Από το 1974 μέχρι και σήμερα οι μαρτυρίες συγγενών αγνοουμένων, που ζουν καθημερινά με το βλέμμα στην πόρτα, εξακολουθούν να συγκλονίζουν.Μια ατέλειωτη σειρά από εγκλήματα μετά την τουρκική εισβολή παραμένουν ατιμώρητα.
Στην επέτειο των 40 χρόνων από την εισβολή ήρθε στο φως μία από τις πιο ανατριχιαστικές ιστορίες, αυτή για την οικογένεια Σουππουρή. Στην τουρκική επίθεση ήταν στη Λευκωσία, στην περιοχή όπου σήμερα είναι το αεροδρόμιο της Τύμπου, στο χωριό Παλαίκυθρο.
Το Παλαίκυθρο γέμισε Τούρκους στρατιώτες που μπαινόβγαιναν στα σπίτια βιάζοντας, λεηλατώντας και σκοτώνοντας. Ο Ανδρέας και η Αρετή Σουππουρή μαζί με τα παιδιά τους πίστευαν πως οι Τουρκοκύπριοι φίλοι τους δεν θα τους αφήσουν να πάθουν κακό. Εκαναν λάθος. Το κακό δεν το έκαναν οι Τούρκοι, αλλά οι Τουρκοκύπριοι που πρωταγωνίστησαν στο πλιάτσικο.
Τραύματα
Στις 17 Αυγούστου 1974 στο Παλαίκυθρο δεν υπήρχε ίχνος ελληνοκυπριακής αντίστασης. Οι Τουρκοκύπριοι πήγαν ακόμα μια φορά στο σπίτι του Σουππουρή για να του αρπάξουν μια σύγχρονη μηχανή αρμέγματος, τη μοναδική που υπήρχε στην περιοχή.
Ο Πέτρος Σουππουρής ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Τότε ήταν 10 χρόνων. Αφησε με κόπο και πόνο πίσω του εκείνη την ημέρα, που στερήθηκε την αθωότητα των παιδικών του χρόνων χάνοντας για πάντα τον πατέρα, τη μάνα και τα τρία αδέλφια του.
Σε προ δεκαετίας συνέντευξή του έδειχνε τα τραύματά του από τις σφαίρες. Δίπλα του ο αδελφός του Κώστας, που έφυγε από την πίσω πόρτα του σπιτιού και γλίτωσε την εκτέλεση.
«Ηρθαν στο σπίτι μας 3-4 νεαροί Τουρκοκύπριοι. Μπήκαν μέσα φωνάζοντας και άρχισαν να βρίζουν και να μας βγάζουν έξω έναν έναν. Ακούστηκαν οι πρώτες ριπές. Στον πατέρα μου, τη μητέρα μου, ένα ένα τα αδέλφια μου» δήλωνε κομπιάζοντας. Ο ένας αδελφός του, ακούγοντας τους πυροβολισμούς, γλίστρησε από την πίσω πόρτα και έτρεξε στο σπίτι της γιαγιάς του για να κρυφτεί. Ο Πέτρος, βγαίνοντας από το σπίτι, είδε πεσμένα τα πτώματα στην αυλή και προτού προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε δέχτηκε μια ριπή, που τον έριξε στο έδαφος δίπλα στον αδελφό του.
Ο ίδιος θυμάται: «Οταν μας πυροβόλησαν, εγώ και ο Γιάννης πέσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Εγώ είχα τραυματιστεί, το ίδιο και ο Γιάννης, που είχε ένα τραύμα από σφαίρα στο μάτι. Δεν θυμάμαι να κινείται. Αργότερα ένας φίλος μου μού είπε ότι τον είχε δει να αναπνέει».
Ο Πέτρος έμεινε για ώρα αιμόφυρτος και τραυματισμένος σε τρία σημεία από τις σφαίρες. Δίπλα του νεκροί οι γονείς Ανδρέας και Αρετή, 40 και 39 ετών, και τα τρία αδέλφια του, ο Γιάννης, 9 ετών, ο Δημήτρης, 7 ετών, και η 3χρονη Ιουλία. Στο ίδιο σημείο είναι νεκρά και τα μέλη μιας οικογένειας που ζούσε δίπλα τους, με το 12μηνο βρέφος τους.
Από τη σφαγή επέζησε μια συγχωριανή, η οποία κρατούσε στα χέρια της το νεκρό βρέφος της μόλις 10 μηνών. Η γυναίκα αυτή βρέθηκε από τότε στην Αθήνα, αποφεύγοντας να μιλάει για εκείνη τη μέρα.
Οταν οι νεαροί Τουρκοκύπριοι ολοκλήρωσαν τις δολοφονίες πήραν ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν και έφυγαν. Ηταν σίγουροι ότι τους είχαν σκοτώσει όλους και κανείς δεν θα μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτό που έγινε. Λίγο αργότερα εμφανίστηκαν Τούρκοι στρατιώτες που περιέθαλψαν τους τραυματίες. Ο Πέτρος δεν ήξερε τι έγινε ο Κώστας. Τα δύο αδέλφια που επέζησαν συναντήθηκαν λίγες μέρες αργότερα, αλλά ο κίνδυνος για τη ζωή τους δεν είχε απομακρυνθεί.
Δολοφονούσαν
«Θέλανε να μας σκοτώσουν για να μη μιλήσουμε για όσα είδαμε. Στο χωριό Βώνη, όπου μας είχαν μαζέψει, κάθε μέρα δολοφονούσαν κάποιους Ελληνοκυπρίους και βρίσκαμε τα πτώματα την επόμενη μέρα σε διάφορα σημεία» λέει και συνεχίζει: «Με την παρέμβαση του Γλαύκου Κληρίδη και του Ραούφ Ντενκτάς μάς παρέδωσαν στον Ερυθρό Σταυρό και μεταφερθήκαμε στις ελεύθερες περιοχές τον Σεπτέμβριο του 1974» λέει ο Πέτρος.
Και προσθέτει: «Τους νεκρούς τούς φόρτωσαν σε ένα ημιφορτηγό και τους έθαψαν όλους μαζί σε έναν ομαδικό τάφο, εκεί που βρήκαν τα λείψανά τους στις ανασκαφές της Επιτροπής Αγνοουμένων». Ο Πέτρος και ο Κώστας Σουππουρής «βρήκαν» την οικογένειά τους το 2009, όταν πιστοποιήθηκε με τεστ DNA η ταυτότητά τους. Κηδεύτηκαν όλοι μαζί, αλλά το κεφάλαιο του ματωμένου Αυγούστου δεν έκλεισε ποτέ.
Τα οστά του 9χρονου Γιάννη δεν βρέθηκαν στον ομαδικό τάφο. «Ισως να τον έθαψαν αλλού ή μπορεί να έπεσε όταν τον μετέφεραν με τα άλλα πτώματα»λέει. Στο Παλαίκυθρο υπάρχει ακόμα ένας ομαδικός τάφος, αλλά δεν έχει ανασκαφεί, αφού βρίσκεται κάτω από τον αυτοκινητόδρομο. Ισως σε αυτόν να βρίσκονται και τα λείψανα του Γιάννη. Στο Παλαίκυθρο η μαζική δολοφονία των οικογενειών Σουππουρή και Λιασή δεν ήταν η μοναδική. Τα εγκλήματα διαπράχθηκαν από Τουρκοκυπρίους, οι οποίοι, αν και ήταν γνωστοί, δεν δικάστηκαν και δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Ο Πέτρος και ο Κώστας Σουππουρής μεγάλωσαν κοντά στους θείους τους και μπόρεσαν να σπουδάσουν με την οικονομική βοήθεια του Ιδρύματος Μποδοσάκη. Ο Κώστας έγινε αστυνομικός και ο Πέτρος πιλότος.
«Οταν πετάω πάνω από την Κύπρο δεν βλέπω ούτε σύνορα ούτε κατοχή. Ετσι είναι η Κύπρος από ψηλά» δήλωνε πριν από μερικά χρόνια ο Πέτρος: «Μιλάω στα παιδιά μου γι’ αυτό που έζησα, αλλά όχι για να τα ποτίσω μίσος. Θέλω να δουν μπροστά, το μέλλον. Οι εγκληματίες είναι εγκληματίες και δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε μια βεντέτα και να μην προσπαθήσουμε να δούμε μπροστά, ώστε να μην ξανασυμβούν τέτοια πράγματα. Τα πρώτα χρόνια, όμως, ένιωθα μίσος, πόνο και οργή».
Από τότε που άνοιξαν τα οδοφράγματα μόνο ο Πέτρος έχει επισκεφτεί το Παλαίκυθρο: «Πήγα στο σπίτι μου τρεις φορές. Πήγα και με την οικογένειά μου και τα παιδιά μου. Οταν σου κλέψουν το σπίτι σου, σου κλέβουν τις αναμνήσεις σου».
«Πυροβολούσαν τον άντρα μου με το μωρό στην αγκαλιά του»
Η ιστορία της Χαρίτα Μάντολες έγινε γνωστή από τη σειρά «Famagusta». Πριν από έναν χρόνο, στις 20 Ιουλίου 2023, με αφορμή την 49η επέτειο από την εισβολή στην Κύπρο, η Μάντολες είχε περιγράψει όσα έζησε εκείνο το ξημέρωμα.
«Ημασταν κάτω από τα λεμονόδεντρα. Τρέξαμε από τα σπίτια μας να γλιτώσουμε από τις βόμβες που έριχναν τα αεροπλάνα και από τον στρατό που βγήκε από τη θάλασσα. Αντρας με 3 παιδιά έψαχνε κοντά μας τη γυναίκα του και την πεθερά του, που ακόμα αγνοούνται.
Αγοράκι 14 ετών έψαχνε τη μητέρα και τον πατέρα του, όταν τον σκότωσαν εκεί με τους 12 δικούς μας ανθρώπους. Ο σύζυγός μου ήταν έφεδρος κι έτρεξε στη Λυσιώτισσα. Μα δεν είχαν όπλα να τους δώσουν κι επέστρεψε πίσω, αντικρίζοντας εκείνο το μακελειό με τους αδικοσκοτωμένους στρατιώτες μας, τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ.
Στις 05.20 μας βρήκαν οι Τούρκοι, μας έβαλαν στη βεράντα του σπιτιού και άρχισαν να χτυπούν τους άντρες. Τα μικρά παιδιά με μπιμπερά, τους πέταξαν το γάλα κάτω. Σκηνές που δεν μπορούν να ξεχαστούν. Είναι σαν ταινία που προβάλλεται κάθε μέρα. Μας είπαν ότι θα μας έπαιρναν αιχμάλωτους, 40 άτομα, μας πήραν σε έναν αγροτικό δρόμο και μας έβαλαν κάτω από μια ελιά.
Εκεί διαπράχθηκε το έγκλημα, να πυροβολούν τον άντρα μου με το μωρό ενός χρόνου στην αγκαλιά του, κι εγώ με το δίχρονο. Ο αξιωματικός είπε ότι θα μας σκότωναν ως εκδίκηση για τους δικούς τους που σκότωσαν Ελληνοκύπριοι. Μας είπαν να περπατούμε δύο δύο στη γραμμή. Αρχισαν να πυροβολούν.
Εγώ έπεσα κάτω και όταν σηκώθηκα άρχισα να φωνάζω τον άντρα μου όταν με χτυπούσαν. Ηταν μπροστά μου μπρούμυτα. Μου πήραν το μωρό μου, ήταν πληγωμένο και κρατούσε το κεφάλι του μπαμπά του και φώναζε. Ο Τούρκος πήρε τα παιδιά μας και τα πέταξε μακριά».
Σε άλλη συνέντευξή της είχε πει ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ τον Τούρκο στρατιώτη με τα μπλε μάτια που όταν του ζήτησε να πάρει το παιδί της, που ήταν με τον νεκρό πατέρα του, εκείνος το πήρε και το πέταξε μακριά. «Μπαμπά, μπαμπά»φώναζε το βρέφος που έως τότε, είπε, δεν μιλούσε. Τότε ήταν 27 ετών: «Εγώ είμαι μια φτωχή γυναίκα που έζησα αυτό το δράμα. Δεν είμαι ηρωίδα. Είμαι ένας φτωχός άνθρωπος, ούτε μόρφωση, ούτε τίποτα. Απλώς έζησα αυτό το δράμα».
Οι Τούρκοι τής έδειχναν τον ουρανό, αλλά ποτέ δεν πίστεψε ότι πέθανε ο Χρηστάκης
Στα 38 της χρόνια, το 1974, η Μυροφόρα Γεωργίου Λοϊζου διέμενε με τον σύζυγο και τα έξι παιδιά της στο Παλαίκυθρο. Εκείνο το μαύρο καλοκαίρι, μέσα στο χάος του πολέμου, έχασε τον 5χρονο Χρηστάκη της, ο οποίος τραυματίστηκε από τις σφαίρες των κατακτητών.
Μέσα στην απόγνωση και την αγωνία της, απευθύνθηκε στους Τούρκους και ζήτησε να της πουν πού είναι το παιδί της. Εκείνοι της έδειχναν τον ουρανό. Ποτέ, όμως, δεν είδε το παιδί της νεκρό. Ποτέ δεν πίστεψε ότι πέθανε. Κανένας δεν της επιβεβαίωσε τον θάνατό του.
Η ιστορία του μικρού Χρήστου συγκλόνισε όλο τον κόσμο, αφού ήταν ένα παιδάκι 5 ετών. Ενας Τουρκοκύπριος που είχε δει τον μικρό στο τουρκικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, σύμφωνα με όσα είπε σε Ελληνοκύπριο, ώθησε τη Λοΐζου στις 15 Ιανουαρίου του 1975 να σταθεί μπροστά στο αυτοκίνητο του Γλαύκου Κληρίδη.
Ο τελευταίος, που πήγαινε στη συνάντηση με τον Ραούφ Ντενκτάς στο «Λήδρα Πάλας», πήρε τα στοιχεία που του έδωσε η μάνα και ζήτησε από τον Τούρκο αξιωματούχο να βρει ό,τι μπορεί για τον μικρότερο αγνοούμενο της εισβολής. Τρεις ώρες αργότερα ο Ντενκτάς ενημέρωσε δημόσια ότι ο Χρηστάκης είναι ζωντανός και νοσηλεύεται σε νοσοκομείο της Αγκυρας επειδή είχε μια επιπλοκή στα νεφρά του.
«Αν επιθυμεί η μητέρα του μπορώ να διευθετήσω τη μετάβασή της στην Αγκυρα για να δει το παιδί της» ήταν τα λόγια που μετέφεραν στη Μυροφόρα Λοΐζου, η οποία λιποθύμησε στο άκουσμα της είδησης ότι ο γιος της ζει. Τρεις μέρες μετά, ο Ραούφ Ντενκτάς πραγματοποίησε μια θεαματική «τούμπα», αφού, μέσω πηγών, οι Τούρκοι έκαναν λόγο για παρεξήγηση, επισημαίνοντας ότι επρόκειτο για άλλο παιδί και όχι για τον Χρηστάκη.
Η Μυροφόρα Λοΐζου, όμως, δεν έπαψε ποτέ να αναζητάει το παιδί και τον άντρα της και το 2007 συγκλονίστηκε, όταν η κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης» παρουσίασε ένα έγγραφο-ντοκουμέντο του τουρκικού στρατού για τον γιο της.
Σύμφωνα με αυτό, που απευθυνόταν στο τμήμα Ειδικού Πολέμου της Τουρκίας και συνοδευόταν από συνημμένη φωτογραφία του πεντάχρονου Χρηστάκη, ο μικρός μεταφέρθηκε πρώτα στα Αδανα και κατόπιν σε νοσοκομείο της Αγκυρας στα τέλη εκείνου του μαρτυρικού Αυγούστου. Πριν από δύο χρόνια η Μυροφόρα Λοΐζου σε συνέντευξη που παραχώρησε σε κυπριακό κανάλι δήλωσε ότι ο γιος της ζει, υιοθετήθηκε από άτεκνο Τούρκο, σπούδασε Ιατρική στην Αμερική και ζει με την οικογένεια του στην Άγκυρα.
Την έδεσαν σε ένα στρατιωτικό τζιπ και την έσερναν, αλλά δεν «έσπασε»
Στις 6 Αυγούστου 1974 έγινε η μάχη της Λαπήθου. Δώδεκα στρατιώτες αποκόπηκαν και έμειναν εγκλωβισμένοι πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Τους εντόπισε η Ευφροσύνη Προεστού και τους φρόντιζε για έναν μήνα. Τρεις εξ αυτών ανήκαν στο 256 Τάγμα Πεζικού και οι υπόλοιποι στο 286 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού. Και οι 12 κατάγονταν από άλλες περιοχές και δεν γνώριζαν τη Λάπηθο.
Η κυρά Φροσύνη τούς έκρυψε και τους τάισε. Εσωσε τη ζωή των Πανίκου Παραλιμνίτη, Κώστα Καστελλανή, Γιώργου Χριστοφή, Στέλιου Θεοδούλου, Κούλλη Κυριάκου, Νίκου Παπαναστασίου, Παύλου Νικολάου, Ανδρέα Γρηγορίου, Νίκου Νικολάου, Πολύκαρπου Πέτρου, Αντώνη Φιλίππου και Γιώργου Παπανικολάου.
Χρόνια μετά διηγήθηκε τη συγκλονιστική ιστορία της για εκείνες τις ημέρες:
«Από τις 3 το πρωί άρχισαν οι εκρήξεις. Κατά τις 11 ήρθαν 12 παιδιά μέσα στο σπίτι μου. “Γιαγιά, σώσε μας”. Τους είπα “πού να σας βάλω, γιε μου!” Εράγισεν η καρδιά μου. Εκρούζαν τα δέντρα, εσκοτείνιαζεν η Λάπηθος. Ενόμιζες ότι εχαλούσαν τα βουνά, φωδκιές, εκρήξεις… Ηταν όλοι δεκαοκτώ χρονών. Τους είπα “γιε μου, αν θα γλιτώσετε έχει ένα υπόγειο λαγούμι εδώ δίπλα, εκεί να κρυφτείτε”. Το στόμα του λαγουμιού ήταν σαν το τζάμι της τηλεόρασης. Εμπήκαν εκεί μέσα… Η Λάπηθος έπηξε από τον στρατό. Εγώ έκαμνα πίτες στη σάτζιη, έβαζα σε μια τσάντα ό,τι άλλο είχα και τα έβαζα σ’ έναν καλαμιώνα.
Στις 8 Αυγούστου ήρθαν οι Τούρκοι στο σπίτι μου. Μπήκαν μέσα 15 Τούρκοι με κάσκες. Ημουν μάμμη σαράντα χρόνια μέσα σε χωριά τούρκικα. Ηξερα τούρκικα. Μου λέει “όλοι έφυγαν, εσύ γιατί δεν έφυγες, κοκκώνα;” Εσκέφτηκα τα 12 παιδιά που ήταν στο λαγούμι. Του λέω “άκουσα εις το ράδιο ότι εν να έρτει ο τουρκικός στρατός να φέρει την ειρήνη και την έκκληση να μείνουν ούλοι οι Ελληνες στα σπίθκια τους. Οπου θέλετε, γιε μου, εγώ πάω, αλλά να σας παρακαλέσω να με αφήσετε σπίτι μου τζιαι εν να ‘ρτουν οι κόρες μου να με πάρουν”.
Αυτόν που με ρώτησε τον ήξερα, τον είχα ξεγεννήσει εγώ. “Φεύγουμε” λέει στους άλλους. Εκείνος έκοψε πίσω τζιαι μου είπε “έμπα έσω τζιαι κλείσε την πόρτα”. Τη νύχτα τούς είπα “να μη βγείτε από το λαούμι, γιατί ήρθαν οι Τούρκοι. Εστω και ένας να χαθεί, εγώ θα κλαίω ώσπου ζω. Προσέξετε κι εγώ θα σας φροντίζω όσο μπορώ”».
Η άρνηση της κυρά Φροσύνης να μετακινηθεί από το σπίτι της κίνησε τις υποψίες των Τούρκων στρατιωτών και στις 4 Σεπτεμβρίου έψαξαν το σπίτι της. Ολοι τους συνελήφθησαν, μαζί με την Ευφροσύνη Προεστού.
Την ανέκριναν πολύ σκληρά στον αστυνομικό σταθμό του Αγίου Λουκά. Την ξυλοκόπησαν άγρια για να ομολογήσει πού βρίσκονταν οι 12 στρατιώτες. Ομως δεν άνοιξε το στόμα της. Την έγδυσαν, την έδεσαν σε ένα στρατιωτικό τζιπ και την έσερναν μέσα στους δρόμους για να ομολογήσει την κρυψώνα τους. Η κυρά Φροσύνη άντεξε.
«Εβάλαν με μες σε μια κάμαρη που είχαν πεθάνει τα ξημερώματα δύο γέροι. Η κάμαρη γεμάτη αίματα. Εχτυπούσαν με. Εμεινα αναίσθητη. Η μίση μου πάντα πλευρά ήταν ολόμαυρη. Εκλοτσούσαν με τα παπούτσια μες τα μάθκια, με τα παπούτσια τα στρατιωτικά. Εφκάλαν μου την καδένα που είχα στον λαιμό με τον σταυρό τζιαι εβάλαν με να φτύνω πας τον σταυρό».
Οταν έφεραν μπροστά της τους στρατιώτες που βοηθούσε, βλέποντας την όψη της, θεώρησαν πως είχε ομολογήσει. Ομως, έδωσε απαντήσεις που ξεγέλεσαν τους Τούρκους. Εμεινε κρατούμενη έξι μήνες.
Η κυρά Φροσύνη απεβίωσε στις 17 Απριλίου 1993 σε ηλικία 93 ετών. Οι στρατιώτες που σώθηκαν την είχαν ως μητέρα τους. «Το ότι ζούμε σήμερα, το χρωστάμε στην κυρά Φροσύνη» παραδέχονταν.
«Φέρνουν μπροστά μου ένα κουτί και μου λένε πως είναι ο πατέρας μου»
Ιστορίες πεσόντων και αγνοουμένων από το Λυθροδόντα παρουσίασε το 2016 στο βιβλίο του, με τίτλο «Μνήμη και Τιμή», ο δημοσιογράφος Παύλος Παύλου. Παρά το γεγονός ότι το βιβλίο έχει έναν τοπικό χαρακτήρα, αφού αναφέρεται στους πεσόντες και αγνοουμένους του Λυθροδόντα, εντούτοις το βιβλίο στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει μια ευρύτερη κατάσταση που αφορά τους πεσόντες και αγνοούμενους όλης της Κύπρου.
Οι πιο συγκλονιστικές μαρτυρίες, ανέφερε ο ίδιος ο συγγραφέας, είναι των παιδιών των πεσόντων και αγνοουμένων: «Αυτών που γνώρισαν τον πατέρα τους μέσα από φωτογραφίες και μέσα από αφηγήσεις άλλων και που δεν είχαν την ευκαιρία να έχουν δίπλα τους τον πατέρα τους την ώρα που τον είχαν ανάγκη».
Κληθείς να μεταφέρει σε συνέντευξή του κάποια αποσπάσματα από τις αφηγήσεις και εξομολογήσεις των συγγενών των αγνοουμένων και πεσόντων που καταγράφονται στο βιβλίο, ο Παύλου παρέθεσε αυτολεξεί τα λόγια της κόρης ενός εκ των αγνοουμένων, του οποίου τα οστά βρέθηκαν στη συνέχεια και έγινε η κηδεία:
«Φέρνουν μπροστά μου ένα κουτί και μου λένε πως είναι ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου περίμενα να εμφανιστεί μια μέρα και με την κορμοστασιά του να γεμίσει την πόρτα. Και τι θα έχω να θυμάμαι εγώ από τον πατέρα; Ενα κουτί και μια φωτογραφία; Οχι. Θα έχω να θυμάμαι μια χούφτα τιμημένα κόκαλα και μια περηφάνια για κάποιον που δεν το έβαλε κάτω, ακόμη κι αν βαθιά μέσα του, ίσως, να ήξερε πως το παιχνίδι ήταν στημένο πριν καν αρχίσει».
Μια άλλη μαρτυρία συγγενή που βρέθηκε στο Ανθρωπολογικό Εργαστήρι, για την αναγνώριση, αναφέρει: «Μπαίνοντας στο Ανθρωπολογικό Εργαστήρι βλέπεις σ’ ένα τραπέζι τη σπονδυλική στήλη κομμάτι κομμάτι, ένα κομμάτι κόκαλο του ποδιού κι ένα του χεριού, ένα κομμάτι του κρανίου… Δεν μπορείς να περιγράψεις με λόγια τα συναισθήματα εκείνης της στιγμής».
Ο συγγραφέας αναφέρθηκε και σε μια άλλη μαρτυρία γυναίκας που έχασε τον πατέρα της σε μικρή ηλικία: «Μου έλεγαν όλοι “να νιώθεις περήφανη, ο μπαμπάς σου είναι ήρωας”, αλλά εγώ έλεγα, “μα, δεν θα έχω μπαμπά…”».
Στο βιβλίο υπάρχουν και οι μαρτυρίες τεσσάρων αξιωματικών εν αποστρατεία, οι οποίοι καταθέτουν τις προσωπικές τους μαρτυρίες για την κατάσταση που επικρατούσε στην Εθνική Φρουρά τις τραγικές μέρες του πραξικοπήματος και της εισβολής.
Μέσα από τις μαρτυρίες αυτές, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, περιγράφεται πολύ παραστατικά η κατάσταση που επικρατούσε στο μέτωπο, μια κατάσταση ανοργανωσιάς, σύγχυσης, έλλειψης ηγεσίας και καθοδήγησης, χωρίς επαρκή οπλισμό και εφόδια, κατά την οποία οι νέοι μας στάλθηκαν στις μάχες σαν πρόβατα στη σφαγή. Στο βιβλίο αναφέρεται επίσης ότι, σύμφωνα με αυθεντικές μαρτυρίες, η μεγάλη μάζα των στρατεύσιμων Λυθροδοντιατών στάλθηκε ομαδικά στην πιο επικίνδυνη ζώνη του μετώπου, ως εκδικητικό μέτρο, γιατί ήταν όλοι τους υποστηρικτές του Μακαρίου.
«Πήρα μαζί μου το κοστούμι του Γιαννάκη μου, ώστε όταν γυρίσει να έχει κάτι να φορέσει»
Η Μαρία Νικολάου έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 2021, στα 93 της χρόνια. Από το 1974 περίμενε να εξακριβωθεί η τύχη του αγαπημένου της γιου, του τότε 19χρονου Γιαννάκη, αγνοούμενου της εισβολής.
Κρατήθηκε στη ζωή αναμένοντας να μάθει νέα για το παιδί της. Το 19χρονο σπλάχνο της, που το γέννησε και το μεγάλωσε ανάμεσα στα λεμονόδεντρα της Κατωκοπιάς, τον λοχία του 256 Τ.Π. που χάθηκε μέσα στις λεμονιές της Λαπήθου τον Αύγουστο του 1974.
Η κυρά Μαρία έγινε μάνα-σύμβολο του δράματος των αγνοουμένων. Για τους περισσότερους ήταν γνωστή ως «η μάνα του αγνοουμένου» και η φωτογραφία που απαθανατίστηκε από τον φωτορεπόρτερ Τάκη Ιωαννίδη έγινε ο πρεσβευτής του δράματος των αγνοουμένων στα πέρατα του κόσμου.
Οπως αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας «Πολίτης», φεύγοντας από την Κατωκοπιά τις ώρες της συμφοράς το 1974 πήρε μαζί της και το κοστούμι του γιου της, του Γιαννάκη της. Το είχε φτιάξει σε ράφτη, αλλά δεν πρόλαβε να το φορέσει.
«Το πήρα μαζί μου, ώστε όταν επιστρέψει από εκεί που βρισκόταν να έχει κάτι να φορέσει». Ο Γιαννάκης της, όμως, δεν επέστρεψε ποτέ: «Το είχα μέχρι το 1983. Το φύλαγα στο ερμάρι, του έβαζα ναφθαλίνη, το αέριζα. Τότε ο μακαρίτης ο άντρας μου δούλευε στο αεροδρόμιο με Τουρκοκυπρίους. Μια μέρα έβγαλα το κοστούμι και του είπα να το δώσει στην Αϊσέ που δούλευε μαζί του. Ηταν φτωχιά και του είπα να της το δώσει να το φορούν τα παιδιά της».
Η φωτογραφία τραβήχτηκε λίγους μήνες μετά την εισβολή, σε διαδήλωση για τους αγνοουμένους. Κάποια στιγμή η κυρά Μαρία αποκαμωμένη από την κούραση ακούμπησε το κεφάλι της στο ξύλο που κρατούσε σφιχτά με τα δύο της χέρια και άρχισε να κλαίει. Σ’ αυτήν ακριβώς τη στάση και με τη φωτογραφία του Γιαννάκη της στηριγμένη στα δάκτυλά της την απαθανάτισε ο φωτογραφικός φακός του φωτορεπόρτερ Τάκη Ιωαννίδη.
Τα χρόνια πέρασαν, οι κακουχίες και ο πόνος την τσάκισαν, αλλά η φωτογραφία παραμένει εκεί. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως θυμητάρι από την έναρξη του δράματος των αγνοουμένων. Αλλά και το πιο ζωντανό και αδιάψευστο τεκμήριο του ατέλειωτου πόνου των μανάδων, των συζύγων και συγγενών.
Το 2000 ξαναβρέθηκε σε άλλη διαδήλωση. Εχοντας, όπως πάντα, τη φωτογραφία του Γιαννάκη της στο χέρι: «Θέλω να μάθω, να ξέρω τι έγινε το παιδί μου. Κι αν ακόμα είναι νεκρός θέλω να μου δώσουν τα κόκαλά του. Θέλω να ξέρω πριν πεθάνω. Να ησυχάσει η ψυχή μου. Ξέρουμεν το ότι όλοι όσοι δεν έχουν αγνοούμενους δεν ενδιαφέρονται πλέον. Εμείς όμως δεν ξεχνούμε τα παιδιά μας».
«Δεν ξέρω ούτε τη μυρωδιά των γονιών μου»
Σε μια ανατριχιαστική περιγραφή προχώρησε τον περασμένο Μάιο η Αναστασία Ευσταθίου Στυλλή, κατά τη διάσκεψη Τύπου της ομάδας «Πρωτοβουλία αγνοουμένων συζύγων – παιδιών 1.619»:
«Γεννήθηκα στις 20 Ιουλίου 1974. Στις 15 ημέρες μετά την εισβολή χάθηκαν ο πατέρας μου, η μητέρα μου και ο αδελφός μου που ήταν έξι ετών. Δεν γνώρισα κανέναν. Δεν ξέρω τους γονείς μου. Ούτε τη μυρωδιά τους ξέρω, ούτως πώς να έχεις μάνα ξέρω. Ξέρω πως με μεγάλωσαν μια γιαγιά και ένας παππούς, οι οποίοι ήταν ήρωες για μένα και άξιοι. Δεν είδαμε καμία βοήθεια από αλλού».
Η Δέσποινα Γρηγορίου είναι επίσης μία από τις εκατοντάδες τραγικές φιγούρες της βάρβαρης τουρκικής εισβολής του 1974. Παιδί αγνοουμένων, δήλωσε:«Μεγαλώνω και έχω στερέψει από δάκρυα, τώρα πονάω βουβά και μικραίνω. Σε κάθε πέσιμο ψάχνομαι αν είσαι κάπου κοντά. Ξεσπάω στον εαυτό μου τον βλάκα, που έχει μείνει παιδί και σε περιμένει».
«Να θυμάστε ότι τα οστά που ενταφιάζονται ούτε να μας μιλήσουν μπορούν, αλλά ούτε και να μας αγκαλιάσουν. Υστερα από 50 χρόνια βρήκαμε τη δύναμη που χρειάζεται επιτέλους για να μιλήσουμε» σημείωσε η Γεωργία Μαύρου.
Τα παιδιά των αγνοουμένων καταγγέλλουν απουσία κρατικής στήριξης και ζητούν έμπρακτη βοήθεια έστω και καθυστερημένα. «Είμαστε ξεχασμένοι εδώ και 50 χρόνια. Από την οικογένειά μου έχουμε 11 συγγενείς αγνοούμενους πρώτου βαθμού» τόνισε η Μαύρου.
Η Ντίνα Αγαπίου δήλωσε στη διάρκεια της εκδήλωσης «Επάγγελμα – πατέρας: Αγνοούμενος»: «Πώς είναι να έχεις πατέρα; Πώς ακούγεται η λέξη μπαμπάς μέσα από το στόμα μου; Ο μπαμπάς μας είναι μια φωτογραφία, η μόνη κληρονομιά μας είναι αυτή η φωτογραφία».
Τέσσερις στους δέκα συγγενείς πιστεύουν ότι πιθανόν οι αγαπημένοι τους να είναι ακόμη ζωντανοί, σύμφωνα με έρευνα της Κυπριακής Διερευνητικής Επιτροπής. Πενήντα χρόνια και ακόμη περιμένουν με το βλέμμα στην πόρτα.