Της Μαρίας Αν. Βέργου
Ο Ύμνος στην Ἑστία απαγγέλλεται στην αρχή κάθε ιερουργίας, ιεροτελεστίας.
Είναι έθιμο να θυσιάζουν στην Ἑστία πριν από όλους τους Θεούς, εκείνοι που ονόμασαν «ἐσσίαν» την ουσίαν των πάντων.
Το όνομα της Ἑστίας προέρχεται από την «ἐσσίαν», την ουσία των πάντων.
Η Ἑστία από όλους τους Θεούς, παραμένει σταθερή και αμετακίνητη στον Όλυμπο.
Η δε βροντή δημιουργείται όταν γελά η Ἑστία ή ο Ἣφαιστος, ή ως απειλή αυτών.
Η Ἑστία είναι η πηγή του αείζωου πυρός, είναι αυτή που δίνει ζωή σε όλα τα ζώα, η αιτία της οποίας είναι το πυρ.
Σχηματίζεται πάντοτε κυκλικά, και βρίσκεται στο κέντρο των οίκων.
Καλύπτεται με λευκά στέμματα και καλύπτεται από λευκότατα στοιχεία.
Ο Ζεύς και η Ἑστία προηγούνται όλων των θεών, ιδίως δε των αρσενικών θεοτήτων ο Ζεύς και των θήλειων η Ἑστία.
Η Ἑστία είναι ο δημιουργός του σωματοειδούς της Γης. Ο Ζεύς συμβολίζει τον Ἣλιο και η Ἑστία το δωδεκατημόριο στο οποίο βρίσκεται ο Ἣλιος.
Είναι η πρώτη και η εσχάτη, και σε αυτήν αναλύονται – καταλήγουν όσα έχουν δημιουργηθεί από αυτήν και αποτελούνται από αυτήν.
Για τον λόγο αυτό, όπως λέει ο ύμνος, κατέχει τον μέσον οίκον του μεγίστου αενάου πυρός. Παρατίθενται μερικά αποσπάσματα:
– Πλάτωνος Κρατύλος 401 b: «ΣΩ. Ἄλλο τι οὖν ἀφ’ Ἑστίας ἀρχώμεθα κατὰ τὸν νόμον; – ΕΡΜ. Δίκαιον γοῦν».
401 d: «τὸ γὰρ πρὸ πάντων θεῶν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ προθύειν εἰκὸς ἐκείνους οἵτινες τὴν πάντων οὐσίαν “ἐσσίαν” ἐπωνόμασαν».
– Πλάτωνος Φαίδρος 247, a: «μένει γὰρ Ἑστία ἐν θεῶν οἴκῳ μόνη».
– Αριστοτέλους Μετεωρολογικά, 369a 33: ὅση δ’ ἐμπεριλαμβάνεται τῆς ξηρᾶς ἀναθυμιάσεως ἐν τῇ μεταβολῇ ψυχομένου τοῦ ἀέρος, αὕτη συνιόντων τῶν νεφῶν ἐκκρίνεται, βίᾳ δὲ φερομένη καὶ προσπίπτουσα τοῖς περιεχομένοις νέφεσι ποιεῖ πληγήν, ἧς ὁ ψόφος καλεῖται βροντή. γίγνεται δ’ ἡ πληγὴ τὸν αὐτὸν τρόπον, ὡς παρεικάσαι μείζονι μικρὸν πάθος, τῷ ἐν τῇ φλογὶ γιγνομένῳ ψόφῳ, ὃν καλοῦσιν οἱ μὲν τὸν Ἥφαιστον γελᾶν, οἱ δὲ τὴν Ἑστίαν, οἱ δ’ ἀπειλὴν τούτων. γίγνεται δ’ ὅταν ἡ ἀναθυμίασις εἰς τὴν φλόγα συνεστραμμένη φέρηται, ῥηγνυμένων καὶ ξηραινομένων τῶν ξύλων. οὕτως γὰρ καὶ ἐν τοῖς νέφεσι ἡ γιγνομένη τοῦ πνεύματος ἔκκρισις πρὸς τὴν πυκνότητα τῶν νεφῶν ἐμπίπτουσα ποιεῖ τὴν βροντήν.
– Lucius Annaeus CORNUTUS De natura deorum, Περί της φύσεως των Θεών {0654}: τὸ δ’ ἀείζωον πῦρ ἀποδέδοται τῇ Ἑστίᾳ διὰ τὸ καὶ αὐτὸ δοκεῖν εἶναι [ὄν], τάχα δ’ ἐπεὶ τὰ πυρὰ ἐν κόσμῳ πάντα ἐντεῦθεν τρέφεται καὶ διὰ ταύτην ὑφέστηκεν ἢ ἐπεὶ ζείδωρός ἐστι καὶ ζῴων μήτηρ, οἷς αἴτιον τοῦ ζῆν τὸ πυρῶδές ἐστι. στρογγύλη δὲ πλάττεται καὶ κατὰ μέσους ἱδρύεται τοὺς οἴκους διὰ τὸ καὶ τὴν γῆν τοιαύτην εἶναι καὶ οὕτως ἱδρῦσθαι συμπεπιλημένην, ὅθεν κατὰ μίμησιν ἡ γῆ [τε] καὶ χθὼν προσηγόρευται. [τάχα δὲ ἡ χθὼν ἀπὸ τοῦ χείεσθαι ἤτοι χωρεῖν πάντα ἐκλήθη, ὡς εἴρηται τὸ οὐδὸς δ’ ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται.] μυθεύεται δὲ πρώτη τε καὶ ἐσχάτη γενέσθαι τῷ εἰς ταύτην ἀναλύεσθαι τὰ ἀπ’ αὐτῆς γινόμενα καὶ ἐξ αὐτῆς συνίστασθαι, καθὸ κἀν ταῖς θυσίαις οἱ Ἕλληνες ἀπὸ πρώτης τε αὐτῆς ἤρχοντο καὶ εἰς ἐσχάτην αὐτὴν κατέπαυον. στέμματα δ’ αὐτῇ λευκὰ περίκεινται τῷ στέφεσθαι καὶ καλύπτεσθαι πανταχόθεν αὐτὴν ὑπὸ τοῦ λευκοτάτου στοιχείου.
– Ερμείας, σχόλια στον Φαίδρο Πλάτωνος, α.137,23: «Ἐξάρχει δὲ πάντων μὲν ὁ Ζεὺς καὶ ἡ Ἑστία, ἰδίως δὲ τῶν μὲν ἀρρένων ὁ Ζεὺς, τῶν δὲ θηλειῶν ἡ Ἑστία.»
β.136,9: ἀλλὰ πρῶτον μὲν οὐδὲ αὐτὴ ἡ γῆ ἀκίνητός ἐστι, κατὰ γὰρ μέρη καὶ γίνεται καὶ φθείρεται καὶ αὔξεται καὶ ἀπόλλυται καὶ ἀλλοιοῦται, ἔπειτα δὲ ἡ Ἑστία τῶν θεῶν τῶν μετεχόντων μονῆς ἐστιν αἰτία, τὸ δὲ σωματοειδὲς τῆς γῆς τί ἂν ποιήσειεν εἰς τοὺς ἄλλους θεούς; Εἰσὶ δὲ οἳ οὕτως ἐξηγοῦνται, Δία μὲν τὸν ἥλιον λαμβάνουσι, τὸν δὲ ὅλον κόσμον φασὶ πρὸς αὐτὸν συντετάχθαι, καὶ Ἑστίαν μέν φασι τὸ δωδεκατημόριον ἐν ᾧ ἐστιν ὁ ἥλιος, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ μένει, τὰ δὲ ἕνδεκα τὰ λοιπὰ ζῴδια συνδημιουργεῖν αὐτῷ.
Ορφικός Ύμνος 84 της Εστίας
θυμίαμα αρώματα
Ἑστία εὐδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ βασίλεια,
ἣ μέσον οἶκον ἔχεις πυρὸς ἀενάοιο, μεγίστου,
τούσδε σὺ ἐν τελεταῖς ὁσίους μύστας ἀναδείξαις,
θεῖσ’ αἰειθαλέας, πολυόλβους, εὔφρονας, ἁγνούς∙
οἶκε θεῶν μακάρων, θνητῶν στήριγμα κραταιόν,
ἀιδίη, πολύμορφε, ποθεινοτάτη, χλοόμορφε∙
μειδιόωσα, μάκαιρα, τάδ’ ἱερὰ δέξο προθύμως,
ὄλβον ἐπιπνείουσα καὶ ἠπιόχειρον ὑγείαν.
Απόδοσις της Μαρίας Αν. Βέργου:
Εστία βασίλισσα θυγατέρα του ευδύνατου[1] Κρόνου,
που κατέχεις τον μέσον οίκον του αενάου, μεγίστου πυρός,
αυτούς εδώ συ οσίους μύστες στις τελετές ας αναδείξεις,
θέτοντάς τους αειθαλείς[2], πολυόλβους[3], εύφρονες, αγνούς.
Οίκε των μακαρίων θεών, κραταιό[4] στήριγμα των θνητών,
αιώνια[5], πολύμορφη, ποθεινοτάτη[6], χλοόμορφη.
Μειδιώσα[7], μακαρία, αυτά τα ιερά δέξου με προθυμία,
εμπνέοντας ευτυχία και ηπιόχειρη[8] υγεία.
Πηγή: arxeion-politismou
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Ευδύνατος: αυτός που δύναται / μπορεί όλα τα καλά, παντοδύναμος.
[2] Αειθαλής: αειζώων, που ζει για πάντα (μτφ., για άνθρ.): που δεν έχει χάσει την νεανική του δύναμη, ακμαίος.
[3] Όλβιος: ευτυχής αντικειμενικά, όχι υποκειμενικά.
[4] Ισχυρό.
[5] Αΐδιος: αιώνιος.
[6] Ποθεινός: ποθητός.
[7] Μειδιόωσσα: χαμογελαστή < μειδίαμα: χαμόγελο.
[8] Η ηπιόχειρη υγιεία, είναι αυτή που μπορεί να στηριχτεί σε ήπια χέρια, δηλ. στην ασκληπιεία ιατρική (ασκληπιός = ασκώ ήπια ίαση). Αυτή δηλ. που δεν θα χρειαστεί φάρμαμα και χειρουργικές επεμβάσεις.