Στην ελληνική μυθολογία ο Μέμνων ήταν βασιλιάς της Αιθιοπίας, γιος της Ηούς και του Τιθωνού[1][2], εγγονός του Λαομέδοντα και ανιψιός του Πριάμου. Σύμφωνα με αυτήν, του αποδίδεται η ίδρυση της Σούσας, ονομάστηκε Μεμνόνιο, όπου έφθασε αφού πέρασε πρώτα από την Αίγυπτο[3].
Φωτογραφία: Η Ηώς ανασηκώνει το πτώμα του γιου της Μέμνονα. Αττικό ερυθρόμορφο αγγείο του ζωγράφου Δούριδος από την Καπύη της Ιταλίας, περ. 480-490 π.Χ., η λεγόμενη «Πιετά του Μέμνονος».
ΝΑ
Ο Μέμνων ανατράφηκε από τις Εσπερίδες. Όταν βασίλευε στην Αιθιοπία, την περίοδο του Τρωικού Πολέμου, προσέτρεξε αρωγός στον θείο του Πρίαμο εναντίον των Ελλήνων. Τα κατορθώματα του Μέμνονα στον πόλεμο αυτό περιγράφονται στη «Μικρή Ιλιάδα» και στο επικό ποίημα «Αιθιοπίς». Ο Μέμνων μονομάχησε με τον Αίαντα, χωρίς να υπάρξει νικητής. Στο πεδίο της μάχης βρέθηκε αντιμέτωπος του Αντιλόχου (που είχε τρέξει να βοηθήσει τον πατέρα του Νέστορα που κινδύνευε) και τον σκότωσε. Τότε ο Αχιλλέας, φίλος του Αντίλοχου, όρμησε εναντίον του Μέμνονα.
Η Ηώς και η μητέρα του Αχιλλέα, η Θέτις, φοβήθηκαν για την τύχη των παιδιών τους και ικέτευσαν τον Δία να παρέμβει. Ο Δίας ζύγισε τις μοίρες των δύο μαχητών και η μοίρα του Μέμνονα βάρυνε περισσότερο στον ζυγό. Μετά από αυτό, ο Αχιλλέας σκότωσε τον Μέμνονα, αλλά η Ηώς πέτυχε από τον Δία να καταστεί ο γιος της αθάνατος. Η Ηώς παρέλαβε το σώμα του Μέμνονα από την Τροία και το μετέφερε στην Αιθιοπία. Τα δάκρυα που έχυσε τότε η Ηώς, θεότητα της αυγής, έγιναν κατά τον μύθο οι σταγόνες της δρόσου που βρίσκουμε πολλά πρωϊνά πάνω στα φυτά[2].
Εξάλλου, οι σύντροφοι του Μέμνονα που τον θρήνησαν μεταμορφώθηκαν σε πουλιά, τις Μεμνονίδες όρνιθες, ενώ σύμφωνα με άλλη εκδοχή τα πτηνά αυτά γεννήθηκαν από τη στάχτη του Μέμνονα, μετά την καύση του σώματός του. Κάθε χρόνο από τότε εμφανίζονταν γύρω από τον τάφο του ήρωα σαν να τον θρηνούσαν[4]. Κατά μία παράδοση, ο τάφος του Μέμνονα βρισκόταν στην εκβολή του ποταμού Αισήπου, στα παράλια του Ελλησπόντου ενώ κατ΄ άλλη στη δυτική όχθη του Νείλου στις Θήβες της Αιγύπτου.
Στην περιοχή αυτή υπάρχουν δυο μεγάλα αγάλματα με ύψος 16 έως 18 μ. και βάρος 800 τόνων το καθένα, τα οποία κατασκευάστηκαν από τον φαραώ Αμένωφις Γ΄ το 1360 π.Χ. Αν και παριστάνουν τον ίδιο τον φαραώ, ονοματίζονται ως «Κολοσσοί του Μέμνονα»[5] και γύρω από αυτά αναφέρονται διάφοροι μύθοι που σχετίζονται με τον Μέμνονα καταγεγραμμένοι από τον Στράβονα και τον Παυσανία.
… ἐμοὶ δὲ παρέσχε μὲν καὶ τοῦτο θαυμάσαι, παρέσχε δὲ πολλῷ μάλιστα Αἰγυπτίων ὁ κολοσσός. ἐν Θήβαις ταῖς Αἰγυπτίαις, διαβᾶσι τὸν Νεῖλον πρὸς τὰς Σύριγγας καλουμένας, εἶδον ἔτι καθήμενον ἄγαλμα ἠχοῦν—Μέμνονα ὀνομάζουσιν οἱ πολλοί, τοῦτον γάρ φασιν ἐξ Αἰθιοπίας ὁρμηθῆναι ἐς Αἴγυπτον καὶ τὴν ἄχρι Σούσων· ἀλλὰ γὰρ οὐ Μέμνονα οἱ Θηβαῖοι λέγουσι, Φαμένωφα δὲ εἶναι τῶν ἐγχωρίων οὗ τοῦτο ἄγαλμα ἦν, ἤκουσα δὲ ἤδη καὶ Σέσωστριν φαμένων εἶναι τοῦτο ἄγαλμα—, ὃ Καμβύσης διέκοψε· καὶ νῦν ὁπόσον ἐκ κεφαλῆς ἐς μέσον σῶμά ἐστιν ἀπερριμμένον, τὸ δὲ λοιπὸν κάθηταί τε καὶ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν ἀνίσχοντος ἡλίου βοᾷ, καὶ τὸν ἦχον μάλιστα εἰκάσει τις κιθάρας ἢ λύρας ῥαγείσης χορδῆς.
— Παυσανίας 1.42.3
Παραπομπές
1. «…Τιθωνῷ δ᾽ Ἠὼς τέκε Μέμνονα χαλκοκορυστήν, Αἰθιόπων βασιλῆα, καὶ Ἠμαθίωνα ἄνακτα…» – Θεογονία, Ησίοδος, στιχ. 985
2. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμος 10, σελ. 228, Αθήνα 1999
3. Παυσανίας 1.42.3
4. από τη ψηφιακή βιβλιοθήκη Perseus του Tuft University
5. Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού
[wikipedia.org]