Η Ελλάδα είναι χώρα όπου δεν αντιµετωπίζεται η διαφθορά, έχει αδύναµη οικονοµία και υψηλό χρέος. Το συµπέρασµα αυτήν τη φορά δεν διατυπώνεται από τον γράφοντα. Αποτελεί αξιολόγηση του οίκου Moody’s, ο οποίος είναι υπεράνω κάθε υποψίας για σχέσεις µε το Documento. Λόγω αυτού δε του συµπεράσµατος η Ελλάδα δεν θα πάρει επενδυτική βαθµίδα, όπως διαβεβαίωνε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος µάλιστα την ταύτιζε µε την επιτυχία της πολιτικής του. Εµπειρικά µιλώντας, όταν ένας τέτοιος οίκος χαρακτηρίζει µια χώρα συνήθως επακολουθούν δηµοσιεύµατα που επιβεβαιώνουν τον χαρακτηρισµό και αποδίδουν αξιοπιστία και ισχύ στον οίκο. Οπότε, από τη στιγµή που τα του οίκου έγιναν εν δήµω, ο Μητσοτάκης δεν θα απολογείται µόνο για την αναξιοπιστία του και τις ψευδείς διαβεβαιώσεις περί βαθµίδας, αλλά πιθανόν να βρεθεί σε κλοιό διεθνών δηµοσιευµάτων για τη διαφθορά και την ανεπάρκεια της ελληνικής οικονοµίας.
Η διαφθορά φυσικά δεν είναι µόνο ελληνική υπόθεση. Η εξουσία γενικά είναι ταυτισµένη µε πράξεις διαφθοράς και η Ευρωπαϊκή Ενωση κατά καιρούς δίνει µαθήµατα στο πώς µπορούν οι πράξεις διαφθοράς να περάσουν µέσα από νοµοθετήµατα και πολιτικούς ευφηµισµούς περί πράσινης ανάπτυξης, προστασίας των πολιτών και χαµόγελα Φον ντερ Λάιεν.
Στην Ελλάδα ωστόσο η διαφθορά παρουσιάζει ιδιοµορφίες. Προέρχεται και συντηρείται από την κορυφή του πολιτικού συστήµατος και επιτυγχάνει την κανονικοποίησή της µε την οριζόντια διάχυση. Ο πολίτης που µαθαίνει να λειτουργεί µε τη µικροδιαφθορά είναι έτοιµος να κατανοήσει και να δικαιολογήσει τη διαφθορά στο µεγάλο τραπέζι από το οποίο συλλέγει κι αυτός ψίχουλα. Η ιστορική ρήση του Θόδωρου Πάγκαλου «µαζί τα φάγαµε» ήταν η έκφραση αυτής της πραγµατικότητας της καλλιεργηµένης συνενοχής.
Για να λειτουργεί το σύστηµα της διαφθοράς µε ασφάλεια απαιτείται ∆ικαιοσύνη που θα είναι ακίνδυνη για το ίδιο. Και αν, παρά τους σχεδιασµούς, υπάρχει πιθανότητα να αποκαλυφθεί και να τιµωρηθεί κάποιος διεφθαρµένος, τότε γίνονται νόµοι αµνήστευσης.
Σε ένα κράτος που δεν (θέλει να) λειτουργεί µε κανόνες η διαφθορά είναι ο µοναδικός τρόπος επιβίωσης. Σκεφτείτε έναν ιδιοκτήτη εστιατορίου που απειλείται και εκβιάζεται συνεχώς και απευθύνεται στην αστυνοµία για να βρει το δίκιο του. Αφού αποτύχει, θα προσλάβει µπράβους για να διαµορφώσει τους κανόνες λειτουργίας και την επιβίωσή του. Ο πολίτης σήµερα αντιλαµβάνεται την αποδοχή του µαφιόζικου κράτους ως µοναδικό τρόπο για να επιβιώσει. Η διαφθορά µπορεί να ενοχλεί τον καθένα, όπως ο µπράβος στην πόρτα του µαγαζιού, αλλά όταν δεν υπάρχει ελπίδα για να αλλάξει η κατάσταση η συνύπαρξη µε τη µαφία απλώς διαµορφώνει τους κανόνες.
Σε ένα από τα πρώτα άρθρα µετά την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ επέµενα ότι το στοίχηµα της κυβέρνησης και του Αλέξη Τσίπρα δεν ήταν η πάλη µε τα µνηµόνια αλλά η πάταξη της διαφθοράς, η οποία δεν είναι µόνο πολιτικός και ηθικός εκµαυλισµός αλλά µαύρη τρύπα για την οικονοµία. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να χτυπήσει τη διαφθορά όχι µόνο για λόγους αρχής, αλλά γιατί όσο λειτουργεί η διαφθορά στο δηµόσιο, στα νοσοκοµεία, στις τράπεζες, τις κατασκευές και τις εργολαβίες, όσος πλούτος κι αν παραχθεί, όσο χρήµα κι αν εξασφαλιστεί από τα κοινοτικά ταµεία, θα πέσει στη µεγάλη τρύπα της διαφθοράς. Από εκεί θα καταλήξει στις τσέπες ελάχιστων, οι οποίοι θα επιστρέψουν κάποια χρήµατα στους πολιτικούς τους ευεργέτες για να συνεχιστεί ο φαύλος κύκλος της επικράτησής τους. Αγκαλιά µε τη διαφθορά πάντα.
Η Ν∆ και το ΠΑΣΟΚ υπήρξαν τα ιστορικά κόµµατα της διαφθοράς (εξοπλισµοί, σκάνδαλο Siemens, εθνικοί εργολάβοι, τραπεζίτες µε κοφτερούς κυνόδοντες) και ακόµη και την εποχή των µνηµονίων υπέγραψαν «συµβόλαια» διαφθοράς, εµφανίζοντάς τα δήθεν ως απαιτήσεις των δανειστών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την εξουσία επιδεικνύοντας το ηθικό του πλεονέκτηµα, αλλά άφησε αλώβητες τις δοµές της διαφθοράς. Ακόµη κι αν υποθέσουµε (και έτσι είναι) ότι δεν είχε τα µέσα ενηµέρωσης για να γνωστοποιήσει στον κόσµο όσα διαδραµατίζονταν, ωστόσο είχε µαζί του –και δεν το χρησιµοποίησε– ένα µεγάλο ποσοστό της κοινωνίας που ήθελε να αλλάξουν όλα. Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγµα είναι το σκάνδαλο της Novartis. Υπήρχαν οι αποδείξεις για διαφθορά δισεκατοµµυρίων που αφορούσε γιατρούς και πολιτικούς, αλλά αντί να το καταδείξει στον κόσµο, να τον κατεβάσει στον δρόµο µε αιτήµατα κατά της διαφθοράς δηµιουργώντας ένα µεγάλο κίνηµα, έµεινε σε ένα ρόλο απολογίας για όσα έλεγαν τα διεφθαρµένα κόµµατα που επί της διακυβέρνησής τους εξελίχθηκε το σκάνδαλο. Σαν να µην έφτανε αυτό, υπήρχαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που χαρακτήριζαν ανοιχτά το σκάνδαλο διαφθοράς σκανδαλολογία και υπουργοί που έβλεπαν στο χτύπηµα της Novartis την επικινδυνότητα να αποκαλυφθούν οι δικές τους σχέσεις µε φαρµακευτικές.
Το αποτέλεσµα είναι γνωστό. Η Novartis πλήρωσε στις ΗΠΑ για το σκάνδαλο, οι µάρτυρες που τους βάφτισαν κουκουλοφόρους ήταν πλήρως αξιόπιστοι και µοιράστηκαν περί τα 30 εκατοµµύρια ως bonus, ενώ ο άλλος µάρτυρας που κατήγγειλε δήθεν ότι η υπόθεση ήταν µια σκευωρία στην οποία τον έβαλαν να πάρει µέρος καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης ως ψευδοµηνυτής. Οι εισαγγελείς που έκαναν τη δουλειά τους σύρθηκαν στο ειδικό δικαστήριο, ενώ µε την ίδια µεθοδευµένη δικαστική διαδικασία επιχείρησαν να βάλουν φυλακή την αφεντιά µου και άλλους δηµοσιογράφους.
Και µόνο η υπόθεση της Novartis αποκαλύπτει την αδυναµία, την ανικανότητα, ενδεχοµένως και τη συµπόρευση µερίδας αξιωµατούχων του ΣΥΡΙΖΑ µε το σύστηµα διαφθοράς (η Ιστορία αναµφίβολα θα αποδείξει) την εποχή που αποδεδειγµένα είχε µαζί του το 32% των ψηφοφόρων.
Ούτε νοµοθετικά ο ΣΥΡΙΖΑ δηµιούργησε τις προϋποθέσεις για να χτυπηθεί η διαφθορά. ∆εν υπήρξε καµία νοµοθετική τοµή που να αφορά το χτύπηµα των διεφθαρµένων και των µεθόδων τους. Τίµιοι δικαστές ένιωσαν ότι δεν είχαν καµία προστασία και, όπως οµολογούν σήµερα, διαισθάνονταν τότε ότι όποιος βγει µπροστά απλώς θα µείνει µόνος του. ∆εν υπήρχε καµιά πολιτική εγγύηση για κάθαρση.
Αντί για χτύπηµα της διαφθοράς, ο υπουργός ∆ικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ µε τους Ποινικούς Κώδικες που ψήφισε συνέβαλε στο να κλείσουν µεγάλες υποθέσεις διαφθοράς. Για παράδειγµα, στην περίπτωση της δωροδοκίας η ενεργητική δωροδοκία (αφορά αυτόν που δωροδοκεί) που ήταν κακούργηµα µετατράπηκε σε πληµµέληµα, ενώ η παθητική δωροδοκία παρέµεινε κακούργηµα. Για το ίδιο αδίκηµα υπήρξε διαφορετικός νοµικός χαρακτηρισµός, προς όφελος φυσικά του επιχειρηµατία που δωροδόκησε τον υπάλληλο. Επίσης, τα αδικήµατα της υπεξαίρεσης, της απάτης και της κλοπής µε βάση τον ίδιο Ποινικό Κώδικα διώκονταν πλέον όχι αυτεπάγγελτα αλλά κατ’ έγκληση. Επρεπε δηλαδή κάποιος να υποβάλει µήνυση εντός τριών µηνών. Με τη συγκεκριµένη νοµική πρόβλεψη τραπεζίτες και όσοι «πελάτες» εξαπάτησαν και υπεξαίρεσαν χρήµατα από τράπεζες έπρεπε να µηνύσουν τον εαυτό τους για να διωχθούν. Το έγκληµα ολοκλήρωσε ο Μητσοτάκης µε τη δική του νοµική ρύθµιση.
Η µαύρη τρύπα της διαφθοράς, γύρω από την οποία έκαναν βόλτες ο ΣΥΡΙΖΑ και τα µεγαλοστελέχη του, κατάπιε και τους ίδιους.
Φυσικά, όταν επιτρέπεις να επικρατεί κάτι κακό ως αναγκαίο, τότε το µόνο που κάνεις είναι να δείχνεις στον κόσµο ότι καλώς συµβαίνει και απλώς πρέπει να βρει αυτόν που θα το εκφράσει καλύτερα. Κι έτσι βρέθηκε ο Μητσοτάκης.