Το όνομα Χρυσοκάβα (Χρυσός Κάβος) είναι ταυτισμένο με την Κερύνεια. Παρόλο που δεν είναι γνωστό πότε πήρα αυτό το όνομα το λατομείο που βρίσκεται σε μεγάλη βραχώδη χερσόνησο ένα χιλιόμετρο ανατολικά της Κερύνειας, είναι ιστορικά και γεωλογικά αποδεδειγμένο ότι, ήδη από τους κλασικούς χρόνους, προμήθευε την πόλη με οικοδομικό υλικό.
Κύριο γεωλογικό χαρακτηριστικό των ακτών της Κερύνειας είναι η εκτεταμένοι όγκοι πωρόλιθου, (πουρόπετρας), ενός στερεού αλλά εύκολα επεξεργάσιμου ασβεστολιθικού πετρώματος. Τα πρώτα χρόνια οι πρόγονοι μας εξασφάλιζαν οικοδομικό υλικό από τις κατακρημνήσεις στo δυτικό μέρος της χερσονήσου, αργότερα όμως διαπίστωσαν, μετακινούμενοι προς το κέντρο της, ότι το πέτρωμα εκεί ήταν καλύτερης ποιότητας και χωρίς ρωγμές, που επέτρεπε την κοπή υλικού οποιουδήποτε μεγέθους χωρίς απώλειες.
Μετά την κλασική περίοδο ακολούθησαν μεγαλύτερες λατομεύσεις για την κατασκευή του λιμενοβραχίονα του Δημήτριου του Πολιορκητή (Κοτζιά Καγιά) στη βόρεια πλευρά του Φρουρίου που περιέκλειε το Ελληνιστικό λιμάνι της Κερύνειας. Η μεταφορά του υλικού γινόταν διά θαλάσσης από τον μικρό κόλπο της Ζένιας, ένα μόλις χιλιόμετρο από το Φρούριο και το λιμάνι, όπου διασώζονται μέχρι σήμερα κατάλοιπα τετραγωνισμένων βράχων.
Οι λατομεύσεις, που σταδιακά προχώρησαν σε αρκετό βάθος, δημιούργησαν έναν αποκλεισμένο χώρο με πολλά σπήλαια, τα οποία κατά την περίοδο των διωγμών των χριστιανών τα πρώτα χρόνια χρησιμοποιήθηκαν και ως κατακόμβες.
Κατά την ίδια περίοδο, ο χώρος στην ανατολική άκρη του λατομείου και σε μικρή απόσταση νότια της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης, χρησιμοποιήθηκε ως χριστιανικό κοιμητήριο, όπως μαρτυρούν τα χριστιανικά σύμβολα στους λαξευτούς τάφους. Παρόλο που o χαρακτήρας τους δεν βοηθά στη χρονολόγηση, υπολογίζεται ότι το κοιμητήριο ανάγεται στον 4ο μέχρι τον 7ο αιώνα.
Δυστυχώς το κοιμητήριο αυτό, από τα λίγα παλαιοχριστιανικά κοιμητήρια που εντοπίστηκαν στην Κύπρο, καταστράφηκε στο μεγαλύτερό του μέρος από λατόμηση κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Διασώζονται μόνο ορισμένοι νεκρικοί θάλαμοι και αρκοσόλια (τοξωτοί τάφοι) με εγχάρακτο φυτικό διάκοσμο, σταυρούς και μονογράμματα.
ΛΑΞΕΥΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΚΑΙ ΝΑΫΔΡΙΟ
Με τα κατακόρυφα τοιχώματα του λατομείου να προσφέρουν απομόνωση και ασφάλεια, ο Αθανάσιος Παπαγεωργίου διατύπωσε την άποψη ότι στη Χρυσοκάβα λειτούργησε ασκητήριο που αργότερα μετατράπηκε σε μοναστήρι, ένα από τα αρχαιότερα λαξευτά μοναστήρια της Κύπρου.
Στο κεντρικό νότιο μέρος του λατομείου βρίσκεται το ναΰδριο της Αγίας Μαύρας, η ανατολική πλευρά του οποίου είναι λαξεμένη στον βράχο, ενώ ο βόρειος, ο νότιος και ο δυτικός τοίχος ήταν λιθόκτιστοι. Στο ανατολικό του τμήμα διασώζεται κιβωτιόσχημος τάφος διαστάσεων 2,10μ. Χ 0,85μ. ύψους 2,40μ. που θυμίζει τους μεταγενέστερους τάφους του Αγίου Νεοφύτου, στην Εγκλείστρα.
Το ναΰδριο ήταν διακοσμημένο με πολύ σημαντικές, τόσο εικονογραφικά όσο και τεχνοτροπικά, τοιχογραφίες του 10ου αιώνα, από τις πρωιμότερες που σώθηκαν στην Κύπρο. Στον ασπιδόμορφο τρούλο, όπως φαίνεται σε παλαιότερη φωτογραφία, μέχρι τον Ιούλιο του 1974, διασώζονταν υπολείμματα του Παντοκράτορα και δύο Αγγέλων. Δυτικότερα, στην καμάρα αλλά και στον νότιο και τον βόρειο τοίχο, ήταν ζωγραφισμένη η Ανάληψη του Χριστού. Μέχρι το 1974 διασωζόταν ο Χριστός και δύο Άγγελοι. Στο άνω μέρος του νοτίου τοίχου του παρεκκλησίου εσώζοντο οι κεφαλές των Αποστόλων, σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ό,τι δείχνει φωτογραφία του 2019.
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ
Μετά το 1974 η επίσκεψη στην Χρυσοκάβα δεν επιτρεπόταν. Πρόσφατα διαπιστώθηκε και εδώ προσπάθεια βίαιης αποτοίχισης των τοιχογραφιών, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή ενός από τους αγγέλους της Ανάληψης, του προσώπου του Χριστού και των προσώπων του τελευταίου και προτελευταίου Αποστόλου. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, δίπλα από το κοιμητήριο κτίστηκε εκκλησία προς τιμήν της Αγίας Αικατερίνης, γνωστότερη στους Κερυνιώτες ως Παναγία Χρυσοκάβα. Μέχρι το 1974, στον εξωτερικό τοίχο σωζόταν κτιστό τόξο τάφου, φράγκικη προσθήκη του 14ου ή 15ου αιώνα. Σήμερα παραμένει ως μάρτυρας το αποτύπωμά του.
Στα νότια της εκκλησίας υπήρχε μια αγριοσυκιά δίπλα σε θαυματουργό αγίασμα, όπου οι πιστοί κρεμούσαν διάφορα τάματα. Η Αθηνά Ταρσούλη αναφέρεται στη συνήθεια γυναικών, Ελληνίδων και Τουρκάλων, να απλώνουν τα πλυμένα σεντόνια του γάμου έξω από την εκκλησία πριν το γάμο για να ευλογηθεί ο γάμος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και άλλα μεγάλα έργα κτίστηκαν με οικοδομικό υλικό από το λατομείο της Χρυσοκάβας. Μεγαλύτερο και διαχρονικότερο το Φρούριο (Κάστρο) της Κερύνειας, σε απόσταση μόλις ενός χιλιομέτρου από το λατομείο. Σε όλες τις περιόδους ανέγερσής του, την Βυζαντινή, Λουζινιανή και Ενετική, κτίστηκε με πέτρες από την Χρυσοκάβα.
Οι επαγγελματίες που είχαν σχέση με το λατομείο ήταν από τον 14ο αιώνα οργανωμένοι σε συντεχνίες, κατά το πρότυπο παρόμοιων διευθετήσεων που λειτουργούσαν στην Ευρώπη. Απότοκο των συντεχνιών αυτών είναι ο Τεκτονισμός. Πολλές πέτρες στο εσωτερικό του πύργου του Φρουρίου φέρουν χαραγμένα γράμματα και σύμβολα, μάλλον αρχικά του ονόματος του εργάτη που τις επεξεργάστηκε, για σκοπούς ελέγχου της εργασίας του.
Τα τελευταία χρόνια πριν το 1974, τα σπήλαια της Χρυσοκάβας χρησιμοποιήθηκαν ως μάντρες και άλλες χρήσεις, κυρίως από Τουρκοκύπριους. Μετά το 1974 τα μνημεία υπέστησαν βεβηλώσεις και καταστροφές. Εκείνο που χρειάζεται επειγόντως είναι η προστασία και συντήρηση ενός από τα αρχαιότερα λατομεία της Κύπρου, αλλά κυρίως των τριών πολύ σημαντικών χριστιανικών μνημείων, του παλαιοχριστιανικού κοιμητηρίου, του ναϋδρίου της Αγίας Μαύρης και της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης.
Πηγή: philenews