80 χρόνια έχουν περάσει από ένα τα πιο φριχτά εγκλήματα των Ναζί στην Ελλάδα: Η σφαγή του Χορτιάτη

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Το ημερολόγιο έγραφε 2 Σεπτεμβρίου 1944 όταν οι Ναζί έκαψαν ζωντανούς και εκτέλεσαν 149 ανθρώπους σε ένα φρικιαστικό έγκλημα, που έμεινε γνωστό ως «Σφαγή του Χορτιάτη» ή «Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη».

Όλα ξεκίνησαν από μία ενέδρα ανδρών του ΕΛΑΣ στο βυζαντινό υδραγωγείο της Θεσσαλονίκης εναντίον Ελλήνων υπαλλήλων του Οργανισμού Ύδρευσης και λίγων Γερμανών, που είχε ως αποτέλεσμα τα βάρβαρα αντίποινα των Γερμανών Ναζί,  υπό τις οδηγίες του αιμοσταγούς Φριτς Σούμπερτ και τη συνεργασία Ελλήνων δωσίλογων.

Μια διμοιρία του ΕΛΑΣ με επικεφαλής το Βάιο Ρικούδη, που ανήκε στο λόχο του Αντώνη Καζάκου (Καπετάν Φλωριά), χτύπησε στη θέση «Καμάρα», έξω από το χωριό Χορτιάτης, δύο αυτοκίνητα που κατευθύνονταν σ’ αυτό. Πρώτα χτυπήθηκε ένα αυτοκίνητο που ανήκε στον Οργανισμό Ύδρευσης Θεσ/νίκης και λίγο αργότερα ένα γερμανικό αυτοκίνητο που ακολουθούσε. Από την επίθεση των ανταρτών στο πρώτο αυτοκίνητο τραυματίστηκαν ο οδηγός Κλεάνθης Τερζόπουλος και ο εργοδηγός Γεώργιος Σιδερίδης, ο οποίος αργότερα υπέκυψε στα τραύματά του. Από την επίθεση στο γερμανικό αυτοκίνητο υπήρξε ένας νεκρός. Οι αντάρτες έπιασαν έναν από τους Γερμανούς που επέβαιναν στο αυτοκίνητο (υπάρχει και η εκδοχή ότι παραδόθηκε ο ίδιος) ενώ ο άλλος που ίσως και αυτός είχε τραυματιστεί, κατάφερε να διαφύγει και έφτασε στο Ασβεστοχώρι όπου ειδοποίησε τις γερμανικές αρχές.

Η μάνα που έσωσε τα αγόρια

Ο Διογένης Δημητρακόπουλος, ανταποκριτής της Deutsche Welle στη Θεσσαλονίκη, μίλησε με επιζώντες.

«Η μάνα μου είπε να πάω στο φούρνο πρώτα να πάρω ψωμί και να το αφήσω στο σπίτι. Στο δρόμο συνάντησα την ομάδα των ανταρτών, τους προσπέρασα, συνάντησα στο δρόμο τον αδερφό μου, έπιασα την κουβέντα. Τότε, έρχεται το πρώτο γερμανικό στρατιωτικό αυτοκίνητο με τη συνοδεία υπαλλήλων της εταιρείας ύδρευσης Θεσσαλονίκης για να χλωριώσει το νερό. Μετά από πέντε λεπτά ακούμε τους πυροβολισμούς και βλέπαμε τους αντάρτες να φεύγουν από το υδραγωγείο. Η μητέρα μου που άφησε τις αδερφές μου στο αμπέλι, μας συνάντησε στο δρόμο και μας είπε να πάρουμε τις αγελάδες και να πάρουμε το δρόμο σε ένα φαράγγι.

«Θα πάρω τα κορίτσια και θα έρθω να σας βρω», μας είπε. Ήταν η τελευταία στιγμή με τη μάνα μας. Ξανά δεν την είδαμε», αφηγείται στην Deutsche Welle, o Μανώλης Γκουραμάνης, Πρόεδρος Συλλόγου Οικογενειών Θυμάτων Ολοκαυτώματος Χορτιάτη.

Μέχρι τότε δεν είχε νιώσει κάποιο φόβο για τους Γερμανούς. Η διαταγή του Σούμπερτ στην καταδιωκτική του ομάδα (Jagdkommando) ήταν όποιος κινείται να συλλαμβάνεται και στην παραμικρή αντίσταση να δολοφονείται. «Τους έριξαν στα ζυμωτήρια, στο φούρνο, φέρανε ξερά χόρτα και εύφλεκτη ύλη, τους κάψανε ζωντανούς. Γλιτώσανε τρία παιδιά που κάνανε τους πεθαμένους κι από αυτούς μάθαμε για τους δικούς μας ανθρώπους που καήκανε. Τα σπίτια μας λεηλατήθηκαν και καήκαν. Όταν γυρίσαμε στο χωριό βρίσκαμε μόνο οστά και στάχτες», λέει ο Γκουραμάνης που έχασε σε ηλικία 7 χρονών τη μητέρα του, δύο αδερφές, τρεις πρώτες ξαδέρφες και μια θεία του.

Η ζωή τα έφερε να μεταναστεύσει στη Γερμανία κόντρα στη γνώμη του πατέρα του. «Το πρώτο σοκ το έπαθα φτάνοντας στο σταθμό του Μονάχου όταν ακούω «Achtung, Achtung» και ήρθαν απευθείας οι μνήμες από την Κατοχή στο Χορτιάτη. Ήθελα να πάρω το πρώτο τρένο και να γυρίσω πίσω», λέει χαρακτηριστικά και συνεχίζοντας αναφέρει: «Γνώρισα πολλούς Γερμανούς κι έτσι πλέον δεν έχω την ίδια εντύπωση όπως είχα από την Κατοχή. Υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι σε όλες τις εθνότητες. Υποδέχομαι τώρα γκρουπ Γερμανών στο Χορτιάτη που κλαίνε όταν τους διηγούμαι την ιστορία του Ολοκαυτώματος», λέει χαρακτηριστικά.

Η μυρωδιά του θανάτου και του καμένου

«-Γιαγιά, γιαγιά οι αντάρτες κουβαλάνε ένα Γερμανό. Πάμε να φύγουμε!-Καλά χαζό είσαι; Τι θα μας κάνουν εμάς; Τι δουλειά έχουμε με τους Γερμανούς και τους αντάρτες;».

Η 9χρονη τότε Μαίρη Ανάσογλου, με το πείσμα και το ένστικτο της έπεισε τη γιαγιά της και φύγανε από το Χορτιάτη και ανέβηκαν στο βουνό. Έτσι πρόλαβε να σώσει αυτήν και τη ξαδέλφη της Σούλα, όχι όμως τους φίλους τους που έκαψαν οι Γερμανοί ζωντανούς στο φούρνο του Γκουραμάνη στο Χορτιάτη.

«Σε λίγο ακούμε βουή, βλέπουμε από το δρόμο τα καμιόνια των Γερμανών. Τρέχουμε στο βουνό μαζί με άλλους χωριανούς. Σε ένα ύψωμα κοιτάζω προς τα κάτω, βλέπω το χωριό να καίγεται. Ο ουρανός γεμάτος καπνούς, μυρίζαμε τη μυρωδιά του καμένου», περιγράφει η σχεδόν 90χρονη σήμερα Μαίρη Ανάσογλου.

«Θυμάμαι μια κοπελίτσα μεγαλύτερη από μένα γύρω στα 12-13 που ήρθε ταλαιπωρημένη με εγκαύματα στο βουνό. Λέγανε ότι την είχε περιθάλψει ένας Ιταλός γιατρός. Μας είπε: «Μας βάλανε στο φούρνο, με τη μαμά μου κι άλλους για να μας κάψουν. Πήδηξα από το παράθυρο, σύρθηκα και γλίτωσα». Είχα ακούσει ότι σούβλισαν ένα μωρό. Το μίσος που είχα για τους Γερμανούς ήταν μεγάλο. Σκέφτηκα όμως μετά από χρόνια ότι ήταν λάθος των ανταρτών που προκάλεσε τέτοια αντίποινα», περιγράφει ανατριχιάζοντας.  Έμεινε για πολλές μέρες στο βουνό, υπό την φροντίδα των ανταρτών, με ένα πέδιλο κι ένα ρούχο. Ένα θείος της από την Πυλαία της έφερε με ένα κάρο στη μητέρα της στη Θεσσαλονίκη,  που τη έψαχνε εναγωνίως για ένα μήνα. «Τρέχαμε γύρω από τα δέντρα για να γλιτώσουμε από τις βόμβες», λέει χαρακτηριστικά. Κάθε φορά που πήγαινε μετά στο Χορτιάτη της ερχόταν εκείνη η μυρωδιά του καμένου.

Πηγή: Deutsche Welle

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ