Tην τελευταία 20ετία, κατά μέσο όρο κάθε χρόνο στην Ελλάδα ξεσπούν περίπου 10.000 πυρκαγιές και αποτεφρώνονται 386.812 στρέμματα. Οι κυβερνήσεις αποδίδουν την αδυναμία τους να περιορίσουν τις συνέπειες στις καιρικές συνθήκες και πότε επικαλούνται τις πευκοβελόνες και τις κουκουνάρες, πότε τον «στρατηγό άνεμο» και πάντα την ανυπαρξία σχεδίου των προηγούμενων.
Του ΜΠΑΜΠΗ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ – Εφημερίδα «Έλληνας Αγρότης»
Κάθε χρόνο, οι διαπιστώσεις ίδιες, οι εξαγγελίες ίδιες και τα αποτελέσματα το ίδιο τραγικά. Η κυβέρνηση δικαιολογείται όπως μπορεί. Η αντιπολίτευση διαμαρτύρεται γενικώς και οι καταστροφές αυξάνονται, αντί να μειώνονται.
Μέχρι τώρα, παρά το γεγονός ότι οι επιστήμονες δείχνουν τον ένοχο, που είναι η έλλειψη σχεδιασμού, οι κυβερνήσεις περιορίζονται στην καταστολή χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να απαντήσουν σε βασικά ερωτήματα που αναδεικνύονται ύστερα από μια μεγάλη πυρκαγιά.
Αν και έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια από τότε που η κατάσβεση πυρκαγιών πέρασε από τις Διευθύνσεις Δασών στην Πυροσβεστική, δεν έχει αξιολογηθεί ακόμη ως προς την αποτελεσματικότητά της αυτή η μεταφορά αρμοδιοτήτων, που έγινε το 1998 από τον τότε υπουργό Γεωργίας Στέφανο Τζουμάκα. Οι δασικοί αντιδρούσαν, αλλά η απόφαση είχε ληφθεί. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει αν αυτό ωφέλησε ή επέτεινε το πρόβλημα.
Κάθε χρόνο γίνεται λόγος για καθαρισμό στα δάση, αλλά κανείς δεν λέει πώς, πότε και από ποιους θα γίνει αυτός. Παρά το γεγονός ότι οι Αρχές έχουν στη διάθεσή τους μέρες πριν όλα τα επιστημονικά δεδομένα για τον καιρό, και όχι μόνο, κανείς δεν απαντά γιατί οι πυροσβεστικές δυνάμεις, παρά τον ηρωισμό τους, πιάνονται στον ύπνο.
Αν και το ανάγλυφο των βουνών είναι πλέον καταγεγραμμένο και η συμπεριφορά των ανέμων γνωστή εκ των προτέρων, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα γιατί δεν σχεδιάζεται σωστά ο τρόπος αντίδρασης, ακόμη και στη λογική των πιθανών εναλλακτικών σεναρίων.
Στοιχεία για το πώς συμπεριφέρεται η πυρκαγιά στο σύνολο των δασών σε κάθε περίοδο του καλοκαιριού υπάρχουν, ωστόσο δεν φαίνεται να αξιολογούνται επαρκώς.
Κανείς δεν απαντά στο ερώτημα αν ο σχεδιασμός κρίνεται επαρκής στις σημερινές συνθήκες και αν γίνονται αποδεκτές οι θέσεις των ειδικών επιστημόνων. Και, αν ναι, γιατί αυτοί αντιδρούν στις κυβερνητικές αποφάσεις; Απάντηση δεν υπάρχει και στην ερώτηση αν κυβέρνηση, οι περιφέρειες και οι δήμοι ακολουθούν τους βασικούς κανόνες συντονισμού πριν από τη θερινή περίοδο. Κάποιες εγκύκλιοι δεν λύνουν το πρόβλημα. Κάποιοι δήμοι καθαρίζουν τα οικόπεδα και τους ελεύθερους χώρους, κάποιοι άλλοι όχι, ενώ ουδείς ασχολείται με τις χιλιάδες χωματερές μέσα σε δάση.
Ολα αυτά τα χρόνια που παρακολουθούμε σε ζωντανή μετάδοση τις πυρκαγιές, αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι ότι δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για το πώς πρέπει να αντιδράσουν οι πολίτες. Ποια είναι τα σημεία συγκέντρωσης σε περίπτωση ανάγκης; Πώς να ντύνονται; Πώς να βοηθούν χωρίς να κινδυνεύουν; Ακόμη και σήμερα, το ερώτημα να μένουν ή να φεύγουν οι πολίτες από τον τόπο της πυρκαγιάς δεν έχει απαντηθεί…
Ακόμη, δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα, ύστερα από τόσα χρόνια, πόσα και τι μέσα πυρόσβεσης χρειαζόμαστε, πόσους πυροσβέστες και πόσες δυνάμεις υποστήριξης. Στο πλαίσιο της πρόβλεψης, πόσος χρόνος αφιερώνεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες τον χειμώνα στην προετοιμασία για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών του καλοκαιριού.
Τέλος, απάντηση δεν έχει δοθεί στο πώς οι εξαντλημένοι από την υπερπροσπάθεια πυροσβέστες είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους χωρίς εφεδρείες.
Στο ίδιο έργο θεατές με… διαχείριση της ήττας
Οσες ερωτήσεις και αν γίνουν στον πρωθυπουργό και στους αρμόδιους υπουργούς, οι απαντήσεις είναι στερεότυπες και στο πλαίσιο διαχείρισης μιας ήττας…
Στην αρχή θα εξαγγείλουν άμεσα μέτρα. Θα αναζητήσουν στέγη για ανθρώπους και ζώα (που τα εγκατέλειψαν… φιλόζωοι), και μοιραία θα κατηγορήσουν τους προηγούμενους. Θα δηλώσουν οργισμένοι ότι δεν θα επιτραπεί καμία ανθρώπινη παρέμβαση στα καμένα και πως θα αρχίσει αμέσως η αναδάσωση…
Θα ξεκινήσει τότε μια ατέρμονη συζήτηση για το αν θα πρέπει να αφεθεί η φύση να κάνει τη δουλειά της ή αν θα αρχίσει άμεσα η δενδροφύτευση. Στη συζήτηση θα μπει και το θέμα της φύτευσης δέντρων που επιβραδύνουν την εξάπλωση της πυρκαγιάς.
Και, μόλις κλείσει και αυτή η επικίνδυνη περίοδος, θα δούμε να ξεφυτρώνουν βίλες και άλλα κτίσματα στα καμένα, τα οποία ποτέ δεν κατεδαφίζονται παρά τις απειλές. Θα δούμε καταπατήσεις εκτάσεων, και τα τελευταία χρόνια και γιγαντιαίες ανεμογεννήτριες… Η κυβέρνηση θα τα απαγορεύσει όλα αυτά, αλλά ποτέ δεν θα μπει στον κόπο να ελέγξει αν τηρούνται οι εξαγγελίες της…
Μεταξύ χειμώνα και θέρους, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κάθε φορά που γίνεται λόγος για κλιματική κρίση και για το περιβάλλον, θα ανταλλάσσουν κραυγές και ο ένας θα επικαλείται τα πεπραγμένα του άλλου.
Η φωτιά του 2007 στην Ηλεία, με τους 84 νεκρούς, ήταν μέχρι το Μάτι η μεγάλη κηλίδα στην ιστορία της πυρόσβεσης. Μετά την πυρκαγιά στο Μάτι, το 2018, με τους 104 νεκρούς, το κλίμα άλλαξε. «Εσείς έχετε περισσότερους νεκρούς στη βάρδια σας». «Ναι, αλλά εσείς έχετε καταστρέψει τα δάση, τα οποία δανειστήκαμε από τα παιδιά μας» – και όλο κάτι τέτοια μελοδραματικά στο πλαίσιο της διαχείρισης μιας κατά συρροήν κακής εικόνας…
Και, μέσα σε όλο αυτό το εξοργιστικό παραλήρημα κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, έρχονται και οι προτάσεις για παραιτήσεις των υπευθύνων: να παραιτηθούν ο υπουργός και οι επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων. Επί της ουσίας, μας λένε ότι υπήρχαν σχέδια, υπήρχαν λύσεις, αλλά η ακαταλληλότητα κάποιων προσώπων έφερε την καταστροφή…
Αυτού του είδους οι διαχειριστικές πρακτικές της κρίσης άρχισαν να μπαίνουν στη ζωή του Ελληνα από τον Αύγουστο του 1981, όταν κινδύνεψε ακόμη και το κτήμα Συγγρού στο Μαρούσι. Από το 1988 και μετά, όταν οι φωτιές σάρωναν τα πάντα, οι δικαιολογίες έδιναν και έπαιρναν, και μονίμως κατέληγαν στον ίδιο παρονομαστή: φταίνε οι ισχυροί άνεμοι, η κλιματική κρίση, οι εμπρηστές και κάποιοι απρόσεκτοι…
Και κάπως έτσι φτάσαμε στην τελευταία πυρκαγιά, η οποία μπήκε στην πόλη… Από τη στιγμή που οι πόλεις μπαίνουν στα δάση και ουδείς ασχολείται με σοβαρά σχέδια πυρόσβεσης, μοιραία η κατάσταση χρόνο με τον χρόνο θα γίνεται ολοένα πιο δύσκολη.
Τον παλιό καιρό, οι αγρότες μαζί με τους δασεργάτες…
Πολλοί είναι εκείνοι που αναφέρονται στο παρελθόν, όταν οι πυρκαγιές ήταν λίγες στον αριθμό, με μηδενικές συνέπειες για το περιβάλλον. Το 1955 είχαμε μόνο 499 πυρκαγιές, και αυτό οφειλόταν, εκτός των άλλων, και στο γεγονός ότι τότε στα βουνά υπήρχαν κτηνοτροφία και ξηροκαλλιέργειες.
Οι αγρότες μαζί με τους δασεργάτες λειτουργούσαν ως «φύλακες του δάσους» – το προστάτευαν, γιατί εκεί είχαν στήσει τη ζωή τους. Επίσης, τότε, τα ζώα που έβοσκαν στην ουσία έκαναν αποψίλωση, και έτσι δεν είχαμε τα ξερά χόρτα να λειτουργούν ως προσάναμμα.
Πλέον, κτηνοτροφία δεν υπάρχει. Οι δασεργάτες έχουν περιοριστεί, ενώ η οικονομική αξιοποίηση των δασικών προϊόντων σχεδόν έχει εγκαταλειφθεί. Βιοτεχνίες επεξεργασίας ξύλου δεν υπάρχουν, και για τον λόγο αυτόν δεν μπορεί κάποιος να διαθέσει ένα κομμάτι ξύλο 10 μέτρων. Μοιραία, πουλά μόνο καυσόξυλα, περιορίζοντας έτσι οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα.
Αντίστοιχα μη οργανωμένη είναι και η οικονομία γύρω από τα μη ξυλώδη δασικά προϊόντα, όπως τα μανιτάρια. Αλλά και για τα αρωματικά φυτά και τα βότανα δεν έχουν οργανωθεί σωστά συστήματα πιστοποίησης, με αποτέλεσμα συχνά να υπάρχουν κρούσματα λαθραίας συλλογής.
Η κτηνοτροφία στην υπηρεσία του αντιπυρικού σχεδιασμού
Πριν από δύο χρόνια, σε ημερίδα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας εξετάστηκε και το θέμα της κτηνοτροφίας στα δάση. Τότε, ειδική αναφορά έγινε στη χρήση της εκτατικής βόσκησης για συγκεκριμένους σκοπούς διαχείρισης της βλάστησης, που είναι ευρύτερα γνωστή με τον όρο «στοχευμένη βόσκηση», όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ αλλά και στην Ισπανία.
Στην Ελλάδα εφαρμόστηκε κάτι παρεμφερές στο έργο «Αποκατάσταση και Διατήρηση του οικοτόπου προτεραιότητας 9562 – Ελληνικά Δάση Άρκευθου (Juniperetum excelsae), στο Εθνικό Πάρκο Πρεσπών στην Ελλάδα» (LIFE Πρέσπα) και, σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η παρουσία του ανθρώπου με δραστηριότητες όπως η βόσκηση, όταν γίνεται με μέτρο και σχέδιο, μπορεί να λειτουργήσει θετικά για το δάσος.