Βασίλης Δημ. Χασιώτης
«Υπάρχει ένα είδος αυτοδηλητηριασμού που κουβαλάει μαζί του αυτό το συγκρότημα : Θανατεροί ψίθυροι στους διαδρόμους, μακιαβελική σιωπή γεμάτη κακοήθη μικρόβια, μπηχτές στη ράχη, καθώς προχωρείς ανύποπτος. Και η κατάσταση τραβάει, σέρνεται. Φύγαμε για να συνεχίσουμε τον πόλεμο, και ο καθένας δεν σκέπτεται παρά τον εαυτό του […] Αλλά οι κεφαλές, για όνομα του Θεού, οι κεφαλές. τους συλλογίζεσαι κι έχεις όρεξη για κλάματα. Τώρα έγινε ό,τι έγινε και τίποτε δεν μπορεί ν’ αλλάξει όσο να λευτερωθεί ο τόπος. Η μόνη παρηγοριά είναι ότι, σαν φτάσουμε στο τέλος της μεγάλης περιπέτειας, όλοι ετούτοι θα έχουν σαρωθεί από εκείνους που ζούνε το σημερινό δράμα της σκλαβιάς. Εκείνους που, καθώς φαντάζομαι, θα είναι σε θέση να μιλήσουν τη λαλιά της Ελλάδας.»
(Χάγκεν Φλάϊσερ : Στέμμα και Σβάστικα, Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2009, Τόμος Α΄, σελ. 189-190)
Η εικόνα στη τηλεόραση από τη πρόσφατη (29/8) συνάντηση του Έλληνα και Τούρκου υπουργού Εξωτερικών στην Άτυπη Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης : Οι δύο υπουργοί αγκαλιάζονται και ασπάζονται ο ένας τον άλλον.
Η εικόνα απαιτεί σχολιασμό;
Λοιπόν, αν κάποιος μου απαντήσει αν θα απαιτούνταν σχολιασμός, αν αντί του Τούρκου υπουργού εξωτερικών ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών ασπάζονταν τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών, τότε, ανάλογα με την απάντηση που θα έδινε, θα απαντούσα αναλόγως. Αν η απάντηση ήταν ναι, τότε, ναι, ο εναγκαλισμός του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών με τον Τούρκο ομόλογό του, απαιτεί σχολιασμό, αν δε η απάντηση ήταν όχι, τότε, ο εναγκαλισμός του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών με τον Τούρκο ομόλογό του, για μένα θα εξακολουθεί να απαιτεί σχολιασμό έστω και αν δεν απαιτείται για εκείνον που ισχυρίζεται το αντίθετο.
Η εικόνα αποτελεί και μέσο επικοινωνίας. «Μιλά». Στέλνει μηνύματα και μάλιστα με τρόπο πολύ γλαφυρό και επομένως πολύ πιο άμεσο με λιγότερα διπλωματικά και πολιτικά υπονοούμενα. Το μήνυμα είναι εξίσου σημαντικό για όλα τα μέρη. Έτσι στην παραπάνω εικόνα του εναγκαλισμού του Έλληνα και Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, το μήνυμα που στέλνεται αφορά και τις δύο πλευρές (διπλωματικά και όχι μόνο, αφορά όχι μόνο τους λαούς που εκπροσωπούν, αλλά την διεθνή Κοινή Γνώμη και τις Κυβερνήσεις διεθνώς).
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών «λέει» (με τον εναγκαλισμό του) : ποιος σας μιλά για τουρκικό αναθεωρητισμό, ποιος σας λέει ότι η Τουρκία κακώς δεν αναγνωρίζει την (ενιαία) Κύπρο ως κυρίαρχο (και άρα ανεξάρτητο) Κράτος, ποιος σας μιλά για ωμότητες και εγκλήματα της Τουρκίας στην Κύπρο, για εισβολή και κατοχή, ποιος σας λέει ότι κακώς αμφισβητούμε τα «δικαιώματά» μας στο μισό Αιγαίο και τη Θράκη ποιος σας λέει ότι το casus belli τέθηκε έτσι ως μη όφειλε, ότι δεν έχει βάση το εκ μέρους μας γκριζάρισμα του Αιγαίου (και όχι μόνο : μέχρι και η Γαύδος είχε μπει κάποια στιγμή στο μικροσκόπιο των τουρκικών «ενδιαφερόντων»); Όσοι ισχυρίζεστε πως εμείς είμαστε ο θύτης και εμείς είμαστε οι καταπατητές του Δικαίου, τότε, πώς είναι δυνατόν το θύμα να σπεύδει να εναγκαλιστεί τον θύτη, και κυρίως, πώς είναι δυνατόν το άμεσο θύμα στο ζήτημα του «Κυπριακού», η κυπριακή δηλαδή Κυβέρνηση, την οποία μάλιστα δεν αναγνωρίζουμε, κι αυτή να σπεύδει να μας καλέσει να παρευρεθούμε σε μια «οικογενειακή» σύναξη των Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Υποθέτω, πως η εικόνα του «εναγκαλισμού» από πλευράς του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, ίσως κάπως έτσι να μπορούσε να προβληθεί με τα ανάλογα μηνύματα ασφαλώς.
Και από πλευράς του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών ποιο μπορεί να είναι το μήνυμα της εικόνας του εναγκαλισμού; Προσωπικά, αδυνατώ να βρω έναν καλό λόγο που μπορεί να δικαιολογήσει τέτοιου είδους «θερμές» διαχύσεις. Ούτε τι είδους θετικό μήνυμα μπορεί να στείλει για την «καλή εικόνα» της ελληνικής διπλωματίας, εξόν ίσως, από το να επιβεβαιωθεί γι’ ακόμα μια φορά, το πόσο προσηλωμένοι είμαστε στη στρατηγική του κατευνασμού, μια στρατηγική που τόσο ακριβά μας έχει στοιχίσει, μια στρατηγική η οποία δίνει σταθερό πάτημα στην Τουρκία να μας τοποθετεί συνεχώς στο ρόλο του τερματοφύλακα και τον εαυτό της στον ρόλο του εκτελεστή των διαρκών πέναλτι που καταλογίζει σε βάρος μας με διάφορες προφάσεις ή και χωρίς καμία πρόφαση. Διχοτόμηση της Κύπρου, γκριζάρισμα του Αιγαίου με διαρκείς αμφισβητήσεις εθνικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά και της εθνικής μας κυριαρχίας, ΑΟΖ, αποστρατικοποίηση νησιών μας, αποτελούν τις πλέον χαρακτηριστικές επιθετικές στρατηγικές σε βάρος της χώρας μας και της Κύπρου. Απέναντι σ’ αυτές αντιπαρατάσσουμε διαρκώς αμυντικές πολιτικές, πολιτικές κατευνασμού και υποχωρητικότητας.
Όμως, αυτή η διαρκής κατευναστική μας στάση και διάθεση, δεν είναι κάτι που δεν παράγει αποτελέσματα ακόμα και στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου το οποίο διαρκώς επικαλούμαστε, ως εάν να υπάρχει όντως ένα «Διεθνές» Δίκαιο και όχι μια πληθώρα « Διεθνών» Δικαίων, ανάλογα με το ποιος το επικαλείται την κάθε φορά και για ποιον λόγο, ένα «Διεθνές Δίκαιο» του οποίου η ερμηνεία διαφοροποιείται ενίοτε επί παρομοίων αν όχι ομοίων ζητημάτων, από τον ίδιο ερμηνευτή, ανάλογα με τη σκοπιμότητα που εξυπηρετεί και εξυπηρετείται την κάθε φορά. Και αποτελέσματα παράγει και κόστος έχει για εμάς. Η σημαντικότερη συνέπεια και το σημαντικότερο συνεπαγόμενο κόστος, όπως εγώ το εκτιμώ, είναι πως όταν επί δεκαετίες εφαρμόζεται μια τέτοια πολιτική, στους τρίτους και σε κάθε περίπτωση με όσους (τρίτους) βολεύονται απ’ αυτή, είναι πως η διαρκής ελληνική υποχωρητικότητα έναντι των διαρκών τουρκικών διεκδικήσεων, κι αυτό ανεξάρτητα από την λεκτική απόρριψή τους εκ μέρους μας, δεν μπορεί παρά «κάτι» να ενέχει ως λογική ή και «δίκαιο» στις διεκδικήσεις της Τουρκίας. Δεν μπορεί να είναι «τρελοί» ή να το «παίζουν τρελοί». Ιδίως μάλιστα αν ο «διεκδικών» προχωρεί και σε δυναμικές διεκδικήσεις τις οποίες όμως, αυτός που τις καταγγέλλει, τις καταγγέλλει μονάχα «λεκτικά» διότι, «λογικά», ο οιοσδήποτε υφίσταται μια είδους αμφισβήτηση δικαιώματος ή «κλοπή» πράγματος, θα διεκδικήσει εξίσου δυναμικά τουλάχιστον να επανακτήσει το δικαίωμα ή το πράγμα. Μου έρχεται εδώ στο νου, η επιχειρηματολογία εκείνων που υπέγραψαν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ποιο ήταν το κυρίαρχο επιχείρημά τους; Ήταν ότι επί δεκαετίες η Ελλάδα, παρ’ ό,τι έβλεπε την προπαγάνδα των Σκοπίων να οργιάζει διεθνώς στο ζήτημα του ονόματος και θεωρώντας, πως ότι κι αν έκαναν η ιστορική αλήθεια ήταν πάντα με το μέρος μας και επομένως, δεν είχαμε και σοβαρούς λόγους να ανησυχούμε, ξαφνικά διαπιστώσαμε πως σχεδόν το σύνολο των Κρατών της Γης, είχε υιοθετήσει τη σκοπιανή προπαγάνδα και επομένως, λίγα πράγματα μπορούσαμε να κάνουμε. Ασφαλώς, αυτό το «λίγα πράγματα» δεν ισχύει, διότι ακόμα και τότε, είχαμε στα χέρια μας πολλαπλάσια όπλα πίεσης των Σκοπίων και εκείνων των συμμάχων μας (στο ΝΑΤΟ) και εταίρων μας (στην Ευρωπαϊκή Ένωση) που πίεζαν για «λύση», κυρίως το όπλο της αρνησικυρίας για την εισδοχή τους, τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως, αυτά τα «όπλα» απαιτούν και ανάλογους ικανούς και θαρραλέους χειριστές, προσόντα παντελώς άγνωστα στην προκειμένη περίπτωση (όπως και σε πολλές άλλες).
Παραπάνω θέσαμε το ερώτημα, αν υπάρχει κάποια λογική εξήγηση γιατί με την Τουρκία να εξακολουθούμε να έχουμε διπλωματικές σχέσεις, αλλά διακόψαμε τις σχέσεις μας με τη Ρωσία. Τι περισσότερο κακό σε σχέση με τη Τουρκία μας έκανε η Ρωσία, εννοώ στην Ελλάδα και στη Κύπρο, που να δικαιολογεί την έκρηξη αντιρωσισμού, για να αφήσω παράμερα το γεγονός ότι η ελληνική Κυβέρνηση έχει επιδοθεί και σε ένα αγώνα πλειοδοσίας εναντίον της Ρωσίας, μη τυχόν και της κλέψει τη «δόξα» καμία άλλη Κυβέρνηση; Ποιο ακριβώς εθνικό συμφέρον μας εξυπηρετούμε; Θα έλεγα κανένα, όμως, εύχομαι στην πορεία των πραγμάτων, να μην απαιτηθεί η κρίσιμη υπέρ ημών παρέμβαση της Ρωσίας στους διεθνείς οργανισμούς, π.χ., στον ΟΗΕ, εάν, πράγμα όχι χωρίς ιστορικά προηγούμενα, «φίλοι» και «σύμμαχοι» θα το παίζουν Πόντιοι Πιλάτοι σε μια δύσκολη στιγμή για τα εθνικά μας θέματα, αν δεν μας «πουλήσουν» κάτι για το οποίο επίσης υπάρχουν ιστορικά προηγούμενα.
*
Το γιατί όμως η Ελλάδα βρίσκεται διαρκώς στην ανάγκη να παίζει τον ρόλο του «τερματοφύλακα» αναμένοντας πώς θα αποκρούσει την επόμενη επίθεση, ασφαλώς, δεν είναι ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί μονολεκτικά και μονοδιάστατα. Ασφαλώς όσοι έχουν ασχοληθεί με τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό ενδελεχώς, κάτι που δεν ισχύει για τον γράφοντα που τοποθετείται από την πλευρά του απλού πολίτη, θα μπορούσαν να μας διαβεβαιώσουν ότι υπάρχει ένα πλέγμα παραγόντων που συνθέτουν την «μεγάλη εικόνα», που έχουν να κάνουν με την εσωτερική πολιτική, οικονομική και οικονομική κατάσταση, όσο και με τον «εξωτερικό παράγοντα», εν προκειμένω κυρίως οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, σε κάθε περίπτωση, πέραν αυτών των παραγόντων, ας μου επιτραπεί να ισχυριστώ πως μεγάλη σημασία έχει και το ζήτημα της Πολιτικής Ηγεσίας. Έχει τεράστια σημασία ποιοι είναι στη κάθε συγκυρία οι ηγέτες εκείνοι οι οποίοι η ιστορική συγκυρία τους έχει αναγορεύσει σε χειριστές των μειζόνων εθνικών μας ζητημάτων.
Δυστυχώς, κατά την δική μου αντίληψη των πραγμάτων, στο ζήτημα αυτό, δηλαδή της Πολιτικής Ηγεσίας, η χώρα μας έχει τεράστιο κενό. Το βάρος των εθνικών μας προβλημάτων είναι δυσανάλογο προς τις δυνατότητες και τις ικανότητες αυτής της Ηγεσίας. Λέγοντας δε «Πολιτική Ηγεσία», δεν αναφέρομαι μονάχα στη Κυβέρνηση, μα στο «Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας», δηλαδή και τα άλλα εν δυνάμει κόμματα εξουσίας. Είναι το ίδιο πολιτικό Σύστημα Εξουσίας που στάθηκε ανίκανο να αποτρέψει την πορεία της χώρας προς την Κρίση του 2010, είναι το ίδιο που παρέδωσε την διαχείριση της Κρίσης στην ξενόφερτη Τρόικα, είναι το ίδιο που μετά την εγκαθίδρυση των Μνημονίων ανέλαβε γι’ ακόμα μια φορά, να μας οδηγήσει σε ένα ευοίωνο μέλλον, αν και ουδεμία εμπειρία διαθέτει επ’ αυτού, το οποίο μέλλον Ξένες Δυνάμεις (οι «Δανειστές» μας) καθόρισαν τουλάχιστον μέχρι το 2060, ασφαλώς με βάση το εθνικό μας συμφέρον και με γνώμονα το καλό του ελληνικού λαού! Σε παλαιότερα άρθρα μου, όταν τύχαινε να αναφερθώ στο Πολιτικό αυτό Σύστημα, συχνά αναφερόμουν στο απόσπασμα του Σεφέρη, που αν και είχε διατυπωθεί σε άλλες εποχές και για άλλες περιστάσεις, εν τούτοις το εύρισκα, όπως και σήμερα, πάντα επίκαιρο, το οποίο παρατίθεται ακριβώς κάτω από τον τίτλο του άρθρου.
Αν και δεν προτίθεμαι να επεκταθώ άλλο πάνω στο πολύ σημαντικό ζήτημα, τι συνιστά το περιεχόμενο της «πολιτικής ηγεσίας» και ποιοι πολιτικοί μπορούν να θεωρηθούν και ως (πολιτικοί) «ηγέτες», εν τούτοις θα κάνω μια μονάχα πολύ σύντομη διευκρίνιση, αφήνοντας την περαιτέρω ανάλυσή του για ένα άλλο άρθρο. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε το γεγονός πως η έννοια αυτή, χρησιμοποιείται συχνά ανερμάτιστα και χωρίς καμία προσπάθεια διάγνωσης αν όντως περιγράφει μια πραγματικότητα ή όχι, ώστε συνεπεία αυτού του «πληθωρισμού» αναφορών κατά τα ανωτέρω, να έχει χαθεί και το πραγματικό της περιεχόμενο. Έτσι, π.χ., αναφέρονται ως (πολιτικοί) «ηγέτες» κρατικοί αξιωματούχοι ή πολιτειακοί άρχοντες, χωρίς όμως αναγκαίως να δικαιούνται και τον τίτλο του (πολιτικού) ηγέτη, απλώς και μόνο επειδή κατέχουν ένα ανώτατο κρατικό αξίωμα. Το ένα δεν συνεπάγεται το άλλο αναγκαίως. Είναι πολύ χαρακτηριστικό πως οι Γάλλοι διακρίνουν στο λεξιλόγιό τους τον απλό πολιτικό από τον «μεγάλου διαμετρήματος» πολιτικό (τον όντως πολιτικό ηγέτη), χρησιμοποιώντας για τον πρώτο τη φράση homme politique, και για τον δεύτερο τη φράση homme d’ Etat. (Μια πολύ προσφυή ερμηνεία που βρήκα, είναι και τούτη, σε ό,τι αφορά τη διαφορά της πρώτης και δεύτερης έννοιας : «…η πρώτη σκέφτεται τις επόμενες εκλογές, η δεύτερη την επόμενη γενιά» δες : https://dicocitations.lemonde.fr/ citations/citation-51322.php).