Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης, Θεολόγος
Η διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τον Τριαδικό Θεό ονομάζεται «τριαδολογικό δόγμα».
Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε με απλά λόγια:
Α) Τι είναι ο Τριαδικός Θεός
Β) Ποια η πηγή γνώσης γι’ Αυτόν
Γ) Τι λέει γι’ Αυτόν η Αγία Γραφή
Δ) Ποια η ιστορία της χριστιανικής διδασκαλίας γι’ Αυτόν
Ε) Συμπληρωματικά: τα ονόματα του Θεού, η απεικόνιση της Αγίας Τριάδας και η εορτή του Αγίου Πνεύματος
Α) Ο Τριαδικός Θεός (Αγία Τριάδα)
Σύμφωνα με τους αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού (Πατέρες της Εκκλησίας), η διδασκαλία των οποίων διατυπώνεται επίσημα με τις Οικουμενικές Συνόδους, «ο Θεός είναι ένας, αλλά δεν είναι μόνος». Πάντοτε, προαιώνια, στη Θεότητα συνυπάρχουν τρία πρόσωπα, τρεις προσωπικότητες, τις οποίες ονομάζουμε με ονόματα που χρησιμοποιεί η Αγία Γραφή και ιδιαίτερα η Καινή Διαθήκη, με κυριότερα τα ονόματα Πατήρ (Πατέρας), Υιός και Άγιο Πνεύμα.
Τα τρία αυτά πρόσωπα συνυπάρχουν προαιώνια και ενεργούν από κοινού (μαζί, συνεργατικά). Πράξεις όπως η δημιουργία του κόσμου, η συντήρησή του και η σωτηρία του ανθρώπου (και γενικά κάθε πράξη του Θεού) είναι αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας, είναι δηλαδή τριαδική πράξη.
Από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, ο Πατέρας είναι αυθύπαρκτος, δηλ. είναι ο ίδιος πηγή της ύπαρξής Του. Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα έχουν πηγή της ζωής Τους τον Πατέρα. Όπως αναφέρει η Καινή Διαθήκη και η Εκκλησία (οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Οικουμενικές Σύνοδοι), ο Υιός «γεννιέται» από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα «εκπορεύεται» (πηγάζει) από τον Πατέρα – έτσι λαμβάνουν ζωή.
Η γέννηση του Υιού και η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος είναι διαφορετικές ενέργειες του Θεού Πατέρα και γίνονται με τρόπο άγνωστο και μυστηριώδη για εμάς. Δε γνωρίζουμε καθόλου την εσωτερική ζωή της Αγίας Τριάδας, η οποία διαφέρει εντελώς από οτιδήποτε γνωρίζουμε στον δικό μας κόσμο. Ο Τριαδικός Θεός είναι Μυστήριο. Ο μόνος ουσιαστικά δόκιμος προσδιορισμός Του, που βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη και αποτελεί θεμέλιο του χριστιανισμού, είναι η περίφημη φράση του ευαγγελιστή Ιωάννη, από την Α΄ επιστολή του, κεφ. 4, στίχος 8, «ο Θεός αγάπη εστί».
Γιατί η Αγία Τριάδα είναι ένας Θεός και όχι τρεις Θεοί;
Επειδή και τα τρία θεία πρόσωπα έχουν την ίδια θεία ουσία.
«Ουσία» ονομάζεται, από αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους (ιδίως τον Αριστοτέλη), το βασικό στοιχείο που κάνει ένα ον να είναι αυτό που είναι. Ο άνθρωπος π.χ. είναι άνθρωπος επειδή έχει ανθρώπινη ουσία. Το δέντρο, ουσία δέντρου. Το ελάφι ουσία ελαφιού, η πέτρα ουσία πέτρας κ.τ.λ. Ο Θεός, σίγουρα, έχει κάποιου είδους ουσία (θεϊκή ουσία, θεία ουσία). Όμως η ουσία του Θεού είναι άγνωστη (δεν μπορούμε ποτέ να τη μάθουμε), ούτε να ενωθούμε με αυτήν (είναι «αμέθεκτη»).
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε ίδια ουσία (ανθρώπινη), αλλά όχι την ίδια ουσία (ο καθένας έχει τη δική του). Γι’ αυτό ο καθένας μας είναι ξεχωριστός άνθρωπος και συνολικά υπάρχουν δισεκατομμύρια άνθρωποι.
Όμως τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας δεν έχουν μόνο ίδια ουσία, αλλά έχουν και οι τρεις την ίδια ουσία, η οποία είναι η ουσία του Θεού Πατρός. Δηλαδή ο Πατήρ, από αγάπη, προσφέρει ολόκληρη την ουσία του στον Υιό (η οποία γίνεται ουσία του Υιού, χωρίς να παύει να είναι και ουσία του Πατέρα) και ολόκληρη επίσης στο Άγιο Πνεύμα (και γίνεται ουσία του Αγίου Πνεύματος). Γι’ αυτό τα τρία θεία πρόσωπα είναι ένας Θεός και όχι τρεις Θεοί.
Ο Θεός είναι άγνωστος ως προς την ουσία Του, αλλά γνωστός ως προς τις ενέργειές Του.
Αν και η ουσία του Θεού είναι άγνωστη και αμέθεκτη, ο Θεός έχει και ένα είδος «ακτινοβολίας», που την ονομάζουμε ενέργεια του Θεού ή θεία χάρη. Όπως και η θεία ουσία, έτσι και η θεία ενέργεια είναι αιώνια και άκτιστη ( = αδημιούργητη, δηλ. δεν τη δημιουργεί ο Θεός, αλλά «πηγάζει από μέσα Του» και είναι μέρος της θεότητας). Όμως η θεία ενέργεια δεν είναι αμέθεκτη, αλλά μεθεκτή, δηλ. μπορούμε να την πάρουμε μέσα μας και να ενωθούμε με αυτήν.
Με την ενέργειά Του ο Θεός δημιούργησε και συντηρεί τον κόσμο (το σύμπαν και όλα τα όντα), με την ενέργειά Του δίνει τη ζωή και προσφέρει την αγιότητα.
Η αγιότητα είναι, ακριβώς, η ένωσή μας με αυτή την ενέργεια.
Αν και η θεία ενέργεια είναι μία, λόγω των διαφορετικών αποτελεσμάτων της στον κόσμο τη διακρίνουμε σε ιδιαίτερες «κατηγορίες», που οι κυριότερες είναι τρεις:
Η ουσιοποιός ενέργεια, η οποία δημιουργεί όλα τα δημιουργήματα του Θεού, έμψυχα και άψυχα (δημιουργεί δηλ. ουσίες, γι’ αυτό λέγεται ουσιοποιός). Αυτή την ενέργεια τη λαμβάνουν όλα τα όντα, έμψυχα και άψυχα (ον = κάθε τι που υπάρχει).
Η λογοποιός ενέργεια, η οποία παρέχει λόγο (=λογική) στα λογικά όντα, δηλ. στους ανθρώπους και τους αγγέλους.
Η θεοποιός ενέργεια, η οποία «κάνει θεούς», δηλ. προσφέρει αγιότητα, σε εκείνα τα λογικά όντα που το επιθυμούν και αγωνίζονται για να το καταφέρουν.
Το ότι οι ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες και όχι κτιστές (δηλ. είναι αδημιούργητες, «κομμάτι της θεότητας», και όχι δημιουργήματα του Θεού) θεωρείται η σημαντικότερη διαφορά Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Χριστιανών. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διδάσκει ότι οι θείες ενέργειες είναι κτιστές, άρα ο άνθρωπος δεν έρχεται ποτέ σε άμεση επαφή με το Θεό, παρά μόνο μέσω ενός κτίσματος (δημιουργήματος). Γι’ αυτό η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν δέχεται ότι η σωτηρία είναι ένωση με το Θεό (που το τέλειο στάδιό της είναι η θέωση του ανθρώπου, δηλ. να γίνει ο άνθρωπος «κατά χάριν θεός»), αλλά πιστεύει ότι η σωτηρία είναι μια δίκη, στην οποία ο άνθρωπος πρέπει να αθωωθεί, για να πάει στον παράδεισο.
Β) Ποια η πηγή γνώσης μας για το Θεό;
Η πηγή γνώσης μας είναι η ένωση των αγίων με το Θεό. Σε αυτή την κατάσταση (τη θέωση), ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα στο θείο Φως και γνωρίζει το Θεό από κοντά, Τον γνωρίζει προσωπικά.
Τον γνωρίζει και ενώνεται με Αυτόν, αλλά δεν μπορεί να περιγράψει με λόγια τι ακριβώς είναι ο Θεός και ποιος είναι ο τρόπος ύπαρξής Του. Γι’ αυτό, οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν έγραψαν αναλυτικά για την Αγία Τριάδα, παρά μόνο όταν εμφανίστηκαν αιρέσεις που αρνήθηκαν την ύπαρξή Της. Κυριότερη από αυτές τις αιρέσεις ήταν ο αρειανισμός.
Η Αγία Γραφή αναφέρει τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, μιλάει δηλαδή για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν εξηγεί ποια είναι η σχέση μεταξύ Τους.
Η Εκκλησία, όταν χρειάστηκε να μιλήσει για την Αγία Τριάδα, χρησιμοποίηση κυρίως τις λέξεις που χρησιμοποιεί και η Αγία Γραφή. Όμως κάποιες φορές αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει και λέξεις που δεν υπάρχουν στην Αγία Γραφή, όπως η ίδια η λέξη «Τριάδα» και η λέξη «ομοούσιος», την οποία έβαλαν στο Πιστεύω οι Πατέρες της Β΄ (2ης) Οικουμενικής Συνόδου, το 381 μ.Χ., για να εξηγήσουν ότι ο Υιός είναι «ομοούσιος τω Πατρί», δηλ. έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα.
Όλες οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για το Θεό είναι ανθρώπινες και αποδίδουν έννοιες ανθρωπομορφικές (δίνουν δηλαδή στο Θεό μορφή ανθρώπου). Οι λέξεις π.χ. Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, οι λέξεις γέννηση και εκπόρευση, η λέξη αγάπη (όταν λέμε ότι ο Θεός είναι αγάπη – πράγμα που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, στην α΄ επιστολή Ιωάννου), ακόμη και η ίδια η λέξη Θεός, μας φέρνουν στο νου καταστάσεις από το δικό μας κόσμο, που δεν αντιστοιχούν ακριβώς σε αυτό που είναι ο Θεός.
Γι’ αυτό, κάποιοι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν για το Θεό αντιφατικούς όρους, όπως «υπερούσιος ουσία», για να δείξουν ότι η πραγματικότητα ξεπερνάει τη δυνατότητα που έχουμε να μιλήσουμε γι’ αυτήν. Μάλιστα, σε κατάσταση θέωσης ο άνθρωπος και στην προσευχή του ακόμη δεν χρησιμοποιεί λέξεις.
Τις λέξεις τις χρησιμοποιούμε για το Θεό, επειδή κάπως πρέπει να μιλήσουμε γι’ Αυτόν. Πρέπει όμως να ξέρουμε ότι δεν εκφράζουν ακριβώς τι είναι ο Θεός, ποιος είναι ο τρόπος ύπαρξής Του και πώς είναι η εσωτερική ζωή της Αγίας Τριάδας.
Αυτά που είπαμε τώρα – ότι για το Θεό δεν μπορούμε ποτέ να μιλήσουμε με ακρίβεια – ονομάζονται «αποφατισμός» και η διδασκαλία της Εκκλησίας για το θέμα αυτό λέγεται «αποφατική θεολογία».
Γ) Πώς φαίνεται στην Αγία Γραφή ότι ο Θεός είναι Τριαδικός;
Η Παλαιά Διαθήκη δεν γράφει ξεκάθαρα ότι ο Θεός είναι τριαδικός, επειδή υπήρχε ο κίνδυνος για τους Εβραίους να νομίσουν ότι υπάρχουν πολλοί Θεοί και έτσι να γίνουν πολυθεϊστές. Απλώς υπαινίσσεται την τριαδικότητα του Θεού, δηλαδή την υπονοεί, χωρίς να την αναφέρει καθαρά.
Η τριαδικότητα του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη φαίνεται με τρόπους όπως οι παρακάτω:
1. Με τον πληθυντικό αριθμό σε μερικά σημεία της Γένεσης, όπου ο Θεός μιλάει στον εαυτό Του σε πληθυντικό αριθμό. Παράδειγμα, τα Γέν. 1, 26 («ας φτιάξουμε άνθρωπο κατά την εικόνα και ομοίωσή μας») και Γέν. 11, 7 («ας κατεβούμε και ας τους μπερδέψουμε τις γλώσσες»).
Το εβραϊκό κείμενο στα σημεία αυτά (και σε πολλά άλλα) χρησιμοποιεί για το Θεό τη λέξη Ελοχείμ. Η λέξη αυτή είναι πληθυντικού αριθμού (παρόλο που αναφέρεται έντονα ότι ένας μόνο Θεός υπάρχει), πράγμα που, κατά τους χριστιανούς, συνηγορεί ακόμη περισσότερο στην άποψη ότι εντός της Θεότητος υπάρχουν περισσότερα από ένα πρόσωπα.
2. Με την εμφάνιση του Θεού, με μορφή Τριών Ανδρών, στον Αβραάμ στο κεφ. 18 της Γένεσης. Εκεί είναι φανερό ότι ο Αβραάμ αντιμετωπίζει και τους Τρεις ως ισότιμους. Ήρθε «να Τους συναντήσει», είπε και στους Τρεις να καθίσουν, να πλυθούν, να φάνε κ.τ.λ., χαρακτήρισε τον εαυτό του «υπηρέτη Τους» και Εκείνοι του απάντησαν σαν με ένα στόμα.
3. Με τους ανεξήγητους (για μας, «τριαδικούς») πληθυντικούς σε πολλές προφητείες, όπου φαίνεται: (α) ότι εντός της Θεότητος υπάρχουν περισσότερα από ένα πρόσωπα, (β) ότι εμφανίζονται τουλάχιστον δύο «Κύριοι», που ο Ένας στέλνει στη Γη τον Άλλο – π.χ. Ζαχαρίας, κεφ. 2, στίχ. 12-15, κεφ. 6, στ. 15, Ησαΐας κεφ. 45, 1, κεφ. 48, 12-16, Οβδιού, στίχ. 1, και αμέτρητα άλλα.
4. Με την εμφάνιση του περίφημου «αγγέλου του Θεού», ενός όντος που μιλάει συγχρόνως και ως Θεός ή Κύριος. Εμφανίστηκε π.χ. στο Μωυσή μέσα από τη φλεγόμενη βάτο και χαρακτηρίζεται «άγγελος Κυρίου», όμως είπε «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ» κ.τ.λ. (Έξοδος, κεφ. 3, στίχ. 2). Πρόκειται για τον Υιό (το Χριστό) και χαρακτηρίζεται «άγγελος», γιατί άγγελος = αγγελιαφόρος (ενν. του Θεού Πατέρα). Ο Υιός χαρακτηρίζεται στην Παλαιά Διαθήκη «άγγελος της διαθήκης» και «μεγάλης βουλής άγγελος» (στα βιβλία των προφητών Ησαΐα, κεφ. 9, στίχ. 6, και Μαλαχία, κεφ. 3, στ. 1).
5. Με την εμφάνιση της «Σοφίας του Θεού», ενός ξεκάθαρα θεϊκού όντος, που μάλιστα μιλάει διά στόματος των προφητών σε πρώτο πρόσωπο, όπως μόνον ο Θεός κάνει, στα βιβλία Παροιμίες, Ιωβ, Σοφία Σολομώντος και Σοφία Σειράχ. Είναι ο Χριστός, γι’ αυτό η μεγάλη εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η αφιερωμένη στο Χριστό, ονομάστηκε «Αγία Σοφία».
6. Η ύπαρξη πολλών προσώπων στη Θεότητα φαίνεται και από τις προφητείες, κατά τις οποίες διά στόματος των προφητών μιλάει ο αναμενόμενος και μελλοντικά ερχόμενος Μεσσίας. Εφόσον ο Μεσσίας μιλάει διά στόματος των προφητών, επομένως είναι Θεός – π.χ. Ησαΐα 61, 1-2, που ο Χριστός το χρησιμοποίησε ως αναφορά στον εαυτό Του (κατά Λουκάν, 4, 17-21). Υπάρχουν και οι χριστολογικοί ή μεσσιανικοί Ψαλμοί, όπου ο Μεσσίας μιλάει διά του προφήτη. Π.χ. Ψαλμ. 68, 22 («μου έδωσαν χολή για τροφή και στη δίψα μου με πότισαν ξύδι», βλ. Ματθ. 27, 48).
Στην Καινή Διαθήκη αποκαλύπτεται πλέον η τριαδικότητα του Θεού με σαφείς αναφορές στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, αν και, όπως είπαμε προηγουμένως, δεν εξηγείται η σχέση αυτών των τριών προσώπων μεταξύ Τους.
Προφανώς οι πρώτοι χριστιανοί δεν χρειάζονταν εξηγήσεις, γιατί ήξεραν τι είναι η ένωση με το Θεό και όλη η ζωή τους, κατά βάσιν, ήταν προσανατολισμένη στο να ενωθούν με Αυτόν. Με την ένωση αυτή βρίσκονταν εντός του θείου Φωτός και γνώριζαν προσωπικά τον Τριαδικό Θεό.
Τρόποι, με τους οποίους στην Καινή Διαθήκη αποκαλύπτεται η τριαδικότητα του Θεού, είναι:
Οι ονομαστικές αναφορές στα τρία θεία πρόσωπα. Κατ’ αρχάς, από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, που πάρα πολλές φορές ανέφερε το Θεό ως Πατέρα Του και τον εαυτό Του ως τον Υιό και μίλησε για ένα τρίτο πρόσωπο, που το ονόμασε Άγιο Πνεύμα ή απλώς Πνεύμα. Αυτό το τρίτο πρόσωπο το χαρακτηρίζει επίσης Παράκλητο (=παρηγορητή) και Πνεύμα της αληθείας, στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, κεφάλαια 14, 15 και 16 (που περιέχουν μερικές από τις σπουδαιότερες τριαδολογικές αναφορές της Αγίας Γραφής), και υπόσχεται στους μαθητές Του ότι θα παρακαλέσει τον Πατέρα και θα τους Τον στείλει «στο όνομά Του» μετά την αποχώρησή Του από τον κόσμο (είναι η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, που συνέβη την ημέρα της πεντηκοστής, δηλαδή 50 μέρες μετά την ανάσταση του Χριστού).
Επίσης, στο τέλος του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου ο Χριστός δίνει εντολή στους μαθητές Του να βαπτίζουν τους πιστούς «εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Εκτός αυτού, στις επιστολές των αποστόλων υπάρχουν αμέτρητες ξεχωριστές αναφορές στον Πατέρα, τον Υιό και Κύριο Ιησού Χριστό και στο Άγιο Πνεύμα, ενώ μερικές φορές τίθενται και τα τρία θεία πρόσωπα στον ίδιο στίχο.
Παραδείγματα είναι τα λόγια του αποστόλου Παύλου, Α΄ προς Κορινθίους, κεφ. 12, στίχ. 4-6: «Διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισί, το δε αυτό Πνεύμα· και διαιρέσεις διακονιών εισί, και ο αυτός Κύριος· και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δε αυτός εστι Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν», και Β΄ προς Κορινθίους κεφ. 13, στίχ. 13 (ο τελευταίος στίχος): «Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος μετά πάντων υμών· αμήν», καθώς και του αποστόλου Πέτρου, στην Α΄ επιστολή Πέτρου, κεφ. 1, στίχ. 2: «κατά πρόγνωσιν Θεού πατρός, εν αγιασμώ Πνεύματος, εις υπακοήν και ραντισμόν αίματος Ιησού Χριστού».
Έχουμε δύο θεοφάνειες, δηλαδή φανερώσεις του Τριαδικού Θεού: μία στη βάπτιση του Χριστού και μία στη μεταμόρφωσή Του.
Στη βάπτιση του Χριστού από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στον Ιορδάνη ποταμό ακούστηκε η φωνή του Πατέρα να λέει «ούτός εστιν ο υιος μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα», ενώ το Άγιο Πνεύμα εμφανίστηκε «εν είδει περιστεράς», δηλ. με μορφή περιστεριού (κατά Ματθαίον, κεφ. 3, Μάρκον κεφ. 1, Λουκάν κεφ. 3).
Η μεταμόρφωση του Χριστού είναι ένα επεισόδιο που αναφέρεται στα Ευαγγέλια κατά Ματθαίον κεφ. 17, Μάρκον κεφ. 9, Λουκάν κεφ. 9 και Β΄ επιστολή Πέτρου κεφ. 1. Ο Ιησούς ανέβηκε στο όρος Θαβώρ παίρνοντας μαζί Του τους αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη και εκεί το πρόσωπό Του έλαμψε σαν τον ήλιο και τα ρούχα Του «έγιναν λευκά όπως το φως». Οι προφήτες Μωυσής και Ηλίας εμφανίστηκαν κοντά του, μια φωτεινή νεφέλη τον σκέπασε και από τη νεφέλη ακούστηκε η φωνή του Θεού να λέει: «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακούετε». Η φωτεινή νεφέλη, όπως εξηγούν οι Πατέρες της Εκκλησίας, ήταν εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος. Και εδώ λοιπόν έχουμε φανέρωση του Τριαδικού Θεού.
3) Στις Πράξεις των αποστόλων, αλλά και στις επιστολές του αποστόλου Παύλου, στα κεφάλαια του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου που αναφέραμε πιο πριν και γενικά στην Καινή Διαθήκη, υπάρχουν σημαντικές αναφορές που φανερώνουν ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι μόνο «η δύναμη του Θεού», αλλά ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, με ιδιαίτερη προσωπικότητα, που μιλάει και ενεργεί. Έτσι, βλέπουμε π.χ. το Άγιο Πνεύμα να μιλάει στις Πράξεις των αποστόλων κεφ. 1, στίχ. 16, κεφ. 8, στίχ. 29, κεφ. 10, στίχ. 19, κεφ. 13, στίχ. 2, κ.α. Ένα επίσης από τα πολλά χαρακτηριστικά αποσπάσματα της Καινής Διαθήκης για το Άγιο Πνεύμα είναι το κεφ. 12 της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του αποστόλου Παύλου.
Δ) Η επίσημη διατύπωση του τριαδολογικού δόγματος από την Εκκλησία
Κάποιες πρώτες εξηγήσεις στο πώς βλέπουν το Θεό οι χριστιανοί επιχείρησαν να δώσουν οι Απολογητές, χριστιανοί συγγραφείς του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ., οι οποίοι έγραψαν απολογίες υπέρ των χριστιανών για να πείσουν το ρωμαϊκό κράτος να σταματήσει τους διωγμούς. Αν και πολλοί από τους απολογητές είναι άγιοι (όπως ο άγιος Ιουστίνος, ο άγιος Αθηναγόρας, ο άγιος Αριστείδης κ.ά.), οι απόπειρές τους είναι ακόμη ατελείς. Επίσημη διατύπωση της διδασκαλίας του χριστιανισμού για την Αγία Τριάδα, στην οποία καταβλήθηκε μέγιστη προσοχή να διατυπωθεί η διδασκαλία αυτή με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και ορθότητα, χρειάστηκε αργότερα να δώσουν οι χριστιανοί, όταν εμφανίστηκαν αιρέσεις.
Οι αιρέσεις που αμφισβητούν την τριαδικότητα του Θεού χαρακτηρίζονται τριαδολογικές αιρέσεις, ενώ εκείνες που εκφράζουν εσφαλμένες απόψεις για τον Ιησού Χριστό (ως Θεάνθρωπο και όχι απλώς ως τον Υιό του Θεού) χαρακτηρίζονται χριστολογικές αιρέσεις.
α) Ο μοναρχιανισμός
Η πρώτη μορφή τριαδολογικών αιρέσεων εμφανίστηκε κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. και είναι εκείνες που ονομάζουμε με το γενικό όνομα μοναρχιανισμός. Οι μοναρχιανοί προσπαθούσαν να διασώσουν τη «μοναρχία» του Θεού Πατέρα, δηλ. ότι στο Θεό υπάρχει μία μόνον αρχή – αιτία και εξουσία – και όχι τρεις αρχές. Αυτό βέβαια λέει και η Εκκλησία, αλλά οι μοναρχιανοί νόμιζαν ότι με τη διδασκαλία για την τριαδικότητα του Θεού έχουμε πολυαρχία και τριθεΐα.
Οι μοναρχιανοί χωρίζονται σε δύο ομάδες:
Η μία ομάδα είναι οι τροπικοί μοναρχιανοί, που δίδασκαν ότι τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας είναι ένα μόνον, που εμφανίζεται με τρεις διαφορετικούς τρόπους (γι’ αυτό λέγονται «τροπικοί»: στην Παλαιά Διαθήκη ως Πατήρ, στην Καινή Διαθήκη ως Υιός και στην ιστορία της Εκκλησίας ως Άγιο Πνεύμα. Τους τροπικούς μοναρχιανούς οι αντίπαλοί τους (συγγραφείς που υπερασπίζονταν την ορθόδοξη διδασκαλία) τους ονόμασαν και πατροπασχίτες, επειδή, κατά τη γνώμη τους, ο ίδιος ο Πατήρ έπασχε στο σταυρό, εμφανιζόμενος ως Υιός-Θεάνθρωπος.
Η άλλη ομάδα μοναρχιανών ήταν οι δυναμικοί μοναρχιανοί, που δίδασκαν ότι ο Ιησούς Χριστός στην αρχή ήταν κοινός άνθρωπος, ο οποίος όμως εξελίχθηκε σε Υιό του Θεού λόγω της μεγάλης ηθικής του τελειότητας. «Δυναμικοί», εδώ, σημαίνει εξελικτικοί – όταν λέμε ότι κάτι είναι δυναμικό εννοούμε εδώ ότι έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί. Κατ’ αυτούς, δηλαδή, ο Χριστός υιοθετήθηκε από το Θεό και έγινε Υιός Του, χωρίς όμως να είναι κατά φύσιν Θεός. Γι’ αυτό, τους δυναμικούς μοναρχιανούς τους χαρακτήριζαν υιοθετιστές.
Το λάθος των μοναρχιανών ήταν ότι προσπάθησαν να κατανοήσουν το Θεό με κριτήρια του δικού μας κόσμου. Σκέφτηκαν δηλαδή ότι ο Θεός μπορεί να είναι είτε ένας είτε πολλοί. Δεν κατάλαβαν ότι στην περίπτωση του Θεού μπορεί να είναι και ένας και πολλοί ταυτόχρονα.
Ο μοναρχιανισμός απορρίφθηκε από την Εκκλησία και χαρακτηρίστηκε αίρεση μέσω τοπικών συνόδων (συμβουλίων επισκόπων) που συγκροτήθηκαν σε διάφορα μέρη.
β) Ο αρειανισμός
Τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή λίγο μετά το 300 μ.Χ., στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ένας μορφωμένος ιερέας, ο Άρειος, προσπάθησε κι εκείνος να κατανοήσει λογικά το Θεό και απέρριψε την ιδέα ότι ο Θεός μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένας και τρεις.
Έτσι, για να διασώσει τη μονοθεΐα των χριστιανών, υποστήριξε ότι μόνο ο Πατέρας είναι Θεός. Ο Υιός, κατά τον Άρειο, είναι απλά ένα δημιούργημα του Θεού, το πρώτο και σημαντικότερο, αλλά πάντως δημιούργημα, όπως οι άγγελοι και οι άνθρωποι. Το Άγιο Πνεύμα είπε ότι είναι απλά η δύναμη του Θεού, όχι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα (όχι δηλαδή ιδιαίτερο πρόσωπο).
Η διδασκαλία του Αρείου αναστάτωσε την Αλεξάνδρεια και ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, ο άγιος Αλέξανδρος, προσπάθησε να τον διορθώσει, αλλά δεν το κατόρθωσε. Η υπόθεση πήρε έκταση, με συνέπεια να ξεκινήσει μια θεολογική διαφωνία (διαμάχη) με τη συμμετοχή αρκετών ιερέων και επισκόπων. Έτσι, ο Μέγας Κωνσταντίνος, που ήταν πλέον αυτοκράτορας, αποφάσισε να λύσει το πρόβλημα με μια σύνοδο όλων των χριστιανών επισκόπων του κόσμου, η οποία ονομάστηκε Οικουμενική Σύνοδο (οικουμένη = ο κατοικημένος κόσμος) και συγκροτήθηκε στη Νίκαια της Μικράς Ασίας το 325 μ.Χ. Συμμετείχαν εκατοντάδες επίσκοποι, από όλες τις περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κι ακόμη από τη Βρετανία μέχρι την Ινδία. Κατά την παράδοση, συγκεντρώθηκαν 318 επίσκοποι, αν και κάποιοι ιστορικοί πιστεύουν ότι ήταν περισσότεροι και ότι ο αριθμός 318 καθιερώθηκε για συμβολικούς λόγους, επειδή στην Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε τον Αβραάμ με 318 υπηρέτες να επιτίθεται στους επιδρομείς, που είχαν αιχμαλωτίσει τον ανιψιό του τον Λωτ και την οικογένειά του (Γένεσις, κεφ. 14).
Αυτή είναι η Α΄ (δηλ. η 1η) Οικουμενική Σύνοδος, στην οποία συμμετείχαν άγιοι όπως ο άγιος Νικόλαος, ο άγιος Σπυρίδων, ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας (που ήταν ακόμη διάκονος, αλλά εκπροσωπούσε τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας), ο άγιος Αλέξανδρος Κωνσταντινουπόλεως (που ήταν ακόμη λαϊκός, αλλά εκπροσωπούσε τον αρχιεπίσκοπο ΚΠόλεως) και πολλοί άλλοι σημαντικοί, λιγότερο γνωστοί.
Η Σύνοδος απέρριψε τον αρειανισμό ως αίρεση (ελάχιστοι επίσκοποι συμφώνησαν με τον Άρειο). Ο Άρειος, επειδή επέμενε στη διδασκαλία του και απέρριψε τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αφορίστηκε, δηλαδή διαγράφηκε από μέλος της Εκκλησίας (αφορίζω = ξεχωρίζω), ώστε να μην ξεγελιούνται οι χριστιανοί και νομίζουν ότι η διδασκαλία του είναι χριστιανική. Θα μπορούσε να επανέλθει αμέσως αν αποδεχόταν τη διδασκαλία της Οικουμενικής Συνόδου, αλλά δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συνέβη μέχρι τον επεισοδιακό θάνατό του λίγα χρόνια αργότερα.
Ο Μ. Κωνσταντίνος εξόρισε τον Άρειο, θεωρώντας ότι προκαλεί αναταραχή στην κοινωνία. Λίγο καιρό αργότερα άλλαξε γνώμη, τον κάλεσε πίσω και μάλιστα προσπάθησε να υποχρεώσει τον αρχιεπίσκοπο ΚΠόλεως να τον δεχτεί να λειτουργήσουν μαζί. Όμως ο Άρειος πέθανε μία μέρα πριν συμβεί αυτό.
γ) Το «Πιστεύω» και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος
Ο τρόπος που η Α΄ Οικ. Σύνοδος διατύπωσε τη διδασκαλία της Εκκλησίας για την τριαδικότητα του Θεού, είναι το γνωστό Σύμβολο της Πίστεως, δηλαδή το Πιστεύω: «Πιστεύω εις ένα Θεό…» κ.τ.λ.
Σύμβολα της Πίστεως υπήρχαν και πριν, τα οποία ήταν μόνο μια δυο φράσεις και λέγονταν από τους ανθρώπους που επρόκειτο να βαπτιστούν. Τώρα όμως συντάχθηκε ένα εκτενές Σύμβολο, ακριβώς για να διατυπωθεί το χριστιανικό δόγμα για τον Τριαδικό Θεό.
Όμως το Πιστεύω, όπως το συνέταξε η Α΄ Οικ. Σύνοδος, δεν είναι ακριβώς όπως το έχουμε σήμερα. Είναι πιο μικρό και απλό. Την πλήρη μορφή του την έδωσε το 381 μ.Χ. η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, στην ΚΠολη, για να απαντήσει στη δεύτερη γενιά αρειανών, που είχαν αρχηγό τον Ευνόμιο, καθώς και σε μια άλλη αίρεση, που αμφισβητούσε τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό οι οπαδοί της χαρακτηρίστηκαν πνευματομάχοι.
Μετά το θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, ο γιος και διάδοχός του, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, και, αργότερα, ο αυτοκράτορας Ουάλης υποστήριξαν τον αρειανισμό και καταδίωξαν τους ορθόδοξους χριστιανούς. Έδωσαν πολλές επισκοπικές θέσεις σε οπαδούς του αρειανισμού και εξόρισαν τους ορθόδοξους επισκόπους, όπως ο Μ. Αθανάσιος και ο Μέγας Βασίλειος.
Καθώς ο Μ. Αθανάσιος είχε γεράσει (όπως και όλα τα μέλη της γενιάς της Α΄ Οικ. Συνόδου είχαν γεράσει ή κοιμηθεί, δηλ. φύγει από αυτή τη ζωή), τον αγώνα ενάντια σε αυτή την αντεπίθεση του αρειανισμού (που είχε πλέον κρατική υποστήριξη και ένα νέο ηγέτη, τον Ευνόμιο, όπως είπαμε) ανέλαβαν δύο νεώτεροι μεγάλοι άγιοι και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενώ και άλλοι άγιοι Πατέρες της εποχής εκείνης έγραψαν για το θέμα αυτό, όπως ο αδελφός του Μ. Βασιλείου, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης (επίσκοπς της πόλης Νύσσα στη Μικρά Ασία). Έτσι γράφτηκαν σπουδαία θεολογικά έργα για την Αγία Τριάδα, που τελειοποίησαν την έκφραση της διδασκαλίας της Εκκλησία γι’ αυτό το ζήτημα.
Το 381 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α΄ ο Μέγας συγκάλεσε σύνοδο στην ΚΠολη για να λύσει το πρόβλημα. Στη σύνοδο συμμετείχαν 150 επίσκοποι, ανάμεσά τους και οι δύο άγιοι Γρηγόριοι, και στηρίχτηκαν στη διδασκαλία του αγίου Βασιλείου, ο οποίος όμως είχε κοιμηθεί δύο χρόνια πριν (το 379 μ.Χ.). Η Σύνοδος απέρριψε τη διδασκαλία των αρειανών και διατύπωσε τις θέσεις της Εκκλησίας γράφοντας το Σύμβολο της Πίστεως όπως το ξέρουμε.
>Ε) Συμπληρωματικά: τα ονόματα του Θεού, η απεικόνιση της Αγίας Τριάδας και η εορτή του Αγίου Πνεύματος
Τα ονόματα των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας
Ένας στίχος της Παλαιάς Διαθήκης, που οι χριστιανοί τον θεωρούμε σημαντικό «τριαδολογικό στίχο», είναι από το βιβλίο Ψαλμοί και συγκεκριμένα από τον Ψαλμό 32 (στην εβραϊκή Βίβλο είναι ο 33), στίχος 6: «τω λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών».
Λόγος του Κυρίου στην Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζεται το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Υιός, δηλαδή ο Χριστός. Τον ονομάζει έτσι ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος» (αρχή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου). Επίσης Τον ονομάζει Λόγο στην Α΄ επιστολή Ιωάννου (π.χ. κεφ. 1, στίχ. 1, κεφ. 2, στίχ. 14, ενώ υπάρχει και ο περίφημος στίχος 7 στο κεφ. 5, «ότι τρεις εισίν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα, και ούτοι οι τρεις εν εισί», που όμως κάποιοι αμφισβητούν τη γνησιότητά του), όπως επίσης και στην Αποκάλυψη, κεφ. 19, στίχ. 13.
Γιατί ο Υιός του Θεού ονομάζεται Λόγος;
Η λέξη λόγος, στα αρχαία ελληνικά, σημαίνει ομιλία, αλλά και λογική. Κάποιοι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι έλεγαν ότι υπάρχει ο «Λόγος του κόσμου», ένα είδος «συμπαντικής λογικής», μια δύναμη που δημιούργησε και συντηρεί τον κόσμο. Η Παλαιά Διαθήκη, στο 1οκεφάλαιο της Γένεσης, γράφει ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο «με το λόγο Του»: έλεγε και γίνονταν τα διάφορα πράγματα (π.χ. είπε «γενηθήτω φως» και «εγένετο φως»).
Χαρακτηρίζοντας ο ευαγγελιστής Ιωάννης τον Υιό του Θεού «Λόγο» προφανώς υπονοεί ότι ο Λόγος του κόσμου (που έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες) και ο λόγος του Θεού, που λέει η Παλαιά Διαθήκη, δεν είναι μια απρόσωπη δύναμη, αλλά ένα πρόσωπο, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Υιός.
Εκτός αυτού, ο Υιός ονομάζεται επίσης «Σοφία» του Θεού, όνομα αντίστοιχο με το όνομα Λόγος, που προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη, όπως γράψαμε παραπάνω.
Αυτά τα ονόματα, Υιός, Λόγος και Σοφία, αναφέρονται στη θεία φύση του Ιησού Χριστό, ενώ τα ονόματα Ιησούς, Χριστός, Σωτήρας κ.ά. αναφέρονται στην ανθρώπινη φύση Του. Βέβαια, επειδή ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο και όχι δύο, έχουμε τη λεγόμενη «αντίδοση των ιδιωμάτων», δηλαδή δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε απόλυτα όσα αναφέρονται στην ανθρώπινη φύση Του απ’ όσα αναφέρονται στη θεία φύση Του. Γι’ αυτό λέμε π.χ. ότι ο Θεός γεννήθηκε και σταυρώθηκε, ότι η Παναγία είναι Θεοτόκος (=μητέρα του Θεού) κ.λ.π.
Η λέξη πνεύμα στα αρχαία ελληνικά σημαίνει πνοή. Όταν λοιπόν η Αγία Γραφή ονομάζει το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας «Άγιο Πνεύμα», είναι σαν να το παρομοιάζει με «πνοή του Θεού».
Έτσι λοιπόν ο στίχος 6 του Ψαλμού 32, που γράφουμε παραπάνω, γίνεται ένας στίχος με έντονο τριαδολογικό περιεχόμενο.
Ο Θεός Πατέρας χαρακτηρίζεται επίσης, από ορισμένους χριστιανούς συγγραφείς, Νους. Ο όρος αυτός είναι παρμένος από τους αρχαίους Έλληνες, κάποιοι από τους οποίους (π.χ. ο φιλόσοφος Αναξαγόρας) έλεγαν ότι ο Νους δημιούργησε τον κόσμο.
Έτσι στην Αγία Τριάδα έχουμε ένα συμβολικό σχήμα, που δίνει μια αντιστοιχία με τον άνθρωπο. Νους, Λόγος ή Σοφία και Πνεύμα. Μόνο που στο Θεό αυτά τα τρία δεν είναι απλές ιδιότητες, αλλά ιδιαίτερες προσωπικότητες, πρόσωπα. Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσα ονόματα χρησιμοποιούμε για το Θεό είναι πάντα ανθρωπομορφικά. Ο Θεός είναι άρρητος (= δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια) και απερίγραπτος.
Εκτός αυτών, όπως είπαμε, το Άγιο Πνεύμα χαρακτηρίστηκε από τον Ίδιο το Χριστό Πνεύμα της αληθείας και Παράκλητος. Η 2η αυτή λέξη σημαίνει παρηγορητής («παρακαλώ», στα αρχαία ελληνικά, σημαίνει και παρηγορώ) και ερμηνεύεται ότι οι μαθητές του Χριστού θα χρειάζονταν παρηγοριά και στήριξη μετά την ανάληψη του Χριστού, που δε θα Τον έβλεπαν πλέον τόσο συχνά όσο όταν ήταν μαζί Του μέρα και νύχτα. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηρίζει Παράκλητο και τον Ιησού Χριστό – γι’ αυτό ο Χριστός λέει ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ένας «άλλος Παράκλητος» (βλ. κατά Ιωάννην, κεφ. 14, στ. 16, και Α΄ επιστολή Ιωάννουκεφ. 2, στ. 1).
Τέλος, πρέπει να πούμε ότι τα εβραϊκά ονόματα του Θεού Ελοχείμ, Γιαχβέ και Αδονάι έχουν τη δική τους ιστορία στα εβραϊκά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά δεν παραδόθηκαν σ’ εμάς τους χριστιανούς, ούτε από την ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης του 2ου αιώνα π.Χ. (Μετάφραση των 70), την οποία χρησιμοποίησαν οι απόστολοι και όλοι οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, ούτε από τα Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία έγραψαν οι μαθητές του Χριστού. Από την Καινή Διαθήκη μας παραδόθηκαν τα ονόματα που αναφέραμε παραπάνω και αυτά χρησιμοποιούμε. Το όνομα Γιαχβέ έχει παραμείνει μόνο στη λέξη «αλληλούια», η οποία υπάρχει 4 φορές στην Καινή Διαθήκη (στην Αποκάλυψη του αγίου Ιωάννη) και σημαίνει «υμνείτε τον Κύριο». Αυτή τη λέξη συνεχίζουμε να τη χρησιμοποιούμε στη θεία λειτουργία και στις άλλες ιερές τελετές της Εκκλησίας μας.
Στη φράση «Κύριος σαβαώθ», που ακούμε στη θεία λειτουργία και προέρχεται από τον ύμνο των αγγέλων Σεραφείμ στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα (Ησαΐας, κεφ. 6, στίχ. 3), η εβραϊκή λέξη σαβαώθ δεν είναι όνομα, αλλά σημαίνει «των δυνάμεων». Συνεπώς Κύριος σαβαώθ = Κύριος των δυνάμεων, δηλαδή των αγγέλων.
Η απεικόνιση της Αγίας Τριάδας στην ορθόδοξη αγιογραφία
Το Άγιο Πνεύμα δεν έχει στ’ αλήθεια μορφή περιστεριού. Έτσι εμφανίστηκε στη βάπτιση του Χριστού. Στη μεταμόρφωση εμφανίστηκε ως νεφέλη και στην πεντηκοστή ως γλώσσες φωτιάς. Στον Αβραάμ εμφανίστηκε ως άνθρωπος. Στ’ αλήθεια δεν έχει συγκεκριμένη μορφή, αφού ο Θεός γενικά δεν έχει σώμα. Το ίδιο ισχύει και για Θεό Πατέρα. Μόνο ο Υιός διαθέτει σώμα και μπορεί να ζωγραφιστεί (να αγιογραφηθεί), αφού έγινε άνθρωπος. Γι’ αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία επικρατεί η τακτική, όταν αγιογραφούνται σκηνές από τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, κατά τη διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης, ο Τριαδικός Θεός να παριστάνεται συμβολικά μόνο με τη γνωστή ανθρώπινη μορφή του Ιησού Χριστού.
Στην Εκκλησία, επίσης, επικρατεί η απεικόνιση και των τριών θείων προσώπων ως φτερωτών ανθρώπων (όμοιων με αγγέλους, αλλά και όμοιων μεταξύ Τους) στην εικόνα της φιλοξενίας του Αβραάμ (από το κεφ. 18 της Γένεσης, όπως είπαμε), που είναι και η ορθόδοξη εικόνα της Αγίας Τριάδας.
Η άλλη απεικόνιση, που παρουσιάζει το Θεό Πατέρα ως γέρο με μακριά άσπρα γένια, τον Υιό με τη μορφή του Ιησού Χριστού και το Άγιο Πνεύμα σαν περιστέρι, ήρθε σ’ εμάς από τη δυτική Ευρώπη την περίοδο της Αναγέννησης και, παρόλο που επικράτησε σε εποχές πνευματικής εξασθένησης της πατρίδας μας (Τουρκοκρατία), από θεολογική άποψη είναι εσφαλμένη. Εκτός του ότι η γενική απεικόνιση του Αγίου Πνεύματος ως περιστεριού προκαλεί σύγχυση (ότι αυτή είναι η πραγματική Του μορφή), η εικόνα αυτή παρουσιάζει το Θεό Πατέρα ως γέρο και τον Υιό ως νέο, αλλά τα τρία θεία πρόσωπα δεν έχουν ηλικία (βρίσκονται έξω από το χρόνο) και ποτέ δεν υπήρχε ο Πατέρας μόνος Του, χωρίς τον Υιό. Γι’ αυτό, ορθά η συγκεκριμένη εικόνα εγκαταλείπεται στην εποχή μας και επιστρέφουμε στην εικόνα της φιλοξενίας του Αβραάμ, καθώς οι σύγχρονοι αγιογράφοι ανακαλύπτουν τους θησαυρούς της πνευματικής μας παράδοσης.
Η Κυριακή της Πεντηκοστής και η Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος
Πενήντα μέρες μετά το Πάσχα η Εκκλησία μας εορτάζει την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές του Χριστού, με την οποία ιδρύθηκε η Εκκλησία και άρχισε η ύπαρξη του χριστιανισμού στον κόσμο. Το γεγονός περιγράφεται στο 2ο κεφάλαιο του βιβλίου Πράξεις των αποστόλων, που έγραψε ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς και βρίσκεται μέσα στην Καινή Διαθήκη, μετά τα Ευαγγέλια.
Η εορτή αυτή θεωρείται ανάλογης σπουδαιότητας με το Πάσχα και τιμάται πανηγυρικά σε όλες τις ορθόδοξες ενορίες και ιερές μονές. Μάλιστα, μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, τελείται ο Εσπερινός της Γονυκλισίας, με τις υπέροχες ευχές (προσευχές), που αναπέμπει ο ιερέας μαζί με όλο το χριστιανικό λαό προς το Θεό, πέφτοντας στα γόνατα. Από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την ημέρα της Πεντηκοστής (όπως και κάθε Κυριακή, όλο το έτος) η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει θεσπίσει να μη γονατίζουν οι χριστιανοί για να προσευχηθούν, για να θυμούνται ότι, εξαιτίας της ανάστασης του Χριστού, οι άνθρωποι δεν είναι πια δούλοι του διαβόλου, της αμαρτίας και του θανάτου, ούτε δούλοι κανενός ανθρώπου, αλλά ελεύθεροι. Έτσι, την ημέρα της Πεντηκοστής, όλη η Εκκλησία (ο ορθόδοξος χριστιανικός λαός) γονατίζει ξανά, όχι σε ένδειξη δουλικής υποταγής, αλλά λόγω της συντριβής μας για τις αμαρτίες μας και για τις θλίψεις μας – όποιες είναι για τον καθένα – και τις θλίψεις και τις πληγές όλου του κόσμου, με τον οποίο συμπάσχουμε. Το γονάτισμα αυτό συμβολίζει και την ανόρθωσή μας (καθώς σηκωνόμαστε), δηλ. την απελευθέρωσή μας διά του Χριστού από ό,τι και όποιον μας σκλαβώνει.
Τη Δευτέρα, μια μέρα μετά την Πεντηκοστή, εορτάζουμε την περίφημη γιορτή του Αγίου Πνεύματος, κατά την οποία τιμούμε το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που την προηγούμενη ημέρα είδαμε να επισκέπτεται τους αποστόλους και να παραμένει μαζί με τους χριστιανούς εις τον αιώνα.
ikivotos.gr/post/7043/to-triadologiko-dogma-me-apla-logia