Η Ελλάδα διεκδικεί µια πρωτιά η οποία δεν θα καταγραφεί σε στατιστικά. Πάνω από δέκα πολιτικά πρόσωπα –ενδεχοµένως και 15– θα διεκδικήσουν την προεδρία σε δύο κόµµατα, που µάλιστα κανένα τους δεν είναι το πρώτο κόµµα. Εχει σηµασία ότι και στα δύο οι υποψήφιοι διεκδικούν την προεδρία από τον ήδη υπάρχοντα πρόεδρο. Η µάχη της διαδοχής δηλαδή δεν ξεκινάει επειδή ο ηγέτης αποχώρησε ή απεβίωσε αλλά επειδή αµφισβητείται. Πρόκειται για παγκόσµια πρωτοτυπία.
Κατά µια έννοια, η αθρόα συµµετοχή διεκδικητών της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ένδειξη δηµοκρατίας. Τι πιο δηµοκρατικό από το να διεκδικούν πολλοί την προεδρία ενός κοινοβουλευτικού κόµµατος;
Σε δεύτερη ανάγνωση µπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ένδειξη έντονης φιλοδοξίας. Ούτε αυτό φαίνεται κακό. Πρόσωπα που έχουν έντονη πολιτική δράση και επαγγελµατίες της πολιτικής θεωρούν τον εαυτό τους ικανό να οδηγήσει το κόµµα και τις ιδέες του σε νίκη. Αυτοπροσδιορίζονται ως οι καλύτεροι εκφραστές όσων πρέπει να γίνουν. Φιλόδοξο µεν, αλλά όχι απαραίτητα κακό.
Γιατί όµως δεν συµβαίνει το ίδιο στα ευρωπαϊκά κόµµατα, στα οποία οι διεκδικητές του προεδρικού τίτλου είναι δύο ή τρία άτοµα, µε σαφείς µάλιστα ιδεολογικές και πολιτικές διαφοροποιήσεις; Εγινε ξανά η Ελλάδα λίκνο δηµοκρατίας, την περίοδο µάλιστα που αυτή δοκιµάζεται από το καθεστώς Μητσοτάκη και όσα την απειλούν καταδικάζονται διεθνώς;
Το γεγονός –για να παραφράσω τη γνωστή ρήση– ότι στην Ελλάδα αν ρίξεις πέτρα αυτήν τη στιγµή, θα χτυπήσεις ή σκύλο ή υποψήφιο πρόεδρο κόµµατος, δηλώνει απλώς την κρίση. Τα συνδετικά στοιχεία µεταξύ των κοµµάτων (και όχι µόνο αυτών των κοµµάτων) έχουν πάψει να είναι πολιτικά. Από την εποχή του Σηµίτη και πολύ περισσότερο µετά την κρίση στην Ελλάδα δηµιουργήθηκε ένα είδος πολιτικών γυρολόγων που είναι έτοιµοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους προς πάσα κατεύθυνση. Υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα που έχουν µεταπηδήσει σε τέσσερα κόµµατα τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ ολόκληρος µηχανισµός του ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη τροφοδότησε ταυτοχρόνως και τη Ν∆ και τη Χρυσή Αυγή και τα ακροδεξιά κόµµατα. Ο Ανδρέας Λοβέρδος έµεινε στο ΠΑΣΟΚ και διεκδίκησε µάλιστα και την προεδρία του, παρότι ήταν ταυτισµένος πολιτικά µε τη Ν∆. Η Αννα ∆ιαµαντοπούλου, η οποία διεκδικεί σήµερα την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αν και είναι σε ρήξη µε τον Μητσοτάκη ο οποίος την εξαπάτησε δύο φορές και δεν την ενέταξε στην κυβέρνησή του, είναι φιλική προς τις θέσεις Μητσοτάκη και τα πολιτικά του όνειρα.
Ακόµη και στον ΣΥΡΙΖΑ τα πολιτικά στελέχη που υπήρξαν υπουργοί και επικεφαλής του οικονοµικού επιτελείου του, παρά την αριστερή τους ρητορική, είχαν περισσότερες σχέσεις µε τον Γιάννη Στουρνάρα, την επιχειρηµατική ελίτ και τις τράπεζες παρά µε τον Αλέξη Τσίπρα και τους ψηφοφόρους του.
Τα ελληνικά κόµµατα, αµήχανα απέναντι σε διεθνείς εξελίξεις, επιχειρώντας να εξασφαλίσουν την εξουσία και όχι να περιφρουρήσουν την πολιτική ή την ιδεολογία, δηµιούργησαν έναν πολιτικό ζελέ (αυγοτάραχο θα έλεγε η Μαρίκα Μητσοτάκη) µέσα στον οποίο δεν διακρίνονται οι διαφοροποιήσεις.
Με εξαίρεση τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έχει κάνει εµφανείς τις πολιτικές του προθέσεις και τους στόχους του (πολιτική του ΙΒΑΝ και του ταµείου για λίγους), τα υπόλοιπα κόµµατα που διεκδικούν, όπως λένε, την εξουσία έχουν χαθεί στο δάσος της πραγµατικότητας και απλώς γεννούν δευτερεύουσες αντιθέσεις για να δείχνουν ότι τις επιλύουν.
Ως επιστέγασµα σε όλα αυτά ήρθε η διάτρηση του πολιτικού κελύφους των κοµµάτων, ώστε να περνάνε κατά καιρούς επώνυµοι της showbiz, ποδοσφαιριστές, ηθοποιοί, τεχνητές περσόνες του ιστορικού πολιτικού τίποτε. Η συγκεκριµένη κατάσταση µοιραία θα κατέληγε στη σύγχυση, αν όχι στη γελοιοποίηση της πολιτικής. Τα κόµµατα πάντα φιλοξενούσαν ικανούς και ανίκανους, αυτοδηµιούργητους αγωνιστές της πολιτικής µάχης και γόνους του νεποτισµού, αλλά διατηρούσαν τα βασικά πολιτικά τους στοιχεία µε τρόπο ώστε να µπορεί κάποιος εύκολα να απαντήσει στο ερώτηµα «το τάδε κόµµα ποιους εκφράζει και εξυπηρετεί;». Σήµερα αυτό το αναγκαίο ερώτηµα για την πολιτική επιλογή δεν µπορεί να απαντηθεί.
Ακόµη και το άκαµπτο επί των ιδεών ΚΚΕ έχει υποκύψει στον εισοδισµό των επωνύµων και τον κυνισµό µε τον οποίο αναζητά ψήφους χωρίς να κάνει χρήση του ιδεολογικού face control. Σε σηµαντικές θέσεις του κόµµατος το υπηρετούν και το εκφράζουν πρόσωπα που µπέρδευαν το σφυροδρέπανο µε το σήµα της Mercedes και το πορτρέτο του Λένιν µε του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Στην ιστορία του τελευταίου χρόνου στον ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση αυτή εκφράστηκε βίαια και σηµειολογικά. Ο Στέφανος Κασσελάκης πήρε τη σκυτάλη από τον Αλέξη Τσίπρα ύστερα από συντριπτική εκλογική ήττα. ∆εν ήταν η νίκη του προσώπου Κασσελάκη. Ο κόσµος του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τέσσερα χρόνια πριν είχε µπει ανάχωµα στον Μητσοτάκη περιµένοντας την αντιπολιτευτική τακτική που θα τον εξέθετε, ένιωσε ότι προδόθηκε. Θεώρησε ότι η ηγετική οµάδα, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν µπόρεσαν να εκφράσουν τίποτε ουσιαστικό πολιτικά. Οτι καταναλώθηκαν στη δηµιουργία ενός ποµπώδους πολιτικού αφηγήµατος που δεν είχε καµιά σχέση µε τα πραγµατικά προβλήµατα της κοινωνίας. Είδε τον ΣΥΡΙΖΑ να µετατρέπεται σε ένα σύστηµα απραξίας και εσωτερικών συρράξεων για το οποίο το άλλοθι πάντα ήταν οι µεγάλες ιδέες. Ούτε ιδέες υπήρχαν ούτε οράµατα έµειναν. Ενα εσωτερικό πολιτικό σύστηµα διαγκωνιζόταν, αντιλαµβανόµενο τον µικρόκοσµό του ως τον πραγµατικό κόσµο. ∆ίπλα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έπειθε την κοινωνία ότι αποτελεί την αναγκαία λύση ασφάλειας και σοβαρότητας απέναντι στον καραγκιόζ µπερντέ. Ο Μητσοτάκης δεν έπεισε την πλειοψηφία ότι είναι καλός, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ έπειθε ότι είναι αδύνατον να χειριστεί καταστάσεις, παρέµεινε ενοχικός και λουστράριζε µε µετριοπάθεια το πολιτικό του έλλειµµα.
Ο Κασσελάκης επικράτησε τής φαινοµενικά φυσικής διαδόχου του Αλέξη Τσίπρα γιατί έδειξε ξένος και εχθρικός προς την γκρίζα εικόνα του κοµµατικού µηχανισµού. Κανένας δεν τον γνώριζε και ουδείς µπορούσε να πιστοποιήσει την πολιτική του εικόνα. Οι περισσότεροι όµως ήταν έτοιµοι να ρισκάρουν προκειµένου να τελειώσουν µε τη στελεχική φαυλότητα. Ακόµη και όταν ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε έµµεσα τον δρόµο για να αµφισβητηθεί ο Κασσελάκης µε την ανάρτηση-παρέµβασή του στο συνέδριο µε την οποία ζήτησε προσφυγή στην κοµµατική βάση, ο Κασσελάκης πήρε το παιχνίδι.
Ενα χρόνο µετά ο ΣΥΡΙΖΑ ζει πάλι εµφύλιο πόλεµο. Οι αντίπαλοι του Κασσελάκη τον δείχνουν ως υπεύθυνο λέγοντας ότι οδηγεί το κόµµα στην πολιτική απαξίωση. Από την πλευρά του ο Κασσελάκης τούς κατηγορεί ότι τον πριονίζουν συνεχώς και τους αποδίδει ποµπωδώς πραξικοπήµατα και συνωµοτικές πρακτικές.
Εχω γράψει πριν από ένα µήνα ότι ο Κασσελάκης είναι το σύµπτωµα όσων συµβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Εχει σοβαρές ευθύνες για το πώς πολιτεύτηκε τον ένα χρόνο και αυτοακυρώθηκε σε όσα φάνταζαν πλεονεκτήµατά του, αλλά δεν δηµιούργησε το πρόβληµα του ΣΥΡΙΖΑ.
Τώρα πλέον ο Στέφανος Κασσελάκης φαντάζει ως η σηµειολογία της κρίσης. Της κρίσης όχι στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στο πολιτικό σύστηµα. Και µαζί του και οι δεκάδες υποψήφιοι και επίδοξοι αρχηγοί στα δύο κόµµατα που οδηγούνται σε εκλογές.