Ένα από τα λιγότερα γνωστά μαντεία της αρχαιότητος, αν και το πιο αξιοπερίεργο ίσως απ’ όλα, είναι το Τροφώνιο Μαντείο. Δεν μοιάζει με κανένα από τα άλλα. Σ΄αυτό δεν έδινε τους χρησμούς κάποια Σίβυλλα ούτε ένας ιερέας βασιζόμενος σε οιωνούς του θεού ούτε καν ελάμβανε ο χρηστηριαζόμενος θεία μυνήματα στον ύπνο του κατά την «εγκοίμηση» του.
Η ιδιαιτερότητα του όμως έγκειται στο γεγονός, ότι ήταν «αυτόφωνο» -o χρηστηριαζόμενος μπορούσε δηλαδή να ακούσει ο ίδιος την φωνή του πνεύματος να ομιλεί, χωρίς να είναι σε κατάσταση εγκοιμήσεως, ή μπορούσε ακόμη να δεί φοβερά οράματα, όντας σε πλήρη εγρήγορση!
Το Τροφώνιο Μαντείο βρίσκεται στις παρυφές της Λειβαδιάς, εκεί που αναβλύζουν οι πηγές της Ερκύνας. Η Έρκυνα ήταν νύμφη, φίλη της Περσεφόνης. Ολόκληρη η περιοχή αποτελεί ένα φυσιολατρικό αξιοθέατο, γεμάτη ψηλόκορμα δένδρα, υδρόμυλους, τοξοειδή γεφύρια και χώρους αναψυχής, μια περιοχή η οποία με την ειδυλλιακή μορφή της δεν επιτρέπει στον σύγχρονο επισκέπτη να αναλογισθεί, ότι στον ίδιο τόπο λειτουργούσε κάποτε επί αιώνες ένα υπόγειο μαντείο, που ήταν τόσο υποβλητικό, ώστε οι χρηστηριαζόμενοι μετά την επίσκεψή τους σ΄αυτό να χάνουν τα λόγια τους και το γέλιο τους.
Διότι από τους αρχαίους συγγραφείς μαρτυρείται, ότι όποιος εισερχόταν στο μαντείο τούτο, έχανε για λίγο καιρό τον εαυτόν του και πάθαινε κάποια κατάθλιψη -για όποιον ήταν σκυθρωπός, υπήρχε η ρήση «εκ του Τροφωνίου μεμάντευται». Το μόνο που υπενθυμίζει στον σημερινό επισκέπτη ότι ο τόπος ήταν κάποτε ιερός, είναι οι έγγλυφες κόγχες που υπάρχουν δίπλα στις πηγές της Έρκυνας.
Δεν ήταν απλό να επισκεφθεί κανείς ένα μαντείο και να πάρει χρησμό. Χρειαζόταν προετοιμασία ημερών, ώστε να καθαρθεί και σωματικά και ψυχικά. Ο χρηστηριαζόμενος πρώτα προσευχόταν και έκανε λουτρά στα ψυχρά νερά του ποταμού. Κατόπιν προσέφερε θυσίες στον Τροφώνιο και στους θεούς Δία, Ήρα, Κρόνο, Απόλλωνα και Δήμητρα.
Την κρίσιμη νύχτα, πρίν την κάθοδο στον λεγόμενο «Λάκο του Αγαμήδη», oδηγείτο ο χρηστηριαζόμενος έπινε νερό από τις δύο πηγές που ήταν δίπλα. Η μία λεγόταν της Λήθης, για να ξεχάσει ο χρηστηριαζόμενος ό,τι τον βάραινε και η άλλη της Μνημοσύνης, για να θυμάται ό,τι δει και ακούσει στο Μαντείο.
Πηγαίνοντας με συνοδεία στο Μαντείο έκανε μια τελευταία προσευχή εμπρός σ΄ ένα άγαλμα του Διός, έργο του Δαιδάλου. Και έφθανε πια η στιγμή να κατέβει στον λάκκο του, στα βάθη του υπογείου μαντείου. Το όνομα του το μαντείο το οφείλει στον ήρωα Τροφώνιο, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του Αγαμήδη είχαν ανεγείρει τον ναό του Απόλλωνος στους Δελφούς.
Όπως μας λέει ο Πίνδαρος, ιερέας κι αυτός στο Δελφικό μαντείο, όταν οι αδελφοί ετελείωσαν την ανέγερση του ναού και εζήτησαν από τον Απόλλωνα μια ανταμοιβή, ο χρησμός είπε ότι θα τους δοθεί σε επτά ημέρες και αυτοί ήλθαν σ’ αυτόν τον απόκρημνο λόφο, όπου την εβδόμη ημέρα απεβίωσαν. Λέγεται ότι ο Τροφώνιος είχε εισχωρήσει σε ένα σπήλαιο του λόφου, όπου τον βρήκε ο θάνατος και το πνεύμα του έκτοτε εστοιχίωσε τον λόφο.
Επειδή δεν λείπουν οι κακιές γλώσσες (ούτε στην αρχαία εποχή), κυκλοφόρησε και μία άλλη ιστορία. Σύμφωνα μ’αυτήν, κάποιος πλούσιος τους είχε αναθέσει να του κτίσουν ένα απόρθητο θησαυροφυλάκιο. Ο Τροφώνιος όμως το κατασκεύασε έτσι, ώστε να μπορεί κάποιος από έξω, αφαιρώντας έναν λίθο, να εισέρχεται μέσα. Έκτοτε οι αδελφοί έμπαιναν κρυφά αφαιρώντας θησαυρούς, μέχρις ότου ο πλούσιος αντιληφθείς τις κλοπές και αδυνατώντας να βρεί τον τρόπο εισόδου των κλεπτών, έστησε παγίδα.
Όταν λοιπόν ο Αγαμήδης πιάστηκε από την παγίδα, αναγκάστηκε ο Τροφώνιος να τον αποκεφαλίσει και να συναποκομίσει το κεφάλι του, για να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους. Η ιστορία όμως είναι συκοφαντική, αφού το περιστατικό αυτό ήταν παλιό: Είχε λάβει χώραν άλλοτε στην Αίγυπτο από δύο αδέλφια, όπως μας το περιγράφει ο Ηρόδοτος (Β.121).
Ο Τροφώνιος κι ο Αγαμήδης ήσαν αρχιτέκτονες, γιοί του Εργίνου, του βασιλέως του Ορχομενού, αλλά και τόσο ευσεβείς, ώστε αφιερωμένοι στους θεούς δεν νυμφεύθηκαν, αφήνοντας ολόκληρο τον θρόνο της πόλεως. Λέγεται μάλιστα, ότι ο Τροφώνιος και πριν κτίσει τον ναό των Δελφών, λειτουργούσε ως μάντις στον ίδιο αγαπημένο του λόφο, εκεί όπου αργότερα επρόκειτο να πεθάνει και να ιδρυθεί το μαντείο του.
Για την ιστορία ιδρύσεως του Μαντείου μας πληροφορεί ο Παυσανίας. Κάποτε, λέγει, επικράτησε μεγάλη ανομβρία και πήγαν να ζητήσουν βοήθεια από το μαντείο των Δελφών, οπότε ο χρησμός τους υπόδειξε να αποταθούν στον ήρωα Τροφώνιο. Ήλθαν έτσι διάφοροι θεωροί στον λόφο του της Λειβαδιάς, ψάχνοντας να βρούν, πως θα τους βοηθήσει το πνεύμα του Τροφωνίου. Τότε κάποιος ονόματι Σάων, είδε ένα σμήνος μελισσών να εξαφανίζεται σε μια γήινη τρύπα- μπαίνοντας κι αυτός εκεί, ανακάλυψε το υπόγειο σπήλαιο, που έκτοτε κατέστη ένα από τα πιο περιώνυμα μαντεία.
Η είσοδος στο Μαντείο ήταν δύσκολη. Κατέβαινε κανείς πρώτα στον λάκκο του Αγαμήδη, που είχε μια διάμετρο 3μ. και βάθος περίπου 5μ. Ο λάκκος περιβαλλόταν από μαρμάρινο κρηπίδωμα και διακοσμείτο με χάλκινους στύλους. Η κάθοδος γινόταν με μια λεπτή φορητή σκάλα. Στο βάθος του λάκκου ο χρηστηριαζόμενος έπρεπε να ξαπλώσει ανάσκελα και να χωθεί σε μια στενή τρύπα, βάζοντας πρώτα τα πόδια του. Στα χέρια του κρατούσε μελόπιτες, προσφορά στα φίδια της σπηλιάς, για να μην τον ενοχλούν.
Ολισθαίνοντας κατόπιν με ευκολία μέσα στην τρύπα, έφθανε στον μεγάλο υπόγειο χώρο. Εκεί έμενε επί ώρες στο απόλυτο σκοτάδι, περιμένοντας την εμφάνιση του «δαίμονος». Η παραμονή μέσα στο σπήλαιο του Μαντείου μπορούσε να κρατήσει πολύ- μερικοί έμεναν ολόκληρες ημέρες. Η επίσκεψη στο σκοτεινό μαντείο δεν είχε δυσάρεστα απρόοπτα. Μόνον μια περίπτωση θανάτου αναφέρεται, όταν κάποιος ακόλουθος του Δημητρίου Πολιορκητού μπήκε για να ψάξει, νομίζοντας ότι θα βρει χρυσά αναθήματα, και χάθηκε. Μετά από πολύν καιρό βρέθηκε το σώμα του γκρεμισμένο από κάποιο άλλο μέρος του λόφου.
Στην έξοδό του από το Μαντείο ο χρηστηριασθείς παραλαμβανόταν από ιερείς, που τον οδηγούσαν σε ένα δώμα,όπου έμεναν μαζί του για να συνέλθει. Σ’ αυτό το δώμα διηγείτο στους ιερείς τα διατρέξαντα, τι είδε και τι άκουσε, οι δε ιερείς του υπενθύμιζαν την υποχρέωσή του, να μην διηγηθεί σε κανέναν άλλον τα φοβερά ακούσματα. Λέγεται πάντως, ότι μέσα στο σκοτάδι άκουγε ξάφνου κανείς μια φωνή να του ομιλεί και να του απαντά σ’αυτά που σκεπτόταν. Οι χρησμοί του Μαντείου έμεναν απόρρητοι. Μεταξύ των χρηστηριασθέντων ήταν κι ο Παυσανίας-περιγραφή (Βοιωτ.39)- αποφεύγοντας κι αυτός να μας πει τον χρησμό.
Το Τροφώνιο Μαντείο λειτουργούσε ως την Βυζαντινή εποχή. Ήταν από τα τελευταία που κατέστρεψε ο φανατισμός της εποχής. Στο λόφο υπήρχαν πολλοί ναοί και αγάλματα. Στο άλλο άκρο του λόφου είχε αρχίσει στην Ελληνιστική εποχή να ανεγείρεται κι ένας μεγάλος ναός του Διός, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Στην ολοκληρωτική καταστροφή του χώρου συνέβαλαν και οι Καταλανοί, όταν έχτισαν εκεί επί Φραγκοκρατίας τείχη και πύργους, χρησιμοποιώντας λίθους των αρχαίων ναών.
Πολλοί έχουν ερευνήσει τον λόφο, για να εντοπίσουν τον ακριβή χώρο του Μαντείου, αλλά μάταια. Εν τούτοις, ο αείμνηστος φίλος και ερευνητής Δημήτρης Δημόπουλος πιστεύει, ότι η αναζητούμενη θέση είναι εμφανής. Ακριβώς στην κορυφή του λόφου (ο Παυσανίας μας λέει πως το μαντείο ήταν «υπεράνω του όρους») έχει ανεγερθεί βυζαντινός ναός, αδιάψευστη μαρτυρία, σύμφωνα με την τότε συνήθεια, της ιερής θέσεως.
Ο συγκεκριμένος μάλιστα ναός έχει την μοναδική ιδιαιτερότητα, να είναι διώροφος: Υπάρχει ο ισόγειος ναός της Αγ. Σοφίας και από κάτω ο υπόγειος ναός της Αγίας Βαρβάρας. Οι διαστάσεις δε του υπογείου ναού έχουν ακριβώς τις διαστάσεις του λάκκου του Αγαμήδη που δίνει ο Παυσανίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι από εκεί (από το ιερό της Αγίας Βαρβάρας) ξεκινούσε η οπή, που οδηγούσε στο υπόγειο σπήλαιο-μαντείο. Πράγματι, σε απόσταση 25-30 μ. από τον βυζαντινό ναό αρχίζει μια απότομη κατωφέρεια του εδάφους, η οποία δείχνει την θέση που ήταν άλλοτε το υπόγειο Μαντείο. Προφανώς, στην εποχή του φανατισμού ο χώρος είχε πλήρως ανασκαφεί, ώστε τίποτε να μη μείνει από το ιερό σπήλαιο.
Ιδιομορφία του Μαντείου αποτελεί το γεγονός, ότι ήταν σπηλαιώδες, κάτι που δεν συνηθιζόταν στην Ελλάδα μετά την επικράτηση της Ολυμπιακής θρησκείας. Σε πανάρχαιες εποχές, όταν η θεά Γη ήταν η εξάρχουσα, τα σπηλαιώδη μαντεία ήταν ο κανόνας- είτε αυτά λειτουργούσαν τότε ως Νυμφαία είτε ως Εγκοιμητήρια.
Η ίδρυση όμως υπογείου μαντικού χώρου σε όψιμη εποχή, και μάλιστα με την προτροπή του Απόλλωνος αποτελεί όντως την μεγάλη ιδιαιτερότητα του Τροφωνίου, που συνδέει έτσι την προολυμπιακή με την ολυμπιακή θρησκευτική εποχή. Γι’ αυτό βλέπουμε να τιμάται στον χώρο η Γη-Μήτηρ (Δημήτηρ) ως τροφός του Τροφωνίου παράλληλα με τον θεό Δία, έτσι ώστε το Μαντείο να ονομάζεται του «Τροφωνίου Διός».