Το κολχικό (βοτανική ονομασία: Colchicum autumnale L.), ή αλλιώς κολχικό το φθινοπωρινό, είναι ένα φυτό που ανήκει βοτανικώς στο γένος Colchicum και αριθμεί περί τα 60 διαφορετικά είδη. Το Colchicum Autumnale είναι συνήθως διαδεδομένο στα υγρά και πλούσια λιβάδια, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αλλά και της νότιας και κεντρικής Ευρώπης.
Ως φυτό, είναι βολβώδες και ποώδες πόα, της οποίας ο βολβός έχει μέγεθος καρυδιού. Τα άνθη του έχουν χρώμα ρόδινο, με μακρύ ποδίσκο. Τα φύλλα του φυτού είναι μεγάλα λογχοειδή.
Το κολχικό είναι τοξικό φυτό και περιέχει μία ουσία, την κολχικίνη, η οποία έχει την ικανότητα να σταματά τη διαίρεση των κυττάρων αλλά είναι πολύ τοξική. Δύναται να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια. Δηλητηρίαση από αυτό το φυτό είναι επικίνδυνη, και τα συμπτώματα εμφανίζονται λίγες ώρες αργότερα και μπορεί να είναι τα εξής: κάψιμο στο στόμα, στομαχικός πόνος, διάρροια, νεφρική ανεπάρκεια. Συγκεκριμένο αντίδοτο δεν υπάρχει και η καλύτερη θεραπεία είναι η πλύση στομάχου. Ως φυσική πηγή κολχικίνης, το κολχικό περιγράφηκε για τη θεραπεία των ρευματισμών και του πρηξίματος. Το εκχύλισμα Colchicum περιγράφηκε για πρώτη φορά ως θεραπεία για ουρική αρθρίτιδα από τον Διοσκουρίδη τον Πεδάνιο, τον 1ο μ.Χ.
Παρότι οι ευεργετικές του ιδιότητες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα, το κολχικόν χρησιμοποιήθηκε ως δηλητήριο. Η Μήδεια το χρησιμοποίησε για να σκοτώσει τα παιδιά της, Φέρητα και Μέρμερο.
Οι βολβοί κολχικού χρησιμοποιήθηκαν από τον Πέρση ιατρό Αβικέννα και προτάθηκαν από τον Αμβρόσιο Παρέ τον 16ο αιώνα, ενώ εμφανίστηκαν στη Φαρμακοποιία του Λονδίνου το 1618.
Πηγή: el.wikipedia.org