Ακόμη και στο σκληρό δημοσιονομικό μαξιλάρι των 15,7 δισ. ευρώ προγραμματίζει να βάλει χέρι η κυβέρνηση για να στηρίξει το οικονομικό success story, αλλά σειρά αρνητικών εξελίξεων αποτελεί πραγματικό κόλαφο για την προσπάθειά της και επιβεβαιώνει ότι τα υποστυλώματα αυτά είναι εντελώς σαθρά.
Από τον
Ανδρέα Καψαμπέλη
Χωρίς την πολυαναμενόμενη επενδυτική βαθμίδα, με τη Eurostat να ανοίγει αιφνιδιαστικά θέμα νέου δυσμενούς υπολογισμού του δημόσιου χρέους, τις εγγυήσεις 17,5 δισ. ευρώ του Δημοσίου για το σχέδιο «Ηρακλής» των τραπεζών να αποτελούν βραδυφλεγή βόμβα και με το ΑΕΠ καθηλωμένο στα προ 25ετίας επίπεδα, ο κ. Μητσοτάκης -παρά τη μιντιακή ομερτά- βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού, διαπιστώνοντας ότι αντιμετωπίζει πλέον την «υποβάθμιση» της εμπιστοσύνης των ξένων και δη των Ευρωπαίων για τη δυνατότητά του να φέρει σε πέρας τις δεσμεύσεις του για την ελληνική οικονομία.
Στο εξωτερικό δεν θεωρούν πλέον ότι είναι «μακράς πνοής» η σημερινή κυβέρνηση, τουλάχιστον στον βαθμό που έδινε έως πρόσφατα αυτή την εικόνα. Η απώλεια 13 μονάδων στις ευρωεκλογές, η συνεχιζόμενη δημοσκοπική καθίζηση, το άσχημο εσωκομματικό κλίμα, κορυφή του οποίου είναι το αντάρτικο των 11 βουλευτών για τα «κόκκινα» δάνεια, το βαρύ κλίμα στον δημόσιο βίο λόγω διαφθοράς και σκανδάλων και το τέλμα στην προώθηση των λεγόμενων «μεταρρυθμίσεων» συνθέτουν αυτή τη στιγμή το ναρκοπέδιο για τη «γαλάζια» παράταξη. Ακόμη κι αν αντέξει έως το 2027, κάτι που ολοένα περισσότεροι αμφισβητούν λόγω των πιέσεων που ασκούνται για τη διευθέτηση και των εθνικών θεμάτων, η πορεία στο εξής προβλέπεται εξαιρετικά ασταθής, ενώ με τελειωμένη την αυτοδυναμία και χωρίς imperium όλα είναι στον αέρα για την επόμενη κυβέρνηση που θα κληθεί να διαχειριστεί και τον γόρδιο δεσμό του 2032.
Αν όλα αυτά φαντάζουν κάπως μακρινά, το περασμένο Σαββατοκύριακο η πολιτική αβεβαιότητα ήταν η βασική αιτία που ώθησε τον οίκο Moody’s να μη δώσει την επενδυτική βαθμίδα στη χώρα μας, προκαλώντας ψυχρολουσία στο Μέγαρο Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο. Οι Κ. Μητσοτάκης και Κ. Χατζηδάκης είχαν προεξοφλήσει ότι ο αυστηρότερος από τους διεθνείς οίκους θα συμπλήρωνε τον κύκλο των αναβαθμίσεων και ότι αυτό θα ήταν το πιο ισχυρό νέο όπλο τους όχι μόνο στην οικοδόμηση του success story αλλά και για τις επόμενες κινήσεις τους, με πρώτη τη δρομολόγηση της περαιτέρω αποπληρωμής των δανείων διάσωσης προς τις χώρες της ευρωζώνης.
Η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που τελικά δεν ήρθε, θα ήταν το τέλειο άλλοθι για να συνεχίσουν έως το τέλος του 2024 την πρόωρη αποπληρωμή (με 5 δισ. ευρώ) των δανειακών υποχρεώσεων, σπάζοντας αυτή τη φορά όμως το σκληρό μαξιλάρι των διαθεσίμων της χώρας. Αλλα 3 δισ. ευρώ προγραμματίζεται να δοθούν τον Δεκέμβριο του 2025. Θα πρέπει να προηγηθεί βεβαίως η άρση των περιορισμών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) για τα 15,7 δισ. ευρώ του δημοσιονομικού μαξιλαριού, το οποίο είχε εκταμιεύσει προς τη χώρα μας το καλοκαίρι του 2018. Τα χρήματα αυτά, λειτουργώντας ως «εγγύηση», είχαν μοναδική αποστολή να βοηθήσουν την Ελλάδα στην επάνοδό της στον δανεισμό από τις αγορές και να χρησιμοποιηθούν μόνο για να καλύψουν κάποια τυχόν ανεπιτυχή έκδοση ομολόγων του Δημοσίου.
Οι Ευρωπαίοι δεν έχουν ασφαλώς κανέναν λόγο (αντιθέτως…) να αρνηθούν την πρόωρη επιστροφή των χρημάτων τους, αλλά το ζήτημα αφορά την ελληνική πλευρά. Αν και προβάλλεται το επιχείρημα ότι είναι ευνοϊκά τα επιτόκια, η κυβέρνηση θα μπορούσε, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, να θέσει άλλη προτεραιότητα και να διαθέσει τα χρήματα αυτά για την τόνωση της πραγματικής οικονομίας και των ελληνικών νοικοκυριών που βρίσκονται σε παρατεταμένη ασφυξία. Από την άλλη πλευρά, όσο κι αν πανηγυρίζει, το δημοσιονομικό χαρτοφυλάκιο της χώρας κινδυνεύει να μείνει ανοχύρωτο σε συνθήκες οιονεί χρεοκοπίας, όπως μαρτυρούν όλοι οι δείκτες, απειλώντας με νέες περιπέτειες εάν γίνει διολίσθηση στον γκρεμό.
Ωστόσο ο κ. Μητσοτάκης επιδιώκει πάνω απ’ όλα να προβαίνει σε ενέργειες «καλής θέλησης» προς τους ξένους -είτε πρόκειται για οικονομικά είτε για διπλωματικά θέματα- προκειμένου να υπηρετεί το προσωπικό του προφίλ και να ενισχύει τις πιθανότητες να ανταμειφθεί μετά το τέλος της πρωθυπουργίας του με μια υψηλόβαθμη θέση στο εξωτερικό.
Παρά την προθυμία του πάντως οι σχεδιασμοί δεν φαίνεται να βγαίνουν και οι αποτυχίες λειτουργούν ως ντόμινο. Μετά τον πάγο από τον Moody’s, η επόμενη ψυχρολουσία έρχεται από τη Eurostat, η οποία ειδοποίησε ότι επίκειται αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του χρέους των κρατών της ευρωζώνης, κάτι που πλήττει καίρια τη δική μας χώρα και διασώζει έστω και προσωρινά την Ιταλία, που διαφορετικά θα βρεθεί αυτή στον πάτο της σχετικής ευρωπαϊκής κατάταξης.
Συγκεκριμένα, απαιτεί εκ των υστέρων να εγγραφούν στο χρέος από το 2025 οι μισοί από τους τόκους συνολικού ύψους 25 δισ. ευρώ του δανείου ύψους 96 δισ. ευρώ που πήρε η Ελλάδα από τον EFSF στην αρχή του δεύτερου Μνημονίου. Για τους άλλους μισούς αυτό θα γίνει αναδρομικά από το 2012 και έτσι η ενσωμάτωση των αναβαλλόμενων τόκων -όπως αποκαλούνται- υπολογίζεται πως θα προσθέσει επιπλέον 5-6 μονάδες στην αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ. Κι από 161,9% που είναι τώρα θα βρεθεί για τη χρήση του 2023 στο 167,5%, ενώ αναλογική επιβάρυνση θα υπάρχει λόγω της αναθεώρησης προς τα πάνω και για κάθε επόμενη χρονιά…
Η παταγώδης αποτυχία όλου του μνημονιακού πακέτου προκύπτει από το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος όταν οδηγήθηκε η χώρα στα σαγόνια του ΔΝΤ το 2010 ήταν ως ποσοστό του ΑΕΠ μόλις 126,8% και περίπου 270 δισ. ευρώ, ενώ σήμερα ξεπερνά τα 407 δισ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, η ελάφρυνση του χρέους σκοντάφτει στο μαραζωμένο ΑΕΠ της χώρας, του οποίου η όποια μικρή αύξηση είναι μόνο πληθωριστική. Μάλιστα το ψευδεπίγραφο της ανάπτυξης που επικαλείται η κυβέρνηση προκύπτει και από την αποκάλυψη ότι (σύμφωνα με ανάλυση της HellasFin Investment Services) το τωρινό ΑΕΠ με βάση τα στοιχεία του 2023 βρίσκεται στα επίπεδα του Σεπτεμβρίου 2001, ενώ, αν γίνει σύγκριση με το υψηλό των 252 δισ. ευρώ του Μαρτίου του 2008, το συνολικό εθνικό προϊόν υπολείπεται κατά 22%!
Η Ελλάδα στην πρέσα της Eurostat
Ενδεικτικό της πραγματικής κατάστασης και του σκοτεινού ορίζοντα είναι ότι παρά τις κυβερνητικές θριαμβολογίες η χώρα μας θα πρέπει ως το 2034 να έχει αποκλιμακώσει τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ κάτω από το 100%, ώστε να μπορεί να δανειοδοτηθεί με βάση τα επιτόκια που θα ισχύουν. Δεν αποκλείεται μάλιστα το δημόσιο χρέος να μεγαλώσει κι άλλο, καθώς η Eurostat έχει επανέλθει και για τα 17,5 δισ. ευρώ των κρατικών εγγυήσεων για το σχέδιο «Ηρακλής», απαιτώντας την εγγραφή τους, κάτι που θα σήμαινε ότι πρέπει συνολικά να γίνουν δημοσιονομικές προσαρμογές ύψους 29 δισ. ευρώ…
Η Eurostat πιέζει οι αλλαγές αυτές να ισχύσουν από τις 17 Οκτωβρίου. Γι’ αυτό και το κρίσιμο διάστημα -λόγω και των αλλαγών στη σύνθεση της Κομισιόν- είναι μεταξύ 9-11 Οκτωβρίου, όταν θα έρθουν στην Αθήνα οι επικεφαλής των θεσμών, όπως κατ’ ευφημισμόν έχουν μετονομαστεί οι εκπρόσωποι των δανειστών. Η κυβέρνηση δίνει -χωρίς πολλές ελπίδες- μάχη να κερδίσει μια παράταση έως την άνοιξη, διαφορετικά θα πρέπει να λάβει υπόψη όλα τα επώδυνα νέα στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού που υποχρεούται να καταθέσει στη Βουλή στις αρχές του επόμενου μήνα…
Πηγή: Κυριακάτικη «Δημοκρατία»