Ο Αναξίμανδρος ήταν κι αυτός Μιλήσιος, λίγο νεότερος από τον Θαλή. Λέγεται ότι ήταν φίλος, σύντροφος ή και μαθητής του Θαλή – αν και είναι μάλλον υπερβολικό να μιλούμε για σχέση συστηματικής μαθητείας ανάμεσα σε φιλοσόφους σε μια τόσο πρώιμη εποχή. Οι δύο άνδρες λοιπόν, ως συμπολίτες και σύγχρονοι, θα γνωρίζονταν, και το πιο πιθανό είναι ο πρεσβύτερος Θαλής να λειτούργησε ως πρότυπο για τον νεότερο Αναξίμανδρο.
Στην επίδραση του Θαλή ίσως θα πρέπει να χρεωθεί η συστηματική ενασχόληση του Αναξίμανδρου με τα αστρονομικά και τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Κοινό είναι το ενδιαφέρον τους για τα αξιοπερίεργα γεγονότα του φυσικού κόσμου, η τάση για επιτόπια παρατήρηση, η αποδέσμευση από τον μυθολογικό τρόπο σκέψης. Ο Αναξίμανδρος όμως προχώρησε πολύ περισσότερο. Στο έργο του μπορεί να διακρίνει κανείς μια σφαιρική σύλληψη της φυσικής πραγματικότητας, μια σύλληψη καθαρά φυσιοκρατική, η οποία καθόρισε την εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης.
Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του Αναξίμανδρου. Φαίνεται ότι οι μεταγενέστεροι θεώρησαν πιο σημαντικό να διασώσουν στοιχεία για τη σκέψη του παρά για την προσωπικότητά του – το αντίθετο δηλαδή από ό,τι συνέβη με τον Θαλή. Από όσα λοιπόν γνωρίζουμε, γεννήθηκε από έλληνες γονείς γύρω στο 610 π.Χ. στη Μίλητο, όπου έζησε και όλη του τη ζωή. Δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερη ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα της πατρίδας του, εκτός από τη συμμετοχή του στην ίδρυση μιας νέας αποικίας. Ούτε ακολούθησε την τάση της εποχής του για εξωτικά ταξίδια, μολονότι είναι εξοικειωμένος με τις επιστημονικές επιτεύξεις των ανατολικών πολιτισμών. Το πιο μακρινό ταξίδι του ήταν στη Σπάρτη, όπου λέγεται ότι εγκατέστησε κάποια μορφή ηλιακού ρολογιού. Οι φυσικές του θεωρήσεις είχαν συγκεντρωθεί αρκετά νωρίς σε ένα σύγγραμμα, αφού, όπως θα δούμε, έχει διασωθεί ένα απόσπασμα του έργου του, μια αυθεντική δηλαδή φράση του Αναξίμανδρου. Το σύγγραμμα αυτό, που ήταν διατυπωμένο σε πεζό λόγο, δεν αποκλείεται να γράφηκε από τον ίδιο, αν και το πιο πιθανό είναι να αποτελεί πιστή καταγραφή των απόψεών του από κάποιους μεταγενέστερους. Ως μαθητής του αναφέρεται ο κατά 25 χρόνια νεότερος Αναξιμένης, ίσως γιατί είναι ολοφάνερη η συνάφεια των θεωριών τους.
Ο Αναξίμανδρος ήταν ο πρώτος που σχεδίασε έναν χάρτη της οικουμένης. Λίγο αργότερα τον ακολούθησε στη σχεδίαση των χαρτών ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, ο πρώτος ιστορικός και γεωγράφος της αρχαιότητας. Οι χάρτες πάντως του Αναξίμανδρου και του Εκαταίου δεν θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ακριβείς, αν κρίνουμε από την αντίδραση του Ηροδότου: «Γελώ όταν βλέπω τους χάρτες της Γης, που πολλοί ως τώρα έχουν σχεδιάσει χωρίς μυαλό· σχεδιάζουν τον Ωκεανό να κυλά γύρω από τη Γη, τη Γη κυκλική σαν να βγήκε από τόρνο, και κάνουν την Ασία ίση με την Ευρώπη» (Ιστορίαι 4.36). Ωστόσο, πριν βιαστούμε να συμφωνήσουμε με τον Ηρόδοτο, καλό θα ήταν να επανέλθουμε στον χάρτη του Αναξίμανδρου.
2.1. Η γέννηση του κόσμου
Στο επίκεντρο της σκέψης του Αναξίμανδρου είναι η κοσμογονική αναζήτηση. Η διδασκαλία του Θαλή για τον πρωταρχικό ρόλο του νερού θα πρέπει να δημιούργησε ένα πρότυπο το οποίο ακολούθησαν οι άμεσοι επίγονοί του. Ενώ όμως ο Θαλής, όπως είδαμε, διατύπωσε κάποιες νύξεις μόνο για την προτεραιότητα του υγρού στοιχείου, στον Αναξίμανδρο βρίσκουμε μια πλήρως ανεπτυγμένη κοσμολογία, που αρχίζει από τη γέννηση του Κόσμου και φτάνει ως την εμφάνιση των ζωντανών οργανισμών και του ανθρώπου. Ο σημερινός αναγνώστης είναι φυσικό να εντυπωσιάζεται από την πρωτοτυπία και από τα προδρομικά στοιχεία της αναξιμάνδρειας κοσμολογίας, ίσως όμως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της να είναι η τάση για πληρότητα. Ο Αναξίμανδρος αισθάνεται την ανάγκη να εξηγήσει κάθε πλευρά του σύμπαντος που μας περιβάλλει, να δώσει μια συστηματική γενεαλογία του φυσικού κόσμου. Στην προσπάθειά του αυτή θα αξιοποιήσει τις προγενέστερες απόψεις αλλά και ένα πλήθος εμπειρικών παρατηρήσεων, τις οποίες θα πρέπει να συνέλεξε μόνος του. Όταν ωστόσο τα εμπειρικά δεδομένα είναι ανεπαρκή (πράγμα απολύτως φυσικό για ένα τόσο πρώιμο στάδιο σκέψης), δεν διστάζει να διατυπώνει τολμηρές θεωρήσεις, καθώς πρώτιστο μέλημά του είναι να φτάσει σε μια συνολική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας.
Ο κόσμος λοιπόν προήλθε, κατά τον Αναξίμανδρο, από ένα πρωταρχικό υλικό, αιώνιο και άφθαρτο, που αποκαλείται «άπειρο». Από το άπειρο αποχωρίστηκαν οι δύο βασικές αντίθετες δυνάμεις, του θερμού και του ψυχρού. Το θερμό πήρε τη μορφή πύρινης σφαίρας, και το ψυχρό τη μορφή νεφελώδους αέρα. Η πύρινη σφαίρα τύλιξε τον νεφελώδη αέρα, και στο εσωτερικό του συμπυκνώθηκε η Γη. Στη συνέχεια η πύρινη σφαίρα εξερράγη, εκτινάχθηκαν δακτύλιοι φωτιάς και αέρα και έτσι σχηματίστηκαν ο Ήλιος, η Σελήνη και τα άστρα. Η ακίνητη Γη καταλαμβάνει το κέντρο του σύμπαντος, που θα πρέπει να το φανταστούμε κλειστό και ίσως σφαιρικό, και γύρω από τη Γη κινούνται οι δακτύλιοι των ουρανίων σωμάτων, με τον Ήλιο να τοποθετείται στην πιο απομακρυσμένη από τη Γη θέση και τα άστρα στην πιο κοντινή. Ένας κοσμικός άνεμος είναι υπεύθυνος για τα κύρια μετεωρολογικά φαινόμενα. Προκαλεί τη βροντή και την αστραπή, την κίνηση των νεφών, ίσως και των άστρων, τη συμπύκνωση των υδρατμών η οποία καταλήγει στη βροχή.
Η αρχική κατάσταση της Γης ήταν υγρή. Ο Ήλιος με τη θερμότητά του προκαλεί τη βαθμιαία αποξήρανση της επιφάνειας της Γης, με τον περιορισμό του υγρού στοιχείου στη θάλασσα, ενώ δημιουργεί και ευνοϊκές συνθήκες για τη γέννηση της ζωής. Η ζωή, κατά τον Αναξίμανδρο, ξεκίνησε από τη θάλασσα. «Τα πρώτα ζώα γεννήθηκαν στο υγρό στοιχείο και είχαν αρχικά αγκαθωτό κέλυφος· καθώς μεγάλωναν, έβγαιναν στην ξηρά, έσπαζε το κέλυφός τους και ζούσαν με έναν διαφορετικό τρόπο» (Αέτιος 5.19.4). Ο άνθρωπος προήλθε από άλλο ζωικό είδος, μάλλον από τα ψάρια, αφού, «καθώς χρειάζεται μακροχρόνια μητρική φροντίδα, θα ήταν αδύνατο να επιβιώσει αν αυτή [η ανθρώπινη] ήταν η αρχική του μορφή» (Ψευδοπλούταρχος, Στρωματείς 2). Έτσι λοιπόν ενηλικιώθηκε μέσα σε ιχθυόμορφα πλάσματα και βγήκε από αυτά όταν πια ήταν ικανός να συντηρήσει τον εαυτό του.
Η συνοπτική αυτή περιγραφή δείχνει πρώτα απ᾽ όλα πόσο μακριά από τη μυθολογική σκέψη είναι η κοσμολογία του Αναξίμανδρου. Ο Αναξίμανδρος σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται σε έναν σωστό συνδυασμό εμπειρικής παρατήρησης και λογικού συλλογισμού. Από την παρατήρηση ότι ο άνθρωπος χρειάζεται αισθητά μεγαλύτερη φροντίδα από τα άλλα ζώα για να γίνει ικανός προς επιβίωση, φτάνει στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος προήλθε από άλλο ζωικό είδος. Η επιλογή τώρα της χρονικής προτεραιότητας των ψαριών θα πρέπει να ξεκίνησε από την κοινή διαπίστωση ότι το υγρό στοιχείο ευνοεί την ανάπτυξη της ζωής. Αυτή ωστόσο η γραμμή της σκέψης δεν μπορεί να καλύψει και τομείς της κοσμολογίας όπου δεν είναι δυνατόν να έχει κανείς εμπειρικές παρατηρήσεις. Για παράδειγμα, τι μπορεί να παρατηρήσει κανείς για την υφή και την προέλευση των άστρων; Ίσως είναι εύλογο να αποδώσει κανείς στα άστρα πύρινη φύση, αφού είναι πηγές φωτός και, στην περίπτωση του Ήλιου, θερμότητας. Για τη γέννησή τους όμως και την απόστασή τους από τη Γη, η εμπειρία ελάχιστα μας βοηθά. Εδώ ακριβώς έρχεται η τολμηρή φαντασία του Αναξίμανδρου να καλύψει κάθε κενό. Και καταρχήν στην επιλογή του μυστηριώδους «απείρου».
2.2. Τι είναι το άπειρο του Αναξίμανδρου;
Η φήμη του Αναξίμανδρου ως φιλοσόφου οφείλεται κατά κύριο λόγο στην καινοτομική του απόφαση να προβάλει ως αρχή των πάντων το άπειρο. Μας φαίνεται σχετικά εύκολο να αντιληφθούμε πώς ο Θαλής έφτασε στο νερό και γιατί το τοποθέτησε στην αφετηρία της κοσμικής δημιουργίας: υποθέτουμε ότι θα πρέπει να αναζήτησε ένα υλικό από την καθημερινή του εμπειρία, ένα υλικό με ιδιαίτερη διάδοση και ισχύ, ένα υλικό που συνδέεται με τη ζωή. Με την ίδια συλλογιστική μπορούμε να καταλάβουμε την επιλογή του αέρα ως πρωταρχικού στοιχείου από τον τρίτο Μιλήσιο, τον Αναξιμένη: εδώ βαραίνει η πανταχού παρουσία του αέρα, η μεγάλη του κινητικότητα, η συμβολή του στην αναπνοή, και άρα στη ζωή. Πώς δικαιολογείται όμως η επιλογή του απείρου; Τι μπορεί να εννοεί ο Αναξίμανδρος όταν ισχυρίζεται ότι τα πάντα γεννιούνται από το άπειρο;
Οι μαρτυρίες των αρχαίων φιλοσόφων δεν μας προσφέρουν δυστυχώς ιδιαίτερη βοήθεια, αφού οι πιο αξιόπιστοι από αυτούς, ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος, αντιμετωπίζουν με αμηχανία το αναξιμάνδρειο άπειρο. Εκείνο που γνωρίζουμε με κάποια βεβαιότητα είναι ότι ο Αναξίμανδρος υποστήριξε ότι το άπειρο «περιέχει τα πάντα και κυβερνά τα πάντα», και ότι το χαρακτήρισε αιώνιο, αθάνατο («ανώλεθρο», «αγέραστο») και «θείο» (Αριστοτέλης, Φυσικά 203b7· πρβ. Ιππόλυτος, Έλεγχος1.6.1-2). Φαίνεται ότι απέφυγε να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις για τη φύση του απείρου. Του απέδωσε ιδιότητες και χαρακτηρισμούς που μας είναι γνωστοί από την ομηρική περιγραφή των θεών (την κυριαρχία, την αιωνιότητα, την αθανασία), και το εξέλαβε ως κοσμογονική αρχή. Για την ερμηνεία του απείρου θα πρέπει επομένως να στηριχθούμε στις δικές μας υποθέσεις.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το τι δεν μπορεί να εννοεί ο Αναξίμανδρος. Αποκλείεται να έχει στον νου του την έννοια του μαθηματικού απείρου, μιας αφηρημένης δηλαδή έννοιας που συνδέεται με την έκταση των σχημάτων στον χώρο και με τη διαδοχή των αριθμών. Την εποχή του Αναξίμανδρου τα ελληνικά μαθηματικά, ως αφηρημένο και συνεκτικό σύστημα σκέψης, δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί. Δεν μπορεί επίσης να έχει στον νου του μια άυλη οντότητα, μια οντότητα χωρίς «σώμα», αφού όλες οι έννοιες των πρώτων φιλοσόφων, ακόμη και εκατό χρόνια μετά τον Αναξίμανδρο, αναφέρονται σε υπαρκτές, υλικές οντότητες – το Ον του Παρμενίδη περιγράφεται ως σφαιρικό, ενώ οι αριθμοί των Πυθαγορείων έχουν σχήμα και όγκο. Το άπειρο λοιπόν πρέπει να είναι κάτι το σωματικό και το υλικό, κάτι που καταλαμβάνει έναν χώρο.
Ο Αναξίμανδρος είναι μάλλον ο πρώτος που χρησιμοποίησε το ουσιαστικό «το άπειρο». Επίθετα όμως από την ίδια ρίζα είναι γνωστά από την επική ποίηση. Ο Όμηρος αποκαλεί συχνά «άπειρη» τη γη και τη θάλασσα, λόγω της πολύ μεγάλης τους έκτασης, αλλά και ένα μεγάλο κοπάδι με κατσίκες, ένα πολυάριθμο πλήθος ανθρώπων, ακόμη και τα άλυτα δεσμά ή τον βαθύ ύπνο του Οδυσσέα (Οδύσσεια ι 118, Ιλιάδα Ω 776, Οδύσσεια τ 174, θ 340, η 286). «Άπειρο» λοιπόν χαρακτηρίζεται αυτό που καταλαμβάνει μια τεράστια, απέραντη έκταση, κάτι που είναι τόσο πολυπληθές ώστε να μοιάζει αμέτρητο, και γενικά κάτι που δεν μπορούμε να διατρέξουμε από το ένα άκρο ως το άλλο. Το επίθετο «άπειρος» δεν αναφέρεται σε ένα αντικείμενο χωρίς κανένα πέρας, όριο ή αριθμό, αλλά σε μια οντότητα ή κατάσταση την οποία κανείς δεν μπορεί να διαβεί, να εξαντλήσει, να γνωρίσει.
Είναι εύλογη η υπόθεση ότι ο Αναξίμανδρος εκμεταλλεύτηκε τη δυνατότητα της ελληνικής γλώσσας να μετατρέπει τα επίθετα (και τους ρηματικούς τύπους) σε ουσιαστικά, και έπλασε το δικό του «άπειρο». Το οριστικό άρθρο «το», όταν προσαρτηθεί σε ένα επίθετο, σε μια μετοχή ή σε ένα απαρέμφατο, δημιουργεί ένα αφηρημένο ουσιαστικό, μετατρέπει μια ιδιότητα σε ουσία. Έτσι άνοιξε ένας δρόμος για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αφού η βασική ελληνική φιλοσοφική ορολογία έχει δημιουργηθεί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο – αρκεί κανείς να σκεφτεί έννοιες όπως «το ον», «το αγαθό» ή «το νοείν» (B.Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος, σ. 295-314). Ίσως ο Αναξίμανδρος να μην έδωσε περισσότερες διευκρινίσεις όταν εισήγαγε το άπειρο, αρκούμενος στο γεγονός ότι οι σύγχρονοί του μιλούν την ίδια γλώσσα και επομένως αντιλαμβάνονται ότι η νέα ουσία του απείρου είναι όλα τα άπειρα πράγματα μαζί, είναι αυτό που ενσωματώνει τις ιδιότητες των άπειρων πραγμάτων.
Το αναξιμάνδρειο άπειρο θα πρέπει λοιπόν να ήταν η τεράστια, αχανής και ανεξάντλητη μάζα που προϋπήρχε του κόσμου και κάλυπτε όλο τον χώρο. Δεν είναι η απέραντη κενή έκταση, ο απεριόριστος χώρος, αλλά και το υλικό που γεμίζει αυτή την έκταση. Ο κενός χώρος θα ήταν νεκρός και αδρανής. Το άπειρο όμως είναι κάτι το δραστικό και ισχυρό, αφού «περιέχει τα πάντα και κυριαρχεί στα πάντα», και είναι γόνιμο, αφού «γεννά» τις βασικές αντιθετικές δυνάμεις του θερμού και του ψυχρού. Ίσως στο πρωταρχικό άπειρο του Αναξίμανδρου, πέρα από τη χωρική διάσταση, να ενσωματώνεται επίσης και η σημασία του εσωτερικά αδιαφοροποίητου, του ακαθόριστου, του απροσδιόριστου. Αυτή τουλάχιστον είναι η φιλοσοφική έννοια του «απείρου», που διαμορφώνεται αργότερα με τους Πυθαγορείους και τον Πλάτωνα. Δεν μπορούμε ωστόσο να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι η λέξη είχε και αυτή τη σημασία την εποχή του Αναξίμανδρου, αν και, όταν ο Όμηρος ονομάζει «άπειρο» τον βαθύ ύπνο του Οδυσσέα, δεν περιγράφει έναν ύπνο που κράτησε απλώς πολλές ώρες αλλά έναν ύπνο βαθύ, σκοτεινό, αδιαφοροποίητο.
Αν έχουν έτσι τα πράγματα, ο Αναξίμανδρος προσέφυγε στο άπειρο γιατί δεν ήθελε η πρωταρχική του ουσία να μοιάζει με οτιδήποτε υπάρχει στον γνωστό μας κόσμο. Αυτό που κυριαρχεί στον κόσμο πρέπει να είναι πιο ισχυρό (πιο «μεγάλο») από ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Αυτό που γεννά τα πάντα πρέπει να είναι διαφορετικό από όλα τα γεννήματά του, να μη μοιράζεται μαζί τους κανένα κοινό χαρακτηριστικό, να μην έχει καμιά συγκεκριμένη μορφή, ιδιότητα ή προσδιορισμό. Αν το πρωταρχικό υλικό ήταν κάποιο από τα γνωστά στοιχεία, για παράδειγμα το νερό ή ο αέρας, πώς θα ασκούσε τον κυριαρχικό του ρόλο στον κόσμο; Η κυριαρχία του δεν θα καταντούσε μονοκρατορία, δεν θα κατέστρεφε την τάξη και την ισορροπία που παρατηρούμε στον κόσμο; Ότι κάπως έτσι είχε σκεφτεί ο Αναξίμανδρος επιβεβαιώνεται και από το μοναδικό απόσπασμα του έργου του που έχει διασωθεί.
2.3. Η εικόνα του κοσμικού δικαστηρίου
Μια σύνθετη φράση του Αναξίμανδρου, που έφτασε ως εμάς όπως διατυπώθηκε από τον εισηγητή της, είναι το παλαιότερο αυθεντικό υλικό που διαθέτουμε από την ιστορία της φιλοσοφίας.
Ἐξ ὧν δὲ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι καὶ τὴν φθορὰν εἰς ταῦτα γίνεσθαι κατὰ τὸ χρεών· διδόναι γὰρ αὐτὰ δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατὰ τὴν τοῦ χρόνου τάξιν.
Απ᾽ όπου γεννιούνται τα όντα εκεί και καταλήγουν πεθαίνοντας, όπως επιβάλλει η αναγκαιότητα· γιατί λογοδοτούν και επανορθώνουν το ένα στο άλλο για την αδικία που διέπραξαν, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου.
Αναξίμανδρος, απόσπ. 1
Το κείμενο αυτό είναι διατυπωμένο σε πεζό λόγο, διατηρεί όμως τον ρυθμό και την εσωτερική ισορροπία της ποιητικής έκφρασης. Μας μεταφέρει μπροστά σε ένα κοσμικό δικαστήριο, όπου απονέμεται δικαιοσύνη σε κάποια «όντα» για την αδικία που διέπραξαν το ένα απέναντι στο άλλο. Η οικεία εικόνα του πολιτικού δικαστηρίου έρχεται να φωτίσει ένα μακρινό και απρόσιτο μυστικό της τάξης του κόσμου. Δεν γνωρίζουμε για ποια όντα μιλά ο Αναξίμανδρος ούτε ποιο είναι ακριβώς το αδίκημά τους, γνωρίζουμε όμως την ποινή που τους επιβάλλεται: είναι η αναγκαία ανταλλαγή της γέννησης και του θανάτου τους. Ο θάνατος είναι η επιστροφή στη μήτρα από όπου γεννήθηκαν και, αφού προβάλλεται ως τιμωρία, ως τίμημα που πρέπει να πληρώσουν «το ένα στο άλλο», τότε το αδίκημα είναι μάλλον η ίδια η γέννηση ενός όντος η οποία φαίνεται να έβλαψε ένα άλλο ον. Το γεγονός ότι δεν προσδιορίζεται επακριβώς ποιο ον αδικεί και ποιο αδικείται, ποιο επανορθώνει και ποιο ανταμείβεται, δείχνει ότι υπάρχει αμοιβαιότητα, εναλλαγή ρόλων στο δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος θα γίνει αργότερα, «σύμφωνα με την τάξη του χρόνου», κατήγορος – και η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί αιωνίως.
Είναι βέβαιο ότι ο Αναξίμανδρος προβάλλει εδώ μια εικόνα κοσμικής ισορροπίας. Η απονομή δικαιοσύνης, η ανταπόδοση της άδικης πράξης, η αμοιβαία σχέση των εμπλεκομένων και η εναλλαγή των ρόλων τους, η αναφορά στην Αναγκαιότητα και στην τάξη του χρόνου, όλα αυτά είναι ασφαλείς ενδείξεις που μας οδηγούν στη σύλληψη του κόσμου ως συστήματος αντιμαχόμενων και ισόρροπων δυνάμεων. Η εικόνα αυτή ενισχύεται αν θεωρήσουμε ότι τα «όντα» του αποσπάσματος αναφέρονται σε αντίθετα στοιχεία ή αντίθετες δυνάμεις. Η λέξη «ον» δεν έχει αποκτήσει ακόμη το ιδιαίτερο φιλοσοφικό της νόημα – στον Όμηρο τα «όντα» είναι απλώς τα υπάρχοντα πράγματα. Εφόσον τα όντα είναι αντίθετα, τότε καταλαβαίνουμε γιατί ο θάνατος του ενός είναι κέρδος για το αντίθετό του. Ο θάνατος του θερμού είναι κέρδος για το ψυχρό. Και μάλιστα δεν είναι απλώς κέρδος του ψυχρού, αλλά επικράτηση, νίκη του ψυχρού επί του θερμού, ανταμοιβή για την αδικία που το ψυχρό είχε υποστεί με τη γέννηση του θερμού. Η αέναη μεταβολή του κόσμου είναι συνεχής διαμάχη και εναλλαγή αντίθετων δυνάμεων: κρύο και ζέστη, ξηρασία και υγρασία, συμπύκνωση και αραίωση, χειμώνας και καλοκαίρι. Με τη μεταφορά του δικαστηρίου ο Αναξίμανδρος υπαινίσσεται ότι αυτή η εμφανής διαμάχη είναι σε τελευταία ανάλυση δικαιοσύνη, αφού καμία δύναμη δεν επικρατεί ποτέ ολοκληρωτικά, αλλά στο πλήρωμα του χρόνου υπάρχει ισορροπία – οι γεννήσεις και οι θάνατοι των αντιθέτων τελικά ισοσταθμίζονται. Έτσι διατηρείται η συνεκτικότητα και η τάξη του Κόσμου.
2.4. Η θέση της Γης στο κέντρο του κόσμου
Βαβυλωνιακός χάρτης της Οικουμένης (6ος ή 5ος αι. π.Χ.)
Μιλήσαμε ήδη για τον χάρτη της Γης, που πρώτος σχεδίασε ο Αναξίμανδρος, όπως και για τη θυμηδία που αυτοί οι πρώιμοι χάρτες προκαλούν στον Ηρόδοτο. Οι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι ένα πρόσφατο εύρημα, μια πήλινη βαβυλωνιακή πλάκα του 6ου ή 5ου αιώνα π.Χ., που έχει χαραχθεί με τη βοήθεια ενός πρωτόγονου διαβήτη, αποτελεί έναν τέτοιο χάρτη της οικουμένης (βλ. εικόνα). Η αντίδραση λοιπόν του Ηροδότου δεν είναι παράλογη, αφού αυτός ο χάρτης θα ήταν εντελώς άχρηστος σε έναν ταξιδιώτη ή σε έναν ναυτικό. Ήθελε όμως ο Αναξίμανδρος να βοηθήσει τους ταξιδιώτες και τους ναυτικούς με τον «χάρτη» του, ή μήπως το σχεδίασμα αυτό της Γης δεν ήταν παρά εφαρμογή της κοσμολογικής του έκθεσης;
Στον χάρτη του Αναξίμανδρου η επιφάνεια της Γης θα πρέπει να απεικονιζόταν σαν ένας κυκλικός δίσκος με συμμετρική κατανομή των γνωστών περιοχών της οικουμένης. Αν παρακάμψουμε προς στιγμήν την έμφαση στη συμμετρία, η εικόνα αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με την παλαιότερη, παραδοσιακή σύλληψη της μορφής της Γης. Τόσο στα ομηρικά έπη όσο και στις κοσμολογικές αφηγήσεις των ανατολικών λαών η Γη θεωρείται ακίνητη και επίπεδη, καταλαμβάνει κεντρική θέση στο σύμπαν, και μάλλον έχει σχήμα κυκλικό. Η αντίληψη αυτή υιοθετείται και από τον Θαλή, με τη διαφορά ότι ο Θαλής προβληματίζεται πλέον για το υποστήριγμα της ακίνητης Γης, για να καταλήξει τελικά στο συμπέρασμα ότι η Γη επιπλέει στο νερό.
Η εξήγηση της ακινησίας της Γης απασχολεί και τον Αναξίμανδρο. Η δική του όμως απάντηση είναι εντελώς απρόσμενη και επαναστατική.
Τὴν δὲ γῆν εἶναι μετέωρον ὑπὸ μηδενὸς κρατουμένην, μένουσαν δὲ διὰ τὴν ὁμοίαν πάντων ἀπόστασιν.
Η Γη είναι μετέωρη και δεν κυριαρχείται από τίποτε. Ισορροπεί γιατί απέχει ίση απόσταση από τα πάντα.
Ιππόλυτος, Έλεγχος 1.6.3
Δεν χρειάζονται ούτε ρίζες ούτε σταθερό υποστήριγμα για να σταθεί η Γη ακίνητη, υποστηρίζει ο Αναξίμανδρος. Η Γη είναι μετέωρη, δεν στηρίζεται πουθενά, δεν κυριαρχείται από τίποτε. Παρ᾽ όλα αυτά μένει ακίνητη, απλώς και μόνο γιατί βρίσκεται στο κέντρο – «γιατί απέχει ίση απόσταση από τα πάντα». Η «ίση απόσταση» θα πρέπει να είναι η απόσταση της Γης από κάποια ακραία σημεία, από τις εσχατιές του σύμπαντος. Αυτή είναι άλλωστε και η ερμηνεία του Αριστοτέλη: «Υπάρχουν και κάποιοι, όπως ο Αναξίμανδρος, που υποστηρίζουν ότι η Γη μένει ακίνητη εξαιτίας της ομοιομορφίας· γιατί, αν κάτι έχει εξαρχής καταλάβει το κέντρο και βρίσκεται σε ίση απόσταση από τα άκρα, δεν θα κινηθεί ούτε προς τα επάνω ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα πλάγια» (Περί ουρανού295b10).
Είναι όμως τόσο αυτονόητο ότι κάτι που βρίσκεται στο μέσο δεν θα κινηθεί προς τα επάνω, προς τα κάτω ή προς τα πλάγια; Σε ποια ανθρώπινη εμπειρία αντιστοιχεί αυτή η εικόνα; Στον κόσμο που ζούμε είναι εντελώς παράλογη η ισοτιμία των δυνατών διευθύνσεων. Όλα τα σώματα έχουν βάρος και επομένως, ακόμη κι αν βρεθούν προς στιγμήν σε κάποιο κεντρικό σημείο, έχουν τη φυσική τάση να πέφτουν προς τα κάτω. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι κάποια άλλα σώματα είναι από τη φύση τους ελαφρά, όπως λ.χ. η φωτιά και ο καπνός, και γι᾽ αυτά ισχύει το αντίθετο: ανεβαίνουν πάντοτε προς τα επάνω. Ούτε το δεξιό είναι ισότιμο με το αριστερό – αρκεί κανείς να σκεφτεί τη σταθερή διαδρομή του Ήλιου, τον προσανατολισμό των ιερών των ναών ή τη διαφορά στη δύναμη των δύο χεριών του ανθρώπου. Ο μόνος χώρος όπου υπάρχει αυτή η ισοτιμία και η ομοιομορφία είναι ο κόσμος των σχημάτων, ο κόσμος της γεωμετρίας, και κανείς ποτέ ως τότε δεν είχε διανοηθεί να συσχετίσει αυτό τον κόσμο της αφαίρεσης με τον δικό μας κόσμο, τον κόσμο μέσα στον οποίο κάθε μέρα ζούμε.
Πράγματι η εξήγηση του Αναξίμανδρου για την ακινησία της Γης κατά κάποιο τρόπο προϋποθέτει τον ορισμό του κύκλου ή της σφαίρας. Αργότερα, στην αυστηρή γλώσσα των μαθηματικών, ο κύκλος θα οριστεί ως εκείνο το σχήμα του οποίου όλα τα σημεία ισαπέχουν από το κέντρο. Ο Αναξίμανδρος δεν γνωρίζει βεβαίως αυτό τον ορισμό, αφού ακόμη δεν έχει γίνει κατανοητή η σημασία των μαθηματικών ορισμών. Γνωρίζει όμως χωρίς αμφιβολία τον πρακτικό τρόπο σχεδίασης των κύκλων με κάποιους πρωτόγονους διαβήτες ή με κάποιο σχοινί δεμένο σε ένα σταθερό καρφί. Η αρχή που διέπει τέτοιες πρακτικές κατασκευές είναι η ίση απόσταση των σημείων της περιφέρειας του κύκλου από το κέντρο. Ακόμη λοιπόν και σε ένα τέτοιο στοιχειώδες σχήμα το κέντρο είναι σταθερό γιατί δεν έχει κανένα λόγο να κινηθεί ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα πλάγια. Η επαναστατική σύλληψη του Αναξίμανδρου συνοψίζεται στο γεγονός ότι μετέφερε τις ιδιότητες των σχημάτων στο σύμπαν, ότι συνέλαβε τη Γη ως γεωμετρικό κέντρο. Οι αισθήσεις των ανθρώπων και η εμπειρία τους υποχωρούν μπροστά στην ομοιογένεια και τη συμμετρία των γεωμετρικών σχημάτων.
Γεωμετρικό είναι και το σχήμα της Γης, κατά τον Αναξίμανδρο. Είναι κι αυτό «στρογγυλό» και παρομοιάζεται με τον σπόνδυλο ενός κίονα – είναι δηλαδή μάλλον κυλινδρικό. Οι άνθρωποι κατοικούν μόνο στη μία βάση του κυλίνδρου, ενώ η δεύτερη πρέπει να είναι ακατοίκητη και αόρατη σε μας (Ιππόλυτος, Έλεγχος 1.6.3). Άρα η οικουμένη είναι λογικό να σχεδιάζεται ως κυκλικός δίσκος.
Οι κοσμολογικές αντιλήψεις του Αναξίμανδρου ήταν πολύ καινοτομικές για την εποχή του και δεν βρήκαν άμεσους συνεχιστές. Ο Αναξιμένης θα επανέλθει στην αναγκαιότητα του υποστηρίγματος της Γης, θέτοντας τώρα ως υπόστρωμα τον αέρα. Ακόμη και ο Δημόκριτος, 150 χρόνια αργότερα, θα μιλήσει για δίνες που στηρίζουν την πεπλατυσμένη Γη. Χρειάστηκε να φτάσουμε στον Πλάτωνα για να αποδειχθεί η γονιμότητα της σύλληψης του Αναξίμανδρου: στην πλατωνική κοσμολογία η Γη είναι πλέον σφαιρική και ισορροπεί ακίνητη στο κέντρο του κλειστού, ομοιόμορφου και σφαιρικού σύμπαντος.
Δεν γνωρίζουμε πώς ο Αναξίμανδρος έφτασε σε ένα τόσο προχωρημένο στάδιο αφαίρεσης. Οι φυσιοκρατικές του αντιλήψεις, όπως είδαμε, στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην προσεκτική παρατήρηση των φυσικών φαινομένων· τίποτε όμως από όσα παρατηρεί κανείς στη φύση δεν υποβάλλει την ιδέα του γεωμετρικού σύμπαντος. Αν τα μαθηματικά είχαν αναπτυχθεί νωρίτερα στην αρχαία Ελλάδα, τότε θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε εκεί την πηγή της έμπνευσης του Αναξίμανδρου. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Η μαθηματική επιστήμη θα γίνει το υπόδειγμα της έγκυρης γνώσης μόνο στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ.
Μια πρόσφατη γοητευτική ερμηνεία ίσως μας δίνει ένα κλειδί για τη σωστή απάντηση. Ο γάλλος ιστορικός Ζαν-Πιερ Βερνάν (Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα, σ. 183 κ.ε.) επισήμανε την αντιστοιχία που υπάρχει ανάμεσα στην κοσμολογία του Αναξίμανδρου και την ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής πόλης‒κράτους. Στην αρχαϊκή πόλη η εξουσία έχει την κάθετη δομή μιας πυραμίδας: στην κορυφή βρίσκεται ο κληρονομικός βασιλιάς, το ανάκτορο και η ακρόπολη της πόλης, και στη βάση της πυραμίδας ο ανίσχυρος λαός. Κατά τον 6ο και τον 5ο αιώνα όμως η κάθετη αυτή δομή ανατρέπεται και βαθμιαία δίνει τη θέση της στη δημοκρατική οργάνωση της πόλης, η οποία είναι ουσιαστικά κυκλική.
Οι θεσμοί της δημοκρατικής εξουσίας (η Εκκλησία του Δήμου, η αρχαία Αγορά) καταλαμβάνουν το κέντρο, και η πόλη αναπτύσσεται ακτινωτά προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις. Στο κοσμολογικό επίπεδο οι εξελίξεις ήταν αντίστοιχες. Με τον Αναξίμανδρο εγκαταλείπεται η κάθετη οργάνωση του κόσμου, όπου κυρίαρχη είναι η διάσταση του επάνω και του κάτω, και φτάνουμε στην κυκλική οργάνωση, στην πρωτοκαθεδρία του κέντρου. Υπάρχει επομένως μια σύνδεση των πολιτικών και των πνευματικών διεργασιών. Υπό αυτό το πρίσμα αποκτά ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι οι διανοητικές αλλαγές για τις οποίες συζητούμε (η ίδια η γέννηση της φιλοσοφίας) συντελούνται στη Μίλητο, δηλαδή σε μια πόλη η οποία, αν και δεν είναι ακόμη δημοκρατική, είναι η πιο ανεπτυγμένη και η πιο φιλελεύθερη ελληνική πόλη του 6ου αιώνα π.Χ.
2.5. Αναξίμανδρος και Αναξιμένης
Η συνέχεια είναι το βασικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφικής σκέψης. Τα ερωτήματα που οδήγησαν στις πρώτες φιλοσοφικές θεωρίες εξακολουθούν να απασχολούν και τους μεταγενέστερους. Οι προτεινόμενες λύσεις άλλοτε θεωρούνται ικανοποιητικές και δίνουν έναυσμα σε νέες επεξεργασίες και άλλοτε δεν αντέχουν στην κριτική και αντικαθίστανται από εναλλακτικές θεωρήσεις. Στην αρχαία ελληνική κοινωνία η μετάδοση της φιλοσοφίας ακολούθησε τους ίδιους δρόμους με την ποίηση και τις άλλες τέχνες. Η συστηματική μαθητεία δίπλα σε έναν έμπειρο γνώστη είναι ο βασικός τρόπος για να μεταδοθεί μια τέχνη από τη μια γενιά στην επόμενη.
Μία γενιά χωρίζει και τους συμπολίτες Αναξίμανδρο και Αναξιμένη – τοποθετούμε την «ακμή» του Αναξίμανδρου το 575 π.Χ. και του Αναξιμένη το 545 π.Χ. Δυο σημαντικοί φιλόσοφοι στην ίδια πόλη, την ίδια εποχή. Δεν μας προξενεί λοιπόν εντύπωση ότι όλες οι αρχαίες πηγές κάνουν λόγο για δάσκαλο και για μαθητή. Ας δούμε μια τέτοια περιγραφή:
Ο Αναξιμένης ο Μιλήσιος, ο γιος του Ευρύστρατου, αφού έγινε σύντροφος του Αναξίμανδρου, υποστήριξε κι αυτός ότι μία είναι η υποκείμενη φύση των πραγμάτων, και ότι είναι άπειρη. Δεν την άφησε όμως, όπως εκείνος, ακαθόριστη, αλλά την προσδιόρισε λέγοντας ότι είναι ο αέρας. Ο αέρας διαφοροποιείται, ως προς την πυκνότητα και την αραιότητα σε κάθε οντότητα. Όταν αραιώνει γίνεται φωτιά· όταν πυκνώνει γίνεται άνεμος και μετά σύννεφο· όταν πυκνώνει περισσότερο γίνεται νερό, μετά γη, μετά πέτρες. Όλα τα άλλα πράγματα γίνονται από αυτά.
Σιμπλίκιος, Εις τα φυσικά 24.26-30
Το κείμενο αυτό έχει γραφεί μάλλον από τον Θεόφραστο, 250 χρόνια μετά τον Αναξιμένη. Δεν αναπαράγει πιστά τις εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Αναξιμένης, μας δίνει όμως μια έκθεση των βασικών του θέσεων επιχειρώντας έναν συσχετισμό με τον Αναξίμανδρο. Και οι δυο φιλόσοφοι μίλησαν για μια «άπειρη» πρωταρχική ουσία. Ενώ όμως ο Αναξίμανδρος περιορίστηκε σε αυτή τη δήλωση, ο Αναξιμένης, θέλοντας πιθανόν να φτάσει σε κάτι πιο συγκεκριμένο και οικείο, ταύτισε την πρωταρχική ουσία με τον «άπειρο» αέρα.
Γιατί όμως ο Αναξιμένης επιλέγει τον αέρα; Ίσως γιατί ο αέρας είναι εκείνο το φυσικό υλικό που είναι αρκετά κοντά στο «άπειρο» του Αναξίμανδρου: είναι ένα υλικό ακαθόριστο, άμορφο, ευμετάβλητο, ιδιαίτερα διαδομένο στη φύση, και μάλιστα ένα υλικό που, με τη διαδικασία της αναπνοής, συνδέεται με τη ζωή και τη ζωτικότητα.
Οἷον ἡ ψυχὴ ἡ ἡμετέρα ἀὴρ οὖσα συγκρατεῖ ἡμᾶς, καὶ ὅλον τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ περιέχει.
Αναξιμένης, απόσπ. 2
Παρά τις ιδιότητες του αυτές, ο αέρας δεν παύει να είναι ένα υπαρκτό υλικό, ένα υλικό που όλοι γνωρίζουμε. Η τάση του Αναξιμένη είναι να κρατήσει κάτι από την καινοτόμο σκέψη του δασκάλου του, χωρίς να απομακρυνθεί πολύ από τον μέσο άνθρωπο. Το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει και από τη θέση του ότι η Γη ισορροπεί πάνω στον αέρα. Η θέση αυτή είναι αρκετά τολμηρή. Η εμπειρία δεν μας δείχνει πολλά βαριά πράγματα που ισορροπούν πάνω σε στρώματα αέρα. Ωστόσο, είναι πολύ λιγότερο προκλητική από την αντίστοιχη θέση του Αναξίμανδρου ότι για την ισορροπία της Γης δεν χρειάζεται κανένα απολύτως υποστήριγμα.
Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο στη φιλοσοφία του Αναξιμένη είναι η αναφορά του στην πύκνωση και στην αραίωση – και μόνο γι᾽ αυτό δικαιούται μια θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας. Η καινοτομία του Αναξιμένη εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν περιορίστηκε στην καταγραφή των φυσικών μεταβολών, αλλά προσπάθησε επιπλέον να προσδιορίσει και έναν μηχανισμό αλλαγής στη φύση. Η βασική του ιδέα είναι ότι η μεγάλη ποικιλία των μορφών που εμφανίζονται στη φύση μπορεί να αναχθεί σε μια μόνο βαθύτερη ουσία (τον αέρα), που μεταβάλλεται ανάλογα με την πυκνότητά της. Η πέτρα και η φωτιά δεν είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα, αλλά οι ακραίες εκδοχές του ίδιου υλικού: η φωτιά είναι η αραιότερη και η πέτρα η πυκνότερη μορφή του αέρα. Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε ακόμη και τη μετατροπή της πέτρας σε φωτιά, αν η πέτρα για κάποιο λόγο υποστεί πάρα πολύ μεγάλη αραίωση (ίσως μέσω θέρμανσης, αφού το θερμό ταιριάζει συνήθως με το αραιό και το ψυχρό με το πυκνό). Δεν είναι παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι με την πύκνωση και την αραίωση ο Αναξιμένης διατύπωσε τον πρώτο φυσικό νόμο στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης.
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών