Οι αρχαίοι Έλληνες, σε αντίθεση με τους άλλους λαούς (Σουμέριους, Βαβυλώνιους, Αιγυπτίους, Ινδούς, Κινέζους κ.α.), αναζήτησαν κοσμολογικά μοντέλα που να ερμηνεύουν τα παρατηρησιακά δεδομένα τους και δεν αρκέστηκαν στην απλή καταγραφή των αστρονομικών παρατηρήσεων. Έτσι, θεμελίωσαν την επιστήμη της Αστρονομίας.
Ασχολήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με τη δημιουργία του Σύμπαντος, με το σχήμα της Γης, με την περιφορά των πλανητών και με τη διαφορετική κλίση των ακτίνων του Ήλιου κατά τη διάρκεια του έτους, θεωρώντας πάντα τη Γη στο κέντρο του Κόσμου.
Έναν σημαντικό νεωτερισμό στην Αστρονομία της εποχής εκείνης εισήγαγαν οι Πυθαγόρειοι, με κύριο εκφραστή τους τον Φιλόλαο, εκτοπίζοντας τη Γη από το κέντρο του Σύμπαντος και τοποθετώντας στη θέση της το κεντρικό πυρ, την Εστία.
Με το αριστοτελικό, όμως, γεωκεντρικό-ανθρωποκεντρικό κοσμολογικό σύστημα, όπως αυτό τελειοποιήθηκε κατά τον 2 μ.Χ. αιώνα από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο, καθιερώθηκε η Γη να είναι ακίνητη στο κέντρο του Σύμπαντος και ο Ήλιος και οι πλανήτες να κινούνται γύρω από αυτήν.
Σύμφωνα, μάλιστα, με το κοσμολογικό αυτό σύστημα, προκειμένου να δικαιολογηθούν κάποια παρατηρησιακά δεδομένα, θεωρήθηκε ότι κάθε πλανήτης κινούταν και στην περιφέρεια ενός επικύκλου, δηλαδή στην περιφέρεια ενός μικρότερου κύκλου, του οποίου το κέντρο κινούταν πάνω στην περιφέρεια ενός μεγάλου κύκλου που είχε, βεβαίως, κέντρο τη Γη. Μ’ αυτόν τον τρόπο το αριστοτελικό γεωκεντρικό-ανθρωποκεντρικό κοσμολογικό σύστημα διατηρούσε και τη Γη, ως κέντρο του ηλιακού μας συστήματος και δικαιολογούσε τις γνωστές παράξενες κινήσεις που παρατηρούνται κυρίως στον Ερμή, στην Αφροδίτη και στον Άρη, όπως αυτές τονίζονται σε άλλες σχετικές ερωτήσεις.
Ο πρώτος στην παγκόσμια ιστορία που έβαλε τα πράγματα στη θέση τους διατυπώνοντας την άποψη του ηλιοκεντρικού συστήματος ήταν ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (310-230 π.Χ.). Η επαναστατική αυτή ιδέα του Αρίσταρχου να βάλει τη Γη να περιφέρεται γύρω από τον ακίνητο Ήλιο, όπως μας βεβαιώνει ο Αρχιμήδης στη μαθηματική πραγματεία του «Ψαμμίτης», δεν ήταν δυνατόν να γίνει τότε δεκτή, μια και μόλις είχε προηγηθεί η γεωκεντρική άποψη του πάνσοφου Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.). Έτσι έμεινε στην αφάνεια, και μόνο στα μέσα του 16ου αιώνα ήρθε ξανά στο φως, καθώς επανεμφανίστηκε από τον Πολωνό κληρικό και αστρονόμο Νικόλαο Κοπέρνικο.
Στα χειρόγραφά του ο Κοπέρνικος έκανε, βέβαια, την αναφορά του στον Αρίσταρχο. Τα χειρόγραφά του αυτά βρέθηκαν στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Βαρσοβίας, αλλά αυτή η αναφορά του στον Αρίσταρχο δεν συμπεριελήφθη στο βιβλίο του που εκδόθηκε το 1543 μ.Χ., μετά τον θάνατό του. Έτσι, το ηλιοκεντρικό σύστημα, αντί να λέγεται αριστάρχειο, λέγεται κοπερνίκειο.
Ευτυχώς, όμως, σήμερα, μετά από πολλές προσπάθειες της Ελληνικής Αστρονομικής Εταιρείας, αρχίσαμε πλέον παγκοσμίως να το αποκαλούμε αριστάρχειο ηλιοκεντρικό σύστημα. Αξίζει, μάλιστα, να σημειώσουμε, ότι το νέο μεγάλο τηλεσκόπιο, διαμέτρου 2,30 μέτρων, που βρίσκεται στο όρος Χελμός της Αχαΐας, κοντά στα Καλάβρυτα, σε υψόμετρο 2340 μέτρων, ονομάστηκε Αρίσταρχος και είναι το μεγαλύτερο της χερσαίας Ευρώπης.
Πηγή: astro.planitario