Kατά την 11η (λ) Ραψωδία της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη προκειμένου να συναντήσει το Μάντη Τειρεσία.
Μετά από ένα χρόνο παραμονής στο νησί της Κίρκης ο Οδυσσέας μετά από προτροπή της ξεκινάει το ταξίδι του για τον Άδη προκειμένου να συναντήσει το Μάντη Τειρεσία ο οποίος είχε πεθάνει και βρισκόταν στον κάτω κόσμο για να μάθει λεπτομέρειες για τη συνέχεια του ταξιδιού του.
Κατά την παραμονή του στον Άδη και πριν να συναντήσει τον Τειρεσία συναντάει το πνεύμα της μητέρας του Αντίκλειας και αυτή είναι η στιγμή που σημαδεύει τον Οδυσσέα, ο οποίος συγκινείται και κλαίει σαν μικρό παιδί σαν ανταμώνει τη μάνα του μετά από πολλά χρόνια.
Ο Οδυσσέας όμως θα έπρεπε να συναντήσει πρώτα το Μάντη όπως και γίνεται. Αφού λοιπόν ο Τειρεσίας ολοκλήρωσε την αφήγηση του για το τι πρόκειται να περιμένει τον Οδυσσέα στο ταξίδι του προς τον Ιθάκη, εμμένοντας περισσότερο να μην πειράξουν τα βόδια του Θεού ηλίου πού θα βρουν στο δρόμο τους, θα περιμέναμε ο Οδυσσέας να ρωτάει τον Τειρεσία για να μάθει περισσότερα σε σχέση με το ταξίδι της επιστροφής του, αλλά το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να ρωτήσει πώς Τελικά θα μπορέσει να μιλήσει με τη μητέρα του.
Από τον τρόπο που ο Οδυσσέας συνομιλεί με τον Τειρεσία φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρετε τόσο για να μάθει πληροφορίες για το ταξίδι της επιστροφής του, αλλά περισσότερο κατεβαίνει στον Άδη για να συναντήσει και την μητέρα του,μιας και ο Οδυσσέας φαίνεται να γνωρίζει ήδη τα λόγια του Τειρεσία από την Κίρκη.
Μόλις ο Τειρεσίας λέει τον λόγο τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να δει τη μητέρα του γινόμαστε μάρτυρες μιας συναισθηματικά φορτισμένης αντάμωσης μητέρας και παιδιού.
Ο Οδυσσέας κατά τη συνομιλία με τη μητέρα του μαθαίνει ότι εκείνη πέθανε από τον καημό της αφού τα χρόνια περνούσαν και δεν με έβλεπε το παιδί της να επιστρέφει στο σπίτι. Τόση ήταν η λαχτάρα του Οδυσσέα για τη μάνα του που προσπάθησε να την αγκαλιάσει τρεις φορές αλλά και τις τρεις φορές αγκάλιασε μία σκιά, ένα καπνό.
λ’, 207-214 και τρεις φορές μες απ᾿ τα χέρια μου σαν όνειρο, σαν ίσκιος μου πέταξε᾿ κι εγώ, ως έθέριευε φαρμάκι η πίκρα εντός μου, την έκραξα και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνω λόγια:
,, Γιατί δε στέκεις τώρα, μάνα μου, που θέλω να σε πιάσω, και μες στον Άδη που βρεθήκαμε να σφιχταγκαλιαστούμε, να βρούμε στο πικρό το σύθρηνο χαρά και παρηγοριά; Η Περσεφόνη μήπως σ᾿ έπλασε κι είσαι αγερένιος ίσκιος, κι εδώ σε στέλνει, ακόμα πιότερο να κλαίω και να χτυπιέμαι;”
Μετά μετά τη συνάντησή τους, η μητέρα του Οδυσσέα τον προτρέπει να ανέβει όσο πιο γρήγορα μπορεί στο φως και να μη γυρίσει πίσω.
Για μία ακόμα φορά τα ομηρικά έπη κηρύττουν αξίες που είναι και θα πρέπει να παραμείνουν αναλλοίωτες στους αιώνες.
Τα αποσπάσματα από την Οδύσσεια είναι από την μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή
Πηγή: elhalflashbacks