Ο Χαιρωνεύς Πλούταρχος στο έργο του “Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς, 392.A.10 – 392.E.6” σχετικά με την υπόσταση της θνητής φύσις μας αναφέρει το εξής:
“Εμείς δεν έχουμε δεν έχουμε κανένα μερίδιο στο όντως Είναι, αλλά κάθε θνητή φύση βρίσκεται μεταξύ της γενέσεως και της φθοράς και παρέχει μόνο ένα φάσμα και μία αμυδρή και αβέβαιη εικόνα του εαυτού της.
Αν τώρα προσηλώσεις την διάνοιά σου επιθυμώντας να τη συλλάβεις : όπως το δυνατό δράξιμο του ύδατος κάνει να χαθεί το περιεχόμενο διαρρέοντας με την πίεση και τη συγκέντρωση του ύδατος στο ίδιο σημείο, έτσι και η λογική αποτυγχάνει, όταν την άκρα σαφήνεια για κάθε πράγμα από εκείνα που μπορούν να αλλοιωθούν και να μεταβληθούν, επειδή άλλοτε εξετάζει το γιγνόμενο και άλλοτε το φθορά του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κατανοήσει τίποτα από τα σταθερά και όντως Όντα.
“Αδύνατον να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι”, κατά τον Ηράκλειτο, ούτε να αγγίξεις θνητή ουσία δύο φορές στην ίδια κατάσταση, αλλά εξαιτίας της οξύτητας και της ταχύτητας της μεταβολής “σκορπά και πάλι μαζεύεται”, ή καλύτερα ούτε πάλι ούτε ύστερα, αλλά ταυτόχρονα και συγκεντρώνεται και διαλύεται και “έρχεται και φεύγει”.
Για αυτό τον λόγο και δεν οδηγεί στο Είναι το γιγνόμενο από αυτή ακριβώς επειδή η γένεσι ποτέ δεν σταματά ούτε στέκεται, αλλά μεταβάλλοντας το αδιάκοπα, από τότε που είναι ακόμα σπέρμα, δημιουργεί το έμβρυο, έπειτα το βρέφος, μετά τομ παίδα, κατόπιν στη σειρά το μειράκιο, τον νεανίσκο έπειτα, τον άνδρα, τον ώριμο άνθρωπο, τον γέροντα, καταστρέφοντας τις πρώτες γενέσεις και ηλικίες με τις επόμενες.
Κι εμείς με τρόπο γελοίο φοβόμαστε ένα και μόνο θάνατο, τη στιγμή που έχουμε πεθάνει και πεθαίνουμε τόσους θανάτους! Γιατί δεν ισχύει μόνο, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, ότι “ο θάνατος του πυρός είναι γένεσι αέρος και ο θάνατος του αέρος είναι γέννεσι του ύδατος”, αλλά ακόμα σαφέστερα στη δική μας περίπτωση ο άνθρωπος που βρίσκεται στην ακμή του καταστρέφει όταν γεννιέται ο γέροντας, καταστρέφεται ο νέος μεταπίπτοντας στον ακμάζοντα, ο παίς σε νέον, το νήπιο στον παίδα.
Ο χθεσινός άνθρωπος έχει πεθάνει μεταπίπτοντας στον σημερινό, ενώ ο σημερινός έχει πεθάνει μεταπίπτοντας στον αυριανό. Κανείς δεν μένει ο ίδιος και κανείς δεν είναι ένας, αλλά γιγνόμεθα πολλοί, καθώς η ύλη περιστρέφεται και γλιστρά γύρω από ένα φάντασμα και ένα κοινό εκμαγείο.
Γιατί πως παραμένουμε οι ίδιοι, ενώ χαιρόμαστε τώρα με άλλα πράγματα, πρωτύτερα με άλλα, ενώ αγαπάμε και μισούμε, θαυμάζουμε και ψέγουμε κάθε φορά αντίθετα πράγματα, ενώ διαθέτουμε διαφορετικά λόγια και διαφορετικά συναισθήματα, χωρίς να διατηρούμε το ίδιο είδος, την ίδια μορφή, ούτε καν την ίδια διάνοια;
Γιατί ούτε είναι λογικό να νιώθει κανείς διαφορετικά συναισθήματα άνευ μεταβολής, ούτε και κανείς αν μεταβληθεί μένει ο ίδιος. Αν, τώρα, κανείς δεν είναι πάντα ο ίδιος, τότε ούτε και υπάρχει, αλλά μεταβάλλει την ίδια του την φύση καθώς γίνεται άλλος από άλλον. Και η αίσθηση, επειδή αγνοεί το ΟΝ, αποφαίνεται λανθασμένα ότι αυτό που φαίνεται υπάρχει στα αλήθεια.
“Ἡμῖν μὲν γὰρ ὄντως τοῦ εἶναι μέτεστιν οὐδέν, ἀλλὰ πᾶσα θνητὴ φύσις ἐν μέσῳ γενέσεως καὶ φθορᾶς γενομένη φάσμα παρέχει καὶ δόκησιν ἀμυδρὰν καὶ ἀβέβαιον αὑτῆς· ἂν δὲ τὴν διάνοιαν ἐπερείσῃς λαβέσθαι βουλόμενος, ὥσπερ ἡ σφοδρὰ περίδραξις ὕδατος τῷ πιέζειν καὶ εἰς ταὐτὸ συνάγειν διαρρέον ἀπόλλυσι τὸ περιλαμβανόμενον, οὕτω τῶν παθητῶν καὶ μεταβλητῶν ἑκάστου τὴν ἄγαν ἐνάργειαν ὁ λόγος διώκων ἀποσφάλλεται τῇ μὲν εἰς τὸ γιγνόμενον αὐτοῦ τῇ δ᾽ εἰς τὸ φθειρόμενον, οὐδενὸς λαβέσθαι μένοντος οὐδ᾽ ὄντως ὄντος δυνάμενος.
“ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ” καθ᾽ Ἡράκλειτον (fr. 91) οὐδὲ θνητῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατὰ ἕξιν· ἀλλ᾽ ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς “σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει”, μᾶλλον δ᾽ οὐδὲ πάλιν οὐδ᾽ ὕστερον ἀλλ᾽ ἅμα συνίσταται καὶ ἀπολείπει καὶ “πρόσεισι καὶ ἄπεισιν”. ὅθεν οὐδ᾽ εἰς τὸ εἶναι περαίνει τὸ γιγνόμενον αὐτῆς τῷ μηδέποτε λήγειν μηδ᾽ ἵστασθαι τὴν γένεσιν, ἀλλ᾽ ἀπὸ σπέρματος ἀεὶ μεταβάλλουσαν ἔμβρυον ποιεῖν εἶτα βρέφος εἶτα παῖδα, μειράκιον ἐφεξῆς, νεανίσκον, εἶτ᾽ ἄνδρα, πρεσβύτην, γέροντα, τὰς πρώτας φθείρουσαν γενέσεις καὶ ἡλικίας ταῖς ἐπιγιγνομέναις. ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἕνα φοβούμεθα γελοίως θάνατον, ἤδη τοσούτους τεθνηκότες καὶ θνήσκοντες. οὐ γὰρ μόνον, ὡς Ἡράκλειτος (fr. 76) ἔλεγε, “πυρὸς θάνατος ἀέρι γένεσις, καὶ ἀέρος θάνατος ὕδατι γένεσις,” ἀλλ᾽ ἔτι σαφέστερον ἐπ᾽ αὐτῶν ἡμῶν φθείρεται μὲν ὁ ἀκμάζων γινομένου γέροντος, ἐφθάρη δ᾽ ὁ νέος εἰς τὸν ἀκμάζοντα, καὶ ὁ παῖς εἰς τὸν νέον, εἰς δὲ τὸν παῖδα τὸ νήπιον·
ὅ τ᾽ ἐχθὲς εἰς τὸν σήμερον τέθνηκεν, ὁ δὲ σήμερον εἰς τὸν αὔριον ἀποθνήσκει· μένει δ᾽ οὐδεὶς οὐδ᾽ ἔστιν εἷς, ἀλλὰ γιγνόμεθα πολλοί, περὶ ἕν τι φάντασμα καὶ κοινὸν ἐκμαγεῖον ὕλης περιελαυνομένης καὶ ὀλισθανούσης. ἐπεὶ πῶς οἱ αὐτοὶ μένοντες ἑτέροις χαίρομεν νῦν, ἑτέροις πρότερον, τἀναντία φιλοῦμεν καὶ μισοῦμεν καὶ θαυμάζομεν καὶ ψέγομεν, ἄλλοις χρώμεθα λόγοις ἄλλοις πάθεσιν, οὐκ εἶδος οὐ μορφὴν οὐ διάνοιαν ἔτι τὴν αὐτὴν ἔχοντες; οὔτε γὰρ ἄνευ μεταβολῆς ἕτερα πάσχειν εἰκός, οὔτε μεταβάλλων <οὐδεὶς> ὁ αὐτός ἐστιν· εἰ δ᾽ ὁ αὐτὸς οὐκ ἔστιν, οὐδ᾽ ἔστιν, ἀλλὰ τοῦτ᾽ αὐτὸ μεταβάλλει γιγνόμενος ἕτερος ἐξ ἑτέρου. ψεύδεται δ᾽ ἡ αἴσθησις ἀγνοίᾳ τοῦ ὄντος εἶναι τὸ φαινόμενον“