Μανώλης Κοττάκης
Ηταν θέμα χρόνου να συμβεί. Ο ελληνικός τουρισμός, και ιδιαίτερα οι δημοφιλείς προορισμοί, δεν περνούν αυτό το καλοκαίρι τις καλύτερες μέρες τους, δεν γνωρίζουν τις συνήθεις πιένες τους. Η πρώτη χρονιά μετά την άρση των περιορισμών του κορονοϊού οδήγησε σε βίαιη εκτίναξη του τουριστικού ρεύματος που, αν και διατηρήθηκε τις επόμενες χρονιές, κατά το μάλλον ή ήττον, αποπροσανατόλισε τους βασικούς παίκτες και την αγορά. Τους προκάλεσε τις αυταπάτες της μονιμότητας. Τους δημιούργησε την ψευδαίσθηση της ακτινοβολούσας Ελλάδος, η οποία μπορεί να τιμολογεί οτιδήποτε σε οποιαδήποτε τιμή και να το εισπράττει άνευ αντιρρήσεων στο όνομα της υπεροχής του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, αλλά και του κάλλους της.
Ετσι, με μηδενική μνήμη και χωρίς κανείς να αναλογίζεται τι ακριβώς υπέστη το ελληνικό brand τα προηγούμενα χρόνια της χρεοκοπίας, κάποιοι επιδόθηκαν εκ νέου σε ένα ασύλληπτο κερδοσκοπικό παιχνίδι. Χωρίς όρια. Το οποίο απλώθηκε σε όλη την επικράτεια και συμπαρέσυρε ολόκληρη τη δευτερογενή αγορά των τουριστικών υπηρεσιών, με αιχμή την εστίαση και τη διασκέδαση.
Οι επισκέπτες μας, όμως, δεν είναι ιθαγενείς. Δεν μπορείς να τους πιάσεις κορόιδα για πολύ, προσφέροντας χαμηλές υπηρεσίες για υποβαθμισμένο προϊόν έναντι πανάκριβου αντιτίμου. Η καρδιά του Αιγαίου αυτή την εποχή, η Μύκονος και η Σαντορίνη, τα δύο εμβληματικά νησιά (χωρίς να υπολείπονται τα άλλα), πληρώνουν το κόστος της ύβρεως. Δωμάτια και βίλες που μισθώνονταν πέρυσι για 2.000 ευρώ φέτος μισθώνονται για… 200 ευρώ.
Μακαρονάδες που πέρυσι χρεώνονταν 77 ευρώ φέτος έχουν επιστρέψει σε λογικές τιμές. Είναι μερικά παραδείγματα. Ωστόσο, το νταβατζιλίκι φαίνεται ότι έχει δεχθεί ένα καίριο χτύπημα. Και το επόμενο χτύπημα που θα δοθεί τα επόμενα χρόνια υποθέτουμε ότι θα είναι στη φούσκα της αγοράς ακινήτων, τα οποία βγαίνουν σε πλειστηριασμό με ασύλληπτα ποσά, πολλές φορές από πραγματικούς ενδιαφερομένους, αλλά και μερικές φορές από κάποιους για τους οποίους υπάρχουν φρικτές υποψίες ότι κάνουν ξέπλυμα βρόμικου χρήματος.
Που μπορεί να είναι και βρόμικο πολιτικό χρήμα. Η ύβρις, πάντως, είναι ακόμα εδώ. Και όσο τα ελληνικά νησιά, που αποτελούν τα διαμάντια του στέμματος, διοικούνται από λογικές υπερκέρδους, καταστροφής του περιβάλλοντος, καταστρατήγησης των πολεοδομικών σχεδίων, αλλοίωσης της ταυτότητάς τους και παράδοσης των φυσικών τους πόρων στους νεοπλούσιους ξιπασμένους που «δημεύουν» το νερό των πολλών για τις βίλες τους και τις πισίνες τους τόσο θα συνεχίζεται ο κατήφορος. Την ύβρη την πληρώσαμε μία φορά πολύ ακριβά με χρεοκοπία και με λιτότητα διαρκείας. Δεύτερη ύβρη δεν αντέχουμε. Οσο είναι καιρός πρέπει να προσγειωθούμε στη βάση ενός εθνικού σχεδίου, το οποίο έχει τεράστια ευθύνη να χαράξουν το κράτος και το αρμόδιο υπουργείο. Ο ανταγωνισμός γύρω μας είναι σκληρός και θα γνωρίσουμε ήττες στο μέλλον ακόμα και από κει που δεν το περιμένουμε. Από γειτονικές χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, τις οποίες τα τελευταία 30 χρόνια χλευάζαμε. Στον σημερινό κόσμο κανείς δεν πρέπει να υποτιμά κανέναν. Είναι ώρα να συνέλθουμε όσο είναι καιρός.