Σε εφιάλτη μετατρέπεται από τώρα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη το θέμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως φάνηκε καθαρά και στη θυελλώδη μετεκλογική συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ν.Δ., της οποίας σχεδόν το ένα πέμπτο δηλώνει αντίθετο σε κάθε σκέψη επανεκλογής της Κατ. Σακελλαροπούλου.
Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί γύρω στους 30 «γαλάζιους» βουλευτές που διαμηνύουν ότι δεν τη θέλουν για δεύτερη θητεία στο Προεδρικό Μέγαρο, ενώ περίπου οι μισοί εξ αυτών παίρνουν ήδη θέση υπέρ του Κώστα Καραμανλή και ορισμένοι το δηλώνουν και δημοσίως.
Σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και η βουτιά της Ν.Δ. κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες έχουν προκαλέσει τεράστιες παρενέργειες εντός του κυβερνώντος κόμματος και για το ζήτημα αυτό, βγάζοντας στην επιφάνεια όλη την υποβόσκουσα δυσφορία για τη νυν Πρόεδρο και ενισχύοντας εντυπωσιακά τις τάσεις υπέρ της επιλογής μιας προσωπικότητας που να προέρχεται από τον ευρύτερο χώρο της Κεντροδεξιάς και κυρίως να έχει την αποδοχή της.
Παγώνει τη συζήτηση
Ο κ. Μητσοτάκης επιχειρεί επί του παρόντος να παγώσει τη σχετική συζήτηση, υποστηρίζοντας ότι «δεν είναι της ώρας», αλλά η πραγματικότητα είναι ότι, εάν μέχρι πρότινος τον απασχολούσε κατά τρόπο σχετικά χαλαρό, τις τελευταίες είκοσι ημέρες έχει αρχίσει να τον καίει.
Οπως αναφέρουν οι πληροφορίες, ο πρωθυπουργός όλο το προηγούμενο διάστημα, με την άνεση και την αλαζονεία του 41% που πίστευε ότι θα επικαιροποιηθεί στις ευρωεκλογές, έστω και με χαμηλωμένο τον πήχη, δεν θεωρούσε σοβαρό αγκάθι αυτό το θέμα. Από ορισμένες πλευρές φέρεται, μάλιστα, ότι είχε διαβεβαιώσει την κυρία Σακελλαροπούλου ότι θα παραμείνει άλλη μια πενταετία στην Ηρώδου Αττικού, ενώ σε μία από τις προεκλογικές συνεντεύξεις του, στη βολική ερώτηση που είχε δεχθεί επί του θέματος, απάντησε ότι έχει «μια πολύ καλή σχέση με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας» και ότι «επιτελεί πολύ καλά τα καθήκοντά της», συμπληρώνοντας ότι «από αυτό μπορείτε να βγάλετε τα συμπεράσματά σας» για το εάν θα έχει και μια δεύτερη θητεία…
Ωστόσο, στις 9 Ιουνίου ήρθαν τα πάνω κάτω. Και μία από τις αιτίες που προκάλεσαν την εκλογική κατραπακιά της Ν.Δ. ήταν το πρόσωπο της κυρίας Σακελλαροπούλου σε συνδυασμό βεβαίως με τη στάση της σε μείζονα θέματα, όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών και γενικότερα η λεγόμενη woke ατζέντα, με την οποία είναι πλήρως εναρμονισμένη και η κυβερνητική πολιτική.
Οσο κι αν λέει ότι «δεν είναι της ώρας», ο χρόνος θα αρχίσει να πιέζει ασφυκτικά τον κ. Μητσοτάκη από τον Σεπτέμβριο, οπότε θα πρέπει να διαμορφώσει και τη γενικότερη στρατηγική του, της οποίας κρίσιμο κρίκο αποτελεί το θέμα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ανάλογα και με τις εξελίξεις στο υπόλοιπο πολιτικό σκηνικό -και ιδιαίτερα στην κεντροαριστερά αντιπολίτευση, που έχει μπει σε φάση «τοκετού»- στο επόμενο τρίμηνο αναμένεται να φανεί εάν αποδειχθούν ρεαλιστικές οι ελπίδες για ανάκαμψη της κυβέρνησης ή θα μονιμοποιηθεί η στασιμότητα σε επίπεδα κάτω του 30%, κάτι που οι μέχρι τώρα τάσεις δείχνουν ως το πιθανότερο.
Το κρίσιμο δίλημμα
Το κρίσιμο δίλημμα, όπως περιγράφεται, για τον κ. Μητσοτάκη είναι εάν θα επιλέξει να εξαντλήσει «πάση θυσία» την τετραετία, στηριζόμενος στην αριθμητική πλειοψηφία των 158 εδρών ή θα υιοθετήσει το μοντέλο «4+2+4», που περιλαμβάνει ενδιάμεσες κάλπες έως την άνοιξη του 2025 και ένα restart, έστω και με κουτσουρεμένα ποσοστά.
Αυτό που έχει ενισχύσει το δίλημμα είναι η μετεκλογική βεβαιότητα ότι η περίοδος των «παχιών αγελάδων» τελείωσε οριστικά για τη Ν.Δ. και ότι η πορεία έως το 2027 θα είναι πλέον κατιούσα. Οι φυγόκεντρες τάσεις που ήδη φουντώνουν τις τελευταίες εβδομάδες έρχονται να επισφραγίσουν αυτή τη νομοτέλεια. Εάν, μάλιστα, η αντιπολίτευση καταφέρει στο διάστημα αυτό να βρει έναν βηματισμό -κάτι που με τις σημερινές συνθήκες φαντάζει ασφαλώς πολύ δύσκολο-, σε συνδυασμό με την εκ δεξιών αυξανόμενη πίεση, τότε εκτιμάται ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν για τους σημερινούς ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου. Με τις πρόωρες εκλογές υποστηρίζεται, αντιθέτως, ότι αφενός θα «προλάβουν» την ανασύνταξη της αντιπολίτευσης και αφετέρου θα συγκρατήσουν την περαιτέρω φθορά της Ν.Δ., που διαφορετικά κινδυνεύει να καταστεί ανεξέλεγκτη ύστερα από τρία χρόνια.
Καλύτερη δικαιολογία για να δρομολογηθούν οι εξελίξεις προς μια τέτοια κατεύθυνση δεν υπάρχει από την προεδρική εκλογή, έστω και εάν ύστερα από την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος έχει αποσυνδεθεί από τη διάλυση της Βουλής. Οπως επισημαίνεται, πάντως, ούτε αυτό θα είναι ιδιαίτερα εύκολο, καθώς προϋποθέτει εμμονή του κ. Μητσοτάκη στο πρόσωπο της κυρίας Σακελλαροπούλου και προσφυγή σε κάλπες προκειμένου να νομιμοποιήσει -εκβιαστικά- με τη λαϊκή ψήφο την επανεκλογή της, με την οποία διαφωνεί το κόμμα του αλλά και μεγάλο τμήμα της εκλογικής βάσης της Ν.Δ., όπως φάνηκε και στις 9 Ιουνίου. Το σίγουρο είναι ότι από την παρούσα Βουλή και με τουλάχιστον 30 βουλευτές της Ν.Δ. αντίθετους, είναι πολιτικά αυτοκτονικό κάθε σχέδιο επανεκλογής της.
Ετοιμος να τη «θυσιάσει»
Στην περίπτωση που ο κ. Μητσοτάκης κάνει την πρώτη επιλογή για εξάντληση της τετραετίας, ώστε να ολοκληρώσει -όπως πιστεύει- έναν οκταετή πρωθυπουργικό κύκλο, τότε είναι λίαν πιθανόν να επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες που αναφέρουν ότι είναι έτοιμος να «θυσιάσει» την κυρία Σακελλαροπούλου, αναζητώντας άλλο πρόσωπο που -αν μη τι άλλο- δεν θα του προκαλεί πρόβλημα στο κόμμα του και την κοινωνία. Πάντως κι αυτό μοιάζει με δίκοπο μαχαίρι, αν ληφθεί υπόψη ότι, πέρα από τις όποιες και με όποια μορφή διαβεβαιώσεις τής έχει παράσχει ο ίδιος, την επανεκλογή της στο προεδρικό αξίωμα υποστηρίζουν κέντρα και συμφέροντα από διάφορες πλευρές, που μάλιστα βλέπουν την κυρία Σακελλαροπούλου με μεγαλύτερη ικανοποίηση, σε σύγκριση με το 2020 που εξελέγη αρχικά, να προωθεί συγκεκριμένες και άκρως αμφιλεγόμενες και επικίνδυνες ατζέντες κυρίως στα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα. Και βεβαίως μέγα ζητούμενο είναι ποια «εναλλακτική λύση» θα αναζητήσει ο κ. Μητσοτάκης, καθώς ήδη διακινούνται πληροφορίες ότι σε ένα τέτοιο σενάριο έχει κατά νου ακόμα και τον πρόεδρο της Βουλής Κώστα Τασούλα, με την ελπίδα ότι θα «συσπειρώσει» ευκολότερα την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ., έστω κι αν στην πραγματικότητα είναι μια επιλογή απολύτως περιχαρακωμένη και πολιτικά ιδιοτελής.
Πηγή: Εφημερίδα Δημοκρατία