Άννα Κουκκίδη Προκοπίου
Η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αμέσως μετά την τουρκική εισβολή, προσφεύγει σε Διακρατικές Προσφυγές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, καταχωρώντας, μεταξύ άλλων, τις εξής κατηγορίες εναντίον της Τουρκίας: Κατηγορίες για «αλλεπάλληλους βιασμούς γυναικών όλων των ηλικιών, από 12 μέχρι 71 ετών, που έφτασαν στο σημείο να προκαλέσουν αιμορραγίες στα θύματα ή να τα μετατρέψουν σε ψυχολογικά ερείπια…
Σε κάποιες περιοχές, τα θύματα εξωθήθηκαν στην πορνεία από τον τουρκικό στρατό… γυναίκες βιάστηκαν δημόσια ή μπροστά στα μέλη της οικογένειας τους, ακόμη και μπροστά στα παιδιά τους… οι βιασμοί συνοδεύτηκαν από βίαια δαγκώματα, χτυπήματα, ακόμη και στραγγαλισμό σε σημείο ασφυξίας… κάποια από τα θύματα μαχαιρώθηκαν και αφέθηκαν να πεθάνουν… ανάμεσα στα θύματα συμπεριλαμβάνονταν έγκυοι, παιδιά, γυναίκες με πνευματική στέρηση…»
Η έκθεση της Επιτροπής που εξέτασε τις προσφυγές το 1976, της οποίας ηγείτο ο έγκριτος Βρετανός νομικός Φώσετ, είναι καταπέλτης για την Τουρκία. Παρότι η τουρκική κυβέρνηση αρνήθηκε να συμμετάσχει επίσημα στη διαδικασία κατονομάζεται εν τούτοις ως υπεύθυνη. Τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν από την ΚΔ ήταν ογκώδη σε αριθμό και θεωρήθηκαν ορθά, ενώ οι μάρτυρες που κατέθεσαν, μεταξύ αυτών και η Στέλλα Σουλιώτη, ως η τότε πρόεδρος του κυπριακού Ερυθρού Σταυρού, κρίθηκαν αξιόπιστοι, χωρίς ίχνος υπερβολής.
Και καταλήγει η έκθεση Φώσετ: «Τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι βιασμοί όντως διαπράχθηκαν από Τούρκους στρατιώτες, ακόμη και σε ορισμένες περιπτώσεις από Τούρκους αξιωματικούς και δεν αποτελούσαν μεμονωμένα περιστατικά απειθαρχίας. Τουναντίον, οι τουρκικές αρχές δεν πήραν επαρκή προληπτικά μέτρα ώστε να παρεμποδίσουν τέτοια περιστατικά, δεν πήραν πειθαρχικά μέτρα μετά που τέτοια περιστατικά υπέπεσαν στην αντίληψη τους. Μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το γεγονός ότι τέτοια περιστατικά δεν παρεμποδίστηκαν, καθιστά την Τουρκία υπόλογη/αξιόποινη (imputable) για αυτές τις πράξεις».
Υπολογισμοί φέρνουν το ποσοστό των βιασθείσων ελληνοκυπρίων στο 0.5-1.0% του γυναικείου πληθυσμού της ελληνοκυπριακής κοινότητας, δηλαδή γύρω στις 1500 γυναίκες οι οποίες βιάστηκαν αλλεπάλληλα και μαζικά, κάποιες για μέρες, κάποιες για βδομάδες, άλλες για μήνες, ακόμη και σε πορνεία που στήθηκαν ειδικά για αυτό τον σκοπό. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί με σημερινά δεδομένα σε 4500 ελληνοκύπριες γυναίκες.
Ο εξαναγκασμός των γυναικών, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης μεταξύ ανδρών, έχει πανάρχαιες ρίζες. Ας θυμηθούμε μόνο τη Βρυσηίδα και τη Χρυσηίδα ως λάφυρα του Τρωικού πολέμου, την αρπαγή των Σαβίνων γυναικών από τους Ρωμαίους, την αρπαγή των γυναικών της Κύπρου από τους Φοίνικες ώστε να ιδρυθεί η πόλη της Καρχηδόνας . Οι συμβολισμοί προέρχονται από τα βάθη της αρχαιότητας και ομαλοποιούν στο υποσυνείδητο μας την προβολή της γυναίκας ως θύματος σε μια πολεμική σύρραξη, αφαιρώντας της οποιαδήποτε πρωτοβουλία.
Όπλο και έγκλημα πολέμου
Είναι, όμως, επιστημονικά εμπεδωμένο ότι η έμφυλη βία σε εμπόλεμες ζώνες δεν αποτελεί πράξη σεξουαλικής εκτόνωσης, ούτε μεμονωμένο περιστατικό στρατιωτικής απειθαρχίας. Αποτελεί όπλο κι έγκλημα πολέμου. Ανοίγει το δρόμο για τον επίδοξο κατακτητή, αφού ο βιασμός σπείρει τον πανικό και ωθεί ολόκληρες οικογένειες στο να ξεριζωθούν και να εγκαταλείψουν ευκολότερα τα σπίτια και τα χωριά τους. Για να γλυτώσουν οι κόρες, οι γυναίκες, οι αδελφές, οι μανάδες τους. Ο βιασμός των γυναικών του αντιπάλου σε μια πολεμική σύρραξη σκοπό έχει να προσβάλει τους άντρες τους, κάτι που απορρέει από τους όρους τιμής σε μια πατριαρχική κοινωνία. Ο βιασμός καταρρακώνει όχι μόνο τις γυναίκες που τον επιζούν αλλά τις οικογένειες κι ολόκληρες τις κοινότητες τους. Eξευτελίζει και διαλύει το ηθικό. Στιγματίζει και απομονώνει εφ’ όρου ζωής τα θύματα, όχι μόνο σε ψυχολογικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, δημιουργώντας ένα δεύτερο κύκλο θυματοποίησης και ντροπής που ακολουθεί το ίδιο το έγκλημα.
Όπως κι αλλού, οι γυναίκες που βιάσθηκαν θεωρήθηκαν ‘ατιμασμένες’, ίσως κι υποσυνείδητα υπεύθυνες για ό,τι τους συνέβη. Εξού τα θύματα καταδικάστηκαν στην αφάνεια και στη σιωπή, για λόγους τιμής, για πολιτικούς λόγους. Ακόμη και για το δικό τους καλό, για τη δική τους προστασία, όπως έχει ειπωθεί πολλές φορές. Το βουβό δράμα όμως δεν εμποδίζει το τραύμα να μεταφερθεί από γενιά σε γενιά, αυτό που ονομάζουμε επιστημονικά ως διαγενεακό τραύμα (transgenerational trauma), με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το μέλλον ενός τόπου που συνειδητά επιλέγει τη σιωπή παρά τη θεραπεία.
Τουναντίον, η επιστήμη μας δείχνει ότι το τραύμα δεν επουλώνεται μόνο του αλλά καταδιώκει και βασανίζει τα παιδιά και τα εγγόνια των επιζώντων. Έρευνες καταδεικνύουν ψυχοσωματικές, συναισθηματικές και κοινωνικές επιπτώσεις στον τρόπο που μεγαλώνουν τις μελλοντικές γενιές αλλά και τον τρόπο που συσχετίζονται μαζί τους. Η επιστήμη της επιγενετικής επιβεβαιώνει τέτοιου είδους κληρονομικότητα, πέρα της γονιδιακής, στις οικογένειες των επιζώντων του Ολοκαυτώματος και της γενοκτονίας των Αρμενίων, σε οικογένειες που έχουν γευτεί την προσφυγιά, ακόμη και σε απογόνους σκλάβων.
22% με μετα-τραυματικό στρες
Σύμφωνα με τους Αγαθαγγέλου και Κίλλιαν, χρόνια μετά τον πόλεμο του 1974, 22% των προσφυγικών οικογενειών του δείγματος της έρευνας τους που διεξάχθηκε το 2002, συνέχιζαν να έχουν συμπτώματα μετα-τραυματικού στρες, με το 94% αυτών που υπέφεραν να είναι γυναίκες. Μόνο το ένα πέμπτο από αυτές είχαν αναζητήσει κάποιου είδους στήριξη για αυτά που αντιμετώπιζαν. Κι όμως γνωρίζουμε ότι το σύνδρομο του μετα-τραυματικού στρες συνδέεται με προβλήματα ψυχικής υγείας, τα οποία επιδεινώνονται από τη διάβρωση του οικογενειακού και κοινωνικού ιστού που συνοδεύει την μετεγκατάσταση εκτοπισμένων σε ένα ξένο προς τους ίδιους περιβάλλον.
Στην Κύπρο, η απαραίτητη στήριξη για να ξεπεράσει κάποιος το τραύμα ενός πολέμου απουσίαζε και απουσιάζει από τη δημόσια σφαίρα. Αναφορικά στα θύματα των βιασμών του 1974, η στήριξη ήταν μέχρι πρότινος ουσιαστικά ανύπαρκτη. Χρειάστηκε η παρέμβαση μια γυναίκας βουλέτριας και μιας γυναίκας υπουργού, πολλά χρόνια αργότερα και πιο συγκεκριμένα το 2016 (της Σκεύης Κουκουμά και της Ζέτας Αιμιλιανίδου αντίστοιχα), για να δοθεί σε κάποιες από αυτές έστω κι ένα τυπικό μηνιαίο επίδομα. Η συγκυρία της σύμπλευσης και συνεργασίας δύο γυναικών σε επίπεδο εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Πιθανόν τα γυναικεία θύματα του 1974 να πλήρωσαν το δικό τους τίμημα για την εμφανή απουσία των κυπρίων γυναικών από τα κέντρα λήψεως αποφάσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ταυτόχρονα, υπήρξε μια θεσμοθέτηση του πόνου του 1974, όπου ναι μεν προβάλαμε τον πόνο αλλά ξεχάσαμε το τραύμα. Μαυροφορεμένες γυναίκες που θρηνούν για τους πεσόντες, τους αιχμαλώτους, τους αγνοούμενους τους. Μαυροφορεμένες γυναίκες που πονούν και κλαίνε για τα σπίτια και τους τόπους που έχασαν. Κι ενώ τιμούμε τον πόνο των γυναικών μας για τους άλλους, ως κοινωνία και ως Κυπριακή Δημοκρατία ξεχνούμε το τραύμα των γυναικών μας για το τι συνέβη στις ίδιες. Το τραύμα των γυναικών που έχασαν τη νιότη, την αξιοπρέπεια, τη θηλυκότητα, τον ίδιο τους τον εαυτό, εκείνο το φρικτό καλοκαίρι του 1974. Επιπρόσθετα, η υποσυνείδητη αντίληψη ότι τα πάντα θα ξεπεραστούν όταν κάποτε υπάρξει λύση του κυπριακού και αποκατασταθεί το δίκαιο στη χώρα μας, αφαίρεσε την πρόθεση για την εν τω μεταξύ παρέμβαση της πολιτείας προς την απόδοση δικαιοσύνης και την αποκατάσταση και στήριξη των θυμάτων.
Όμως, το να εξορκίζουμε το παρελθόν αγνοώντας το, διαιωνίζει το φόβο και μειώνει τις προσδοκίες για ειρήνη και συμφιλίωση, που θα αναμέναμε να προκύπτουν από μια λύση του κυπριακού. Καθόλου τυχαία δεν είναι η αρνητική προδιάθεση μεγάλης ομάδας ελληνοκυπρίων γυναικών το 2004 προς μια λύση που τους φάνηκε αβέβαιη και δεν αντιμετώπισε πειστικά τους φόβους και τα ερωτήματα τους σχετικά με την ασφάλεια αυτών και των παιδιών τους- κάτι που φάνηκε από τις μετέπειτα έρευνες που έγιναν. Αξιοσημείωτο γιατί αυτό το εύρημα έρχεται σε αντίθεση με ότι συνήθως συμβαίνει σε άλλες ειρηνευτικές διαδικασίες, όπου οι γυναίκες είναι κατά κόρον θετικές κ Το γεγονός ότι από το 1974 μέχρι σήμερα, ακόμα και μετά τη δέσμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας για την εφαρμογή του ψηφίσματος 1325/2000 του Συμβουλίου Ασφαλείας που προβλέπει την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών σε όλα τα επίπεδα των διαπραγματεύσεων, οι γυναίκες παραμένουν μακριά από το σοβαρότερο υπαρξιακό πρόβλημα της πατρίδας μας, δεν δίνει πολλές ελπίδες στο ότι θα εισακουστεί επιτέλους η φωνή τους, θα αντιμετωπιστούν οι ανάγκες και οι ανησυχίες τους-παρότι ερευνητικά γνωρίζουμε ότι παραπέμπουν σε διαφορετικές συνιστώσες από αυτούς των ανδρών. Η επιμονή μας για εφαρμογή των ψηφισμάτων που αφορούν
την Κύπρο, ενώ, ταυτόχρονα, εμείς ως ΚΔ αρνούμαστε πεισματικά να εφαρμόσουμε άλλα ψηφίσματα του ΟΗΕ αφήνει εκτεθειμένη τη χώρα μας. Και πρωτοστατούν στην υιοθέτηση μιας συμφωνίας προς αυτή την κατεύθυνση.
Και τώρα τι;
Ως αντίδραση στις θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαμε την Τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης του 1949, η οποία απαγορεύει ρητώς το βιασμό και την εκπόρνευση. Το 1992, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ διακηρύσσει ότι «η μαζική, συστηματική και οργανωμένη κράτηση γυναικών» κι ο επακόλουθος βιασμός τους αποτελεί διεθνές έγκλημα. Το 1993, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία συμπεριλαμβάνει το βιασμό εν καιρώ πολέμου ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και προχωρεί με ανάλογη καταδίκη. Το 1994 το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα κατατάσσει πλέον το βιασμό στα εγκλήματα πολέμου και προχωρεί με αντίστοιχη καταδίκη για χρήση του βιασμού ως μέσου γενοκτονίας. Το 2007, το Ειδικό Δικαστήριο για τη Σιέρρα Λεόνε, προχωρεί σε καταδίκες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, που συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το βιασμό, τη σεξουαλική υποδούλωση αλλά και τον εξαναγκασμό ανήλικων στρατιωτών σε σεξουαλικά εγκλήματα κατά συνανθρώπων τους.
Κατά τη διάρκεια της θητείας μου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, αρχίσαμε να επεξεργαζόμαστε, ως ένα ιδιαίτερα σημαντικό ψήφισμα του ΣΑ που αφορά και την Κύπρο, το ψήφισμα 2467/2019, από το οποίο απορρέουν σημαντικότατες ευθύνες για τα κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών προς αποκατάσταση των θυμάτων σεξουαλικής βίας σε εμπόλεμες ζώνες. Πέρα της θυματοκεντρικής προσέγγισης, που προτρέπει την αξιοπρεπή πρόσβαση σε υπηρεσίες αποκατάστασης και ψυχολογικής στήριξης, το ψήφισμα αναγνωρίζει ως ευθύνη των κρατών-μελών την προσπάθεια καταδίκης εγκλημάτων σεξουαλικής μορφής σε εμπόλεμες περιόδους, ενθαρρύνοντας την πρόσβαση στην ειδική ομάδα εμπειρογνωμόνων του Οργανισμού για αυτό το σκοπό. Ευελπιστώ ότι τα βήματα που αρχίσαμε τότε προς αυτή την κατεύθυνση θα συνεχιστούν. Για να μην παραμείνουμε δέσμιοι του χρησμού του ποιητή: «απαθώς τότε κι απαθώς σήμερα».
*Τέως Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας