Ο δημοσιογράφος-ερευνητής και συγγραφέας Πέτρος Κασιμάτης έχει ερευνήσει ενδελεχώς το θέμα των αγνοουμένων. Τι απαντά στο ερώτημα γιατί το θέμα αυτό θεωρείται μια σύγχρονη τραγωδία; «Γιατί οι αγνοούμενοι-αιχμάλωτοι παραμένουν ακόμα το μεγάλο ανεξόφλητο εθνικό μας χρέος, ειδικά για την Κύπρο τη θαλασσοφίλητη που “την έταξαν να μας θυμίζει την πατρίδα”, όπως μας προστάζει ο Σεφέρης. Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, ξέρω πως σας εντυπώνεται η ουσία: ότι η Ελλάδα δεν ενδιαφέρθηκε για το κορυφαίο αυτό θέμα όσο έπρεπε, τουλάχιστον τα πρώτα κρίσιμα δεκαπέντε χρόνια. Δεν άγγιξαν το θαύμα, δηλαδή να αποδείξουν ότι κάποιοι αγνοούμενοι ζουν στα βάθη της Ανατολίας σε στρατιωτικές φυλακές της Τουρκίας – μέχρι εδώ».
Τι κρατά από όλη αυτή την ιστορία; Πού αποδίδει τις ευθύνες για όλη αυτήν τη θλιβερή υπόθεση; «Επί χρόνια κινήθηκα σαν υποβρύχιο κάτω από τα ραντάρ. Κάτω από τα μάτια των υπηρεσιών πληροφοριών του στρατού και των κρατικών μηχανισμών. Κάτω από τους “αισθητήρες” των κυβερνήσεων. Βρήκα στοιχεία συνδεδεμένα απόλυτα μεταξύ τους, από το κουρδικό αντάρτικο, τις φυλακές, τα αρχεία όπου φυλάσσονταν απόρρητα έγγραφα. Η ευθύνη μου απέναντι στους μεγάλους νεκρούς με έκανε αφόρητα πιεστικό, αφάνταστα προσεκτικό, αναλυτικό, υποδειγματικά καχύποπτο μέχρι την οριστική διασταύρωση. Με έκανε ανυποχώρητο για όλους εκείνους που από το ξεκίνημα του ρεπορτάζ έχουν χάσει τον ύπνο τους.
Ναι, υπάρχουν ευθύνες. Το κυρίαρχο, όμως, είναι η διάσωση των τελευταίων εναπομεινάντων αιχμαλώτων. Όσοι “πρωταγωνιστές” με συμβούλευσαν ανόθευτα όλα αυτά τα χρόνια μού τόνισαν να είμαι λεπτομερής, να γράψω με ακρίβεια ονόματα στρατοπέδων, ονόματα χειριστών, κρίσιμα τετ-α-τετ, αναλυτικά στοιχεία για τα στελέχη της Μοσάντ που βρήκαν τα πρώτα ίχνη ζωής των αγνοουμένων μας, να γνωρίζω τοποθεσίες, συντεταγμένες και άλλα που δεν θα τα πω. Πρόσθεσαν πως “έτσι θα είναι αφάνταστα δύσκολο να σε διαψεύσουν, αν και το θέλουν πολύ. Αν ακολουθήσεις τους κανόνες με ευλάβεια, θα έχουν δύο επιλογές: ή να συσκοτίσουν την υπόθεση, επιλέγοντας την αδιαφορία, ή να σε σκοτώσουν”», επισημαίνει.
Πριν από πολλά χρόνια, ο κουρδικής καταγωγής δημοσιογράφος Ρόνι Αλάσορ επιχείρησε στο βιβλίο του «Διαταγή: “Εκτελέστε τους αιχμαλώτους!”» (εκδόσεις Καστανιώτη) όχι μόνο να πει κάποιες αλήθειες για την εισβολή που δεν έγιναν ποτέ γνωστές ή αποσιωπήθηκαν αλλά και να μας μεταφέρει το κλίμα εκείνων των τραγικών ημερών έτσι όπως το έζησαν οι πρωταγωνιστές της «άλλης πλευράς», της πλευράς των εισβολέων.
Όταν τον ρώτησαν σε συνέντευξη αν πιστεύει πως υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς απ’ αυτούς τους ανθρώπους ζωντανός: «Όχι, όχι. Η έρευνά μου με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ούτε ένας δεν έχει επιβιώσει. Όλους πρέπει να τους σκότωσαν τότε, όταν τους έπιασαν». Μάλιστα, στο βιβλίο του Τούρκοι βετεράνοι της εισβολής υποστήριζαν ότι η διαταγή “εκτελέστε τους αιχμαλώτους” προερχόταν από την ηγεσία του στρατού. Για παράδειγμα, διαβάζουμε για τα “σαπισμένα πτώματα των Ελληνοκυπρίων που αφήναμε πίσω μας”, όπως λέει ο αυτόπτης μάρτυρας Χ. Κοφέν, ο οποίος το ’74 συμμετείχε στην εισβολή στην Κύπρο με το 61ο Σύνταγμα Πεζικού του Κιρίκαλε και έλαβε μέρος στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Λαπήθου και της Λευκωσίας, τις λεγόμενες “επιχειρήσεις-σκούπα” που έγιναν κατά των Ελληνοκυπρίων.
“Μπήκαμε στο χωριό και δόθηκε εντολή να μαζευτούν οι κάτοικοι στην πλατεία. Ένας λοχίας διάλεξε περίπου δεκαπέντε άτομα από τους συγκεντρωμένους και τους έβαλε στη σειρά κατά μήκος ενός τοίχου. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και γυναίκες. Αφού τους αφαίρεσαν τα σκουλαρίκια από τα αυτιά, τις αλυσίδες από τον λαιμό, τα ρολόγια από το χέρι, τα λεφτά και τα πολύτιμα πράγματα που είχαν στις τσέπες τους, άρχισαν να τους πυροβολούν χωρίς οίκτο. Ορισμένοι από αυτούς τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους έτρεχαν μέσα στα αίματα αριστερά και δεξιά, προσπαθώντας να ξεφύγουν, και άλλοι πάλευαν να κρατηθούν στη ζωή. Οι δικοί μας ζητωκραύγαζαν, γελούσαν δυνατά και έβγαζαν δυνατές κραυγές”», περιγράφει.