Λυχνοσπηλιά ή αλλιώς το Σπήλαιο του Πανός
Ανατολικά του φαραγγιού της Γκούρας, σε υψόμετρο 770 περίπου μέτρων, υπάρχει ίσως το πιο καλά κρυμμένο σημείο ολόκληρης της περιοχής της Πάρνηθας, η Λυχνοσπηλιά της Αττικής, ή αλλιώς το Σπήλαιο του Πανός, με ενδιαφέρουσα ιστορία αλλά και χαρακτηριστικά.
Γνωστό από τους αρχαίους συγγραφείς ως «Νυμφαίων των Φυλασίων» χρησιμοποιείται από τους προϊστορικούς χρόνους ως χώρος λατρείας του Θεού Πάνα και των Νυμφών, όπως μαρτυρούν οι χαραγμένες επιγραφές στην είσοδο του σπηλαίου αλλά και οι παραστάσεις των αγγείων που βρέθηκαν στο εσωτερικό του.
Κατά την Ύστερη Ρωμαική περίοδο, το σπήλαιο εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό λατρευτικό κέντρο, όπου Φανατικοί Χριστιανοί καταστρέφουν κάθε είδος προηγούμενης χρήσης. Τα περισσότερα από δύο χιλιάδες λυχνάρια που βρέθηκαν και που χρονολογούνται κυρίως στα χρόνια του 4ου μ.Χ. αιώνα, του δίνουν την ονομασία Λυχνοσπηλιά.
Παρά όμως τη δύσκολη πρόσβαση του, το σπήλαιο αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι και σήμερα τόπο επίσκεψης πολλών περιηγητών αλλά και ορειβατών.
Όσο για τις διαδρομές που μπορεί να ακολουθήσει κανείς μέχρι τελικά να βρεθεί στην είσοδο του σπηλαίου, αυτές ποικίλουν τόσο σε χρόνο και εικόνες όσο και σε δυσκολία. Η επίσκεψη από την Αγία Τριάδα είναι στο μεγαλύτερο κομμάτι της σε χωματόδρομο (δασικός – απαγορευμένος για οχήματα), ο οποίος περνά μέσα από το καμένο κομμάτι της Πάρνηθας, ενώ αντίθετα η επίσκεψη από την Μονή Κλειστών πραγματοποιείται ολοκληρωτικά μέσα από το δάσος.
Τα τελευταία όμως μέτρα μέχρι το σπήλαιο έχουν αρκετά μεγάλο βαθμό δυσκολίας και από τις δύο πλευρές. Από τη μία τα λαξευμένα κατακόρυφα σκαλοπάτια με το μόνιμο συρματόσχοινο και από την άλλη το απότομο κατέβασμα του φαραγγιού στο ρέμα της Γκούρας με τα φουσκωμένα ανά περιόδους νερά να δυσκολεύουν το πέρασμα στο σπήλαιο.
Όμως σαν βρεθείς στο πλάτωμα του σπηλαίου και κοιτάξεις το κωνικό του άνοιγμα, σκέφτεσαι ότι όλη η διαδρομή άξιζε τον κόπο. Χρειάζεται βέβαια ιδιαίτερη προσοχή, μιας και η λάσπη στο εσωτερικό του τους χειμερινούς μήνες είναι αρκετά γλιστερή.
Όσο για τους σταλακτίτες του, είναι μαυρισμένοι από τα λυχνάρια και τους πυρσούς που χρησιμοποιούνταν για φωτισμό, ενώ τα γκουρ (μικρές λίμνες με νερό), είναι αυτά που δίνουν στο σπήλαιο μια μοναδική ιδιαιτερότητα που όμοιά της σπάνια συναντάς.