Μία από τις δεσπόζουσες προσωπικότητες της Προσωκρατικής περιόδου της Ελληνικής φιλοσοφίας, είναι ο Αναξίμανδρος από την Μίλητο της Ιωνίας (611 π.Χ.-547 π.Χ.).
Ο Μιλήσιος σοφός θεωρείται ως μαθητής του μεγάλου σοφού Θαλού (Ευσεβίου, Ευαγγελική Προπαρασκευή, 10,14,11,1), ενώ κύρια ασχολία του υπήρξε ο προσδιορισμός της αρχής του κόσμου. Το ενδιαφέρον του επίσης εστιάστηκε και στην αστρονομία, καθώς κατασκεύασε όργανα (γνώμονες) προς διάγνωσιν τροπών τε ηλίου και χρόνων και ωρών και ησιμερίας (Ευσεβίου, Ευαγγελική Προπαρασκευή, 10,14,12).
Επιπλέον, τοποθετούσε την Γη στο κέντρο του σύμπαντος, με την Σελήνη παράλληλα να φωτίζεται από τον Ήλιο, τον οποίον θεωρούσε ως καθαρώτατον πύρ. Παραδίδεται επίσης ότι υπολόγισε την περίμετρο της γης και της θαλάσσης, ενώ κατασκεύασε και σφαίρα (Δ., Λαερτίου, Βίοι, 2,1-2), περί της οποίας ο φυσικός Δ. Μακρυγιάννης υποστηρίζει ότι ενδεχομένως να επρόκειτο για μία ουράνια σφαίρα που απεικόνιζε τις θέσεις των αστερισμών (Δ., Μακρυγιάννη, 2000, σ.179).
Πέραν όμως των επιστημονικών του ενδιαφερόντων, ο Αναξίμανδρος είχε αναπτύξει και έντονη πολιτική δράση, καθώς όπως μας παραδίδει ο Αιλιανός ηγήθηκε του αποικισμού της Απολλωνίας από την Μίλητο (Αιλιανού, Ποικίλη Ιστορία, 3,17,9-10), γεγονός που καταδεικνύει ότι υπήρξε μία πολυσχιδής προσωπικότητα που συνδύασε την επιστημονική σκέψη με την πολιτική δράση.
2. Η διδασκαλία για το άπειρον
Η κοσμολογία του Αναξιμάνδρου βασίζεται σε αυτήν του διδασκάλου του Θαλού, ο οποίος προσδιόριζε ως μοναδική αρχή του κόσμου το ύδωρ. Ο όρος αρχή μάλιστα, υποστηρίζεται ότι πρωτίστως εισήχθη από τον Αναξίμανδρο (Κ., Δ., Γεωργούλη, Ιστορία, σ. 46).
Ο Αναξίμανδρος κινήθηκε στο ίδιο πλαίσιο με τον διδάσκαλό του Θαλή, αναζητών την μοναδική αιτία της προελεύσεως του σύμπαντος.
Παραταύτα καινοτόμησε εν σχέσει προς τον δάσκαλό του, μη αποδίδοντας την αρχή του κόσμου ούτε στο ύδωρ, ούτε σε κάποιο άλλο στοιχείο, αλλά στο άπειρον, εκ του οποίου προέρχονται όλοι οι κόσμοι.
Το άπειρον, συμφώνως προς τον Αναξίμανδρο, αποτελεί τον παράγοντα από τον οποίο προέρχονται και στον οποίο καταλήγουν τα όντα μετά τον θάνατό τους, συμφώνως προς την δύναμη της ανάγκης.
Ουσιαστικά δηλαδή, το άπειρον λειτουργεί σαν ένα αρχικό υπόστρωμα από το οποίο προέρχεται η γένεση, η μεταβολή και ο θάνατος των όντων.
Ο Σιμπλίκιος μάλιστα, αναζητώντας τα αίτια της θεωρήσεως του απείρου ως αρχής των όντων, επισημαίνει ότι ο Αναξίμανδρος αφού παρετήρησε τις αλληλομετατροπές που υφίστανται τα τέσσερα στοιχεία (πύρ, αήρ, ύδωρ, γη), θεώρησε αναγκαία την ύπαρξη ενός αναλλοίωτου αρχικού υποκειμένου που δεν σχετίζεται με αυτά (Σιμπλικίου, Εις Φυσικά, 24,13 κ.ε. Αναξ. Α΄ 9). Επομένως το άπειρον δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως η υλική αρχή του κόσμου, αλλά ως μία αρχή που έχει όλα εκείνα τα γνωρίσματα του ακαθορίστου.
Έτσι διαπιστώνεται υπό του Αναξιμάνδρου ότι το ακαθόριστο εκδηλώνεται, πλην όμως δεν μπορεί να μιλήσει περί αυτής της εκδηλώσεως, εξ’ αιτίας του γεγονότος ότι ως άπειρον δεν μετρείται, έτσι ώστε η ακαθόριστη αρχή δεν περιέχεται εντός του γνωστικού πλαισίου (Ν., Γ., Πολίτου, 2004, σ. 99).
Τα κυριώτερα χαρακτηριστικά του αναξιμάνδρειου απείρου όπως μας τα μεταφέρει ο Αριστοτέλης (Αριστοτέλους Φυσικής Ακροάσεως, 203 b, 6-14) είναι τα εξής:
1) Δεν διαθέτει αρχή.
2) Επειδή ακριβώς αποτελεί αρχή, είναι αγέννητο και άφθαρτο, εν αντιθέσει κάθε γενόμενον, το οποίο κατ΄ανάγκην υπόκειται στην φθορά.
3) Περιέχει τα πάντα και συνάμα κυβερνά τα πάντα.
4) Αποκαλείται θείον, καθώς είναι αθάνατον και ανώλεθρον.
Από τα χαρακτηριστικά αυτά του απείρου διαπιστώνουμε ότι εφόσον δεν ταυτίζεται με κάποιο από τα τέσσερα στοιχεία (πύρ, αήρ, ύδωρ, γη), στην ουσία αναφέρεται σε μία κατάσταση που προϋπήρχε του αισθητού μας σύμπαντος.
Το γεγονός ωστόσο ότι ο Αναξίμανδρος δεν προσδιόρισε την πραγματική φύση του απείρου απετέλεσε αφορμή για να επικριθεί από τον δοξογράφο Αέτιο (1ος αι. π.Χ.), καθώς δεν το ταυτίζει με κάποιο εκ των τεσσάρων στοιχείων (Αετίου, De Plac., Ι, 3, 3 και Αναξιμάνδρου, A 14).
Προφανώς ο Αέτιος θεώρησε ότι εφόσον οι εκπρόσωποι της ιωνικής διανοήσεως συνέδεσαν την αρχή του κόσμου με ένα απτό στοιχείο (ο Θαλής το ύδωρ και ο Αναξιμένης τον αέρα), αντιστοιχως θα έπρεπε και ο Αναξίμανδρος να συμβολίσει το άπειρον με ένα στοιχείο από τον φυσικό κόσμο.
Ακόμη μάλιστα και ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι ο Μιλήσιος σοφός δεν διευκρινίζει τον τρόπο δια του οποίου δημιουργήθηκαν τα αντίθετα από το άπειρον (Αριστοτέλους, Φυσικής Ακροάσεως, 187a,
20).
Ωστόσο, στόχος της διδασκαλίας του Αναξιμάνδρου ήταν να καταδείξει ότι η αρχή του κόσμου είναι απρόσιτη στις ανθρώπινες αισθήσεις, τονίζοντας τοιουτοτρόπως τα υπερβατικά του χαρακτηριστικά.
Αναφορικά με τον χαρακτηρισμό του απείρου ως θείου, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η πληροφορία που μεταφέρει ο Σιμπλίκιος, συμφώνως προς την οποία ονομάζουν θείον το αίτιο ως αρχή κι ως αγέννητο και άφθαρτο.
Ως τέτοιο θεωρούσε ο Αναξίμανδρος το μεταξύ πυρός και αέρον άπειρον. Και δεν ήταν άτοπο εφόσον το αποκαλούσε θείον, αλλά μάλλον αυτό ήταν αναγκαίο. Με αυτόν τον τρόπο απεδείκνυε ότι ο θεός ευρίσκεται υπεράνω αυτού, καθώς θείον είναι αυτό που μετέχει του θεού (Σιμπλικίου, Ει Φύς. 465,13-17).
Προφανώς ο Αναξίμανδρος δεν ταυτίζει το άπειρον ως Θεό, όπως ευρέως έχει υποστηριχθεί, αλλά αντιθέτως ως μετέχον του θείου, το οποίο ίσταται υπεράνω αυτού. Κατά συνέπεια, το άπειρον αποτελεί την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ του Θεού και του κόσμου.
3. Το άπειρον και η κοσμική δικαιοσύνη
Μία ενδιαφέρουσα παράμετρος της διδασκαλίας του Αναξιμάνδρου περί του απείρου, είναι το ζήτημα της κοσμικής δικαιοσύνης.
Συγκεκριμένως ο Αναξίμανδρος, συμφώνως προς όσα μας μεταφέρει ο Σιμπλίκιος, υπεστήριζε ότι εξ’ εκείνων δε από τα οποία υπάρχει εις τα όντα η γένεσις, σε αυτά γίνεται και η φθορά τους, συμφώνως προς το χρέος (κατά το χρεών).
Διότι τα όντα δικάζονται (διδόναι δίκην) και αποδίδουν το ένα στο άλλο αποζημίωση, συμφώνως προς την προσταγή του νόμου (κατά την του χρόνου τάξιν) (Σιμπλικίου, Εις Φυς. 24,18-20).
Στην προκειμένη περίπτωση είναι σαφές ότι τα όντα όταν λάβουν την ύπαρξή τους από το άπειρον, είναι υποχρεωμένα να καταβάλλουν ένα τίμημα, το οποίο ισοδυναμεί με την καταστροφή τους.
Το άπειρον όμως, δεν διέπεται από τους νόμους της παγκοσμίου αιτιοκρατίας, καθώς παραμένει αμετάβλητο, προκειμένου να χορηγεί στα όντα την υπόστασή τους (Κ. Νιάρχου, 2008, σ. 83).
Το γεγονός ωστόσο ότι ο Αναξίμανδρος τοποθετεί στην θέση του κριτή των όντων τον χρόνο, καταδεικνύει ότι είχε αντιληφθεί πως η φθορά των όντων που ευρίσκονται στον κόσμο και κατ’ επέκτασιν στον χρόνο, είναι αναγκαία παράμετρος της φύσεώς τους. Κατά μία άποψη μάλιστα, τα όντα λόγω ακριβώς του πεπερασμένου της υπάρξεώς τους, έχουν μία φυσική τάση προς την αδικία, γεγονός δικαιολογεί και την καταδίκη τους από τον μέγα δικαστή του παντός, τον χρόνο (Κ., Γεωργούλη, 2000, σ. 49).
Είναι προφανές εξ’ αυτών ότι ο Αναξίμανδρος έχει εντάξει στο κοσμολογικό σύστημα την έννοια της εσωτερικής ισορροπίας του Σύμπαντος, καθώς η απόδοση της δικαιοσύνης στα όντα ουσιαστικώς εγγυάται ότι υπάρχει ένας υπερβατικός παράγων, ο οποίος εγγυάται την κοσμική ισορροπία.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Αναξίμανδρος έχει επισημάνει μία θεμελιώδη ιδιότητα του κοσμικού συστήματος, η οποία είναι γνωστή στην σύγχρονη φυσική, χάρη στον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής.
Συμφώνως προς αυτόν τον νόμο η συνολική ποσότητα χάους ή αταξίας που υπάρχει στο Σύμπαν, διαρκώς αυξάνεται. Η οποιαδήποτε δραστηριότητα λαμβάνει χώρα στον κόσμο, από την κίνηση ενός αυτοκινήτου, μέχρι και τον θάνατο ενός αστέρος, συντελεί στην αύξηση της συνολικής συμπαντικής αταξίας. Όπως λοιπόν όλα τα όντα υπακούουν στον αδήριτο νόμο της φθοράς, κατά τον ίδιο τρόπο και το Σύμπαν θα πρέπει κάποια στιγμή να πάψει να υπάρχει (M. Kaku,. 2005, σ.372-373).
Ο Αναξίμανδρος επομένως, εθεώρησε το άπειρον εκτός από δημιουργικό αίτιο του κόσμου, ως τον υπερβατικό παράγοντα που συντελεί στην συμπαντική αρμονία.
Επίλογος
Η παραπάνω μελέτη κατέδειξε, ότι στην σκέψη του Αναξιμάνδρου το Σύμπαν δημιουργείται από μία ακαθόριστη αρχή που ονομάζεται άπειρον. Παρά το γεγονός ότι το άπειρον χαρακτηρίζεται ως θείον, εντούτοις δεν είναι θεός, καθώς το υπέρτατο ον ίσταται υπεράνω αυτού.
Στο άπειρον όμως δεν οφείλεται μόνο η δημιουργία των όντων, αλλά και η φθορά που υφίστανται, η οποία αποτελεί το τίμημα που καταβάλλουν για την ύπαρξή τους. Η μορφή αυτή κοσμικής δικαιοσύνης που εισηγείται ο Αναξίμανδρος, εγγυάται στην πραγματικότητα την εσωτερική ισορροπία του Σύμπαντος.
Η διδασκαλία του Αναξιμάνδρου επομένως, δεν αναφέρεται μόνο στην δημιουργία και φθορά του κόσμου, αλλά και στην εσωτερική αρμονία εκ της οποίας διέπεται.
Του Κωνσταντίνου Καλαχάνη, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το κείμενο αναρτήθηκε για πρώτη φορά στο Αντίφωνο, Αρχαία Ελληνικά