ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να μείνει έξω από την πολιτική, μάλλον θα έλεγα την κομματική, αντιπαράθεση γιατί προφανώς είναι μια έκθεση η οποία θα τεθεί σε δημόσιο διάλογο και δεν θεωρώ αυτονόητο ότι θα συμφωνήσουν όλοι με όσα γράφονται σε αυτό το κείμενο. Αλλά -θέλω να τονίσω- ότι είναι ανεξάρτητη οικονομική έκθεση. Είναι ένα κείμενο αναφοράς στο οποίο κάθε πολίτης, η ελληνική κοινωνία, τα κόμματα, οι φορείς της αγοράς, της κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μπορούν να ανατρέχουν ανά πάσα στιγμή και να το συμβουλεύονται» (https://www.primeminister.gr/ 2020/11/23/25290). (Για την Έκθεση Πισσαρίδη, έχω τοποθετηθεί σε παλαιότερο άρθρο μου, επομένως εδώ δεν πρόκειται να επιμείνω περισσότερο).

Με αφορμή πάντως το παρόν άρθρο, θεωρώ χρήσιμο να εστιάσω σε ένα άλλο σημαντικό ζήτημα. Στο γεγονός πως έχει βγει από το κάδρο του κυβερνητικού δημόσιου λόγου, το «αγκάθι» της μνημονιακής δέσμευσης της χώρας για τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων 2% ετησίως έως το 2060 (!), ενώ είναι πολύ συζητήσιμο αν δεν υποχρεωθεί η χώρα, με ό,τι αυτό σημαίνει για τον οικονομικά καθημαγμένο λαό της, να οδηγηθεί και σε αύξηση του ποσοστού αυτού, αν το θηριώδες χρέος της (μνημονιακό κι αυτό επίτευγμα από ένα σημείο και πέρα) το απαιτήσει πράγμα που ασφαλώς θα οδηγήσει και τους δανειστές μας να αξιώσουν μια τέτοια δέσμευση. Ήδη προ διετίας περίπου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μιλούσε για μια τέτοια «αναγκαία» αύξηση του ποσοστού των πρωτογενών πλεονασμάτων. (Ας «ξεχάσουμε», ανάμεσα σε πολλά άλλα, και την υποθήκευση όσης δημόσιας περιουσίας δεν έχει ακόμα ξεπουληθεί).

Το 2%, δεν είναι απλά ένας ακόμα αντιαναπτυξιακός βρόγχος, δεν είναι απλά ένας «σκληρός»  όρος, δεν συνιστά απλά την ταφόπλακα για την ύπαρξη ενός στοιχειώδους Κοινωνικού Κράτους, δεν είναι απλά ένας αποικιακός όρος που διεκδικεί παγκόσμια πρωτοτυπία, είναι ένας εντελώς έξω από κάθε τραβηγμένη έννοια «ρεαλισμού» όρος, ανθρωπίνως αδύνατον να επιτευχθεί, ακόμα και για οικονομίες με πολύ πιο στέρεες οικονομικές βάσεις, πολύ πιο διαφοροποιημένες και διεθνοποιημένες ή και παγκοσμιοποιημένες, πολύ πιο «δυναμικές». Είναι ενδιαφέρον εδώ να υπογραμμίσουμε, μιας και μιλήσαμε παραπάνω για την ακρίβεια, τον «ευεργετικό» της ρόλο στα δημόσια έσοδα, μέσω των εισπραττόμενων μεγαλύτερων φόρων αν αυτοί υπολογίζονταν σε μικρότερες τιμές αγαθών και υπηρεσιών. Κάθε παράγων (όπως η ακρίβεια), που ευνοεί τα δημόσια έσοδα και μέσω αυτών στη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, πάντα σε συνδυασμό με την συρρίκνωση του Κοινωνικού Κράτους, είναι ευπρόσδεκτος.

Αλλά, αν τα αέναα πρωτογενή πλεονάσματα (μια και το θηριώδες χρέος κινδυνεύει κι αυτό να καταστεί αέναο) είναι, όπως ισχυριστήκαμε, εκτός των άλλων και αντιαναπτυξιακά, τότε γιατί τέθηκαν; Μια προφανής απάντηση είναι διότι οι δανειστές μας δεν είχαν και δεν έχουν κανένα καημό για την ανάπτυξη της Ελλάδας (στις χώρες τους έχουν να αντιμετωπίσουν δικά τους εσωτερικά σημαντικά ζητήματα). Όμως μπορούμε ίσως να «υποπτευθούμε» ότι, μεταξύ άλλων, ασφαλώς τέθηκαν και για να επισείεται η δαμόκλειος σπάθη «κοινωνικών» περικοπών, όποιων και όπως έμειναν, σε κάθε αρνητική απόκλιση από τον στόχο αυτό, πράγμα που θα επιτρέπει την εξωτερική παρέμβαση όχι μόνο για ζητήματα αμιγώς δημοσιονομικά μα και για ζητήματα που έχουν για την «Ευρώπη» (κυρίως τη Γερμανία, αλλά και τη Γαλλία ή και τις ΗΠΑ) γεωστρατηγικό ενδιαφέρον και διακυβεύονται ανάλογα εθνικά συμφέροντα των «Μεγάλων μας (εν Ευρώπη και Αμερική) Αδελφών», εδώ στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Κύπρο και στο Αιγαίο, και τα οποία συμφέροντα των «Μεγάλων μας Αδελφών», ίσως απαιτήσουν σε δεδομένη στιγμή, όπως θεωρώ ότι συνέβη με την Συμφωνία των Πρεσπών, η Ελλάδα να δείξει περισσότερο «ρεαλισμό» και «ευελιξία» στα ζητήματα των εθνικών της ευαισθησιών, ασφαλώς όχι χωρίς κάποια ανταλλάγματα σε ό,τι αφορά την «ανοχή» και την γενικότερη αντιμετώπιση της εξυπηρέτησης του χρέους. Άλλωστε, πλανάται ευρέως στον «αέρα» μια αίσθηση ότι κάτι «μαγειρεύεται» στα ελληνοτουρκικά τόσο στο ζήτημα του Αιγίου, όσο και της Κύπρου, όχι χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις από «Ευρώπη» και ΗΠΑ.

Ίδωμεν.

Έτσι, ό,τι μένει στο ελληνικό Κράτος, την Ελληνική Δημοκρατία, είναι η άσκηση πολιτικών ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας, που υποκατέστησαν και υποκαθιστούν σταθερά το Κοινωνικό Κράτος. Ασφαλώς είναι άλλο πράγμα το Κοινωνικό Κράτος, και άλλο πράγμα το Κράτος της Ελεημοσύνης, το Κράτος της Φιλανθρωπίας. Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε.

Όμως, το Σύστημα, με τα ενεργούμενά του, οφείλει να είναι «αυστηρό» με το Κράτος. Απαιτεί τουλάχιστον συνέπεια στην ελεημοσύνη και την φιλανθρωπία. Το να βλέπει κανείς αυτά τα ενεργούμενα, που έδωσαν μάχες για να εγκαθιδρυθεί το Μνημονιακό Κράτος, άλλοι δηλώνοντας υπερήφανοι για το «επίτευγμά» τους αυτό, άλλοι συμπεριφερόμενοι ως τα εκκρεμή (μισο-αποδεχόμενοι και μισο-απορρίπτοντας τα Μνημόνια) και άλλοι να τα ψηφίζουν μεν απορρίπτοντάς τα δε λεκτικά (η αποθέωση του πολιτικού κυνισμού), το να βλέπεις λοιπόν αυτά τα ενεργούμενα να δίνουν τις νέες τους «μάχες» υπέρ της ελεημοσύνης και της φιλανθρωπίας, με ύφος αυστηρό, και ουδείς να ομιλεί πλέον για τα Μνημόνια, αυτά «κανονικοποιήθηκαν» πλήρως ως πολιτική πραγματικότητα, ασφαλώς η εικόνα που εισπράττουμε είναι η εικόνα εκείνων που κλαίνε πάνω από το χυμένο γάλα. Διότι η Νεοφιλελεύθερη  Μνημονιακή Πραγματικότητα που επέβαλε, αυτό το ίδιο Κυρίαρχο Σύστημα εξουσίας, είναι ό,τι ζούμε, με προοπτικές χειροτέρευσης. Πηγή αυτής της πραγματικότητας και των δυσμενών της προοπτικών αποτελούν τα Νεοφιλελεύθερα Μνημόνια, που οδήγησαν επίσης και στην ουσιαστική κατάρρευση του Κράτους Δικαίου, του Κοινωνικού Κράτους, ενώ, ουσιαστικά υποθηκεύτηκε και η εθνική μας κυριαρχία.

Τι δέον γενέσθαι;

Ιδού το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου!

Θεωρητικώς, μπορούν να λεχθούν πολλά και ενδιαφέροντα.

Πρακτικώς όμως, πολύ λίγα έχουν ουσιαστική σημασία. Πρώτον δε όλων, και θα μείνω σ’ αυτό, ως αναγκαία συνθήκη εξόδου από το Μέλλον της Μνημονιακής Αθλιότητας που μας προσφέρεται, συνιστά το να αποφασίσουμε αν αυτό το Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας, ο Παλαιοκομματισμός που μας οδήγησε στην Κρίση, μας παρέδωσε στην Τρόικα και ανέλαβε στην συνέχεια την υπηρέτηση των εντολών και επιλογών της, θα εξακολουθήσουμε να το αποδεχόμαστε στη θέση του «ηγέτη», να συνεχίσει να καθοδηγεί τις τύχες μας, ή με τις πολιτικές μας επιλογές, θα κλονίσουμε την παντοδυναμία του, θα το αλλάξουμε, και κυρίως, ο λαός, καταστεί όντως η κυρίαρχη πηγή της κάθε εξουσίας, όπως ορίζει και το Σύνταγμα, διεκδικώντας πλέον, την συμμετοχή του στις λήψεις τουλάχιστον των εθνικών κρίσιμων αποφάσεων, μέσω δημοψηφισμάτων. Το μέλλον τούτης της χώρας, ή θα το ορίσει ο λαός, με άμεση (κατά τα ανωτέρω) συμμετοχή του τουλάχιστον στα μείζονα εθνικά θέματα (που θα διευρυνθούν και με τα μείζονος σημασίας οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα), ή θα αποδεχτούμε την τρέχουσα πραγματικότητα, όπου τα θέματα αυτά, αποφασίζονται από μια φούχτα ανθρώπων, των οποίων μάλιστα οι επιλογές επί αυτών των θεμάτων, ουδόλως είναι βέβαιο ότι αντικατοπτρίζουν τη γενική βούληση ή τη βούληση της πλειοψηφίας, για να μη πούμε ότι μετά βεβαιότητας μπορούμε να πούμε ότι για κάποια από αυτά, ή ότι για πολλά από αυτά τα θέματα, η δυσαρμονία είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ