Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
(Μετά τη συγκλονιστική ανάλυση των μηνυμάτων των ευρωεκλογών, από τον εκδότη της «δημοκρατίας» Ιωάννη Φιλιππάκη, συνεχίζω επιλέγοντας φυσικά διαφορετική οπτική γωνία)
Θα χωρίσω την ανάλυση σε δύο Μέρη. Στο πρώτο, θα επικεντρωθώ στα σχετικά συμβάντα, στην Ελλάδα, ενώ στο δεύτερο θα εξετάσω τι συνέβη και τι αναμένεται στη συνέχεια για την ΕΕ και το ευρώ.
ΜΕΡΟΣ Ι. Ελλάδα
Επιλέγω, για την Ελλάδα, ως το δραματικότερο συμβάν των ευρωεκλογών, την αποκάλυψη ότι η χώρα μας κυβερνάται, τώρα, από απίστευτα ισχνή μειοψηφία, που δεν υπερβαίνει το 11% αυτών που δικαιούνται να ψηφίσουν. Δεν θα απαντήσω εδώ στο, οπωσδήποτε, επείγον ερώτημα του αν και κατά πόσον η συνέχιση της διακυβέρνησης, με ουσιαστικά ανύπαρκτη λαϊκή εντολή είναι δημοκρατική, είναι νόμιμη, είναι συνταγματική και είναι ηθική. Αντιθέτως, μέσα από τις γραμμές, αυτού του άρθρου, θα προσπαθήσω να διερευνήσω, τις πιθανές ερμηνείες αυτής της, φαινομενικά τουλάχιστον, απότομης απώλειας εμπιστοσύνης του λαού προς την Κυβέρνηση, που ωστόσο δεν μπόρεσε να προβλεφτεί ούτε από τους ειδικούς των exit polls.
Τι κατάλαβαν, που δεν είχαν καταλάβει οι ψηφοφόροι μέχρι πριν από τις ευρωεκλογές;
Θα αναφερθώ στην πεμπτουσία των πολύ συχνών μου διαπιστώσεων, στις συνεντεύξεις, στα άρθρα μου και βέβαια στο τελευταίο μου βιβλίο «Για την Ελλάδα που ματώνει». Σε αυτά, δηλαδή, που πιστεύω ότι αποτελούν τις ερμηνείες για την τόσο αργοπορημένη επαφή του λαού με την πραγματικότητα. Πρόκειται για τη συστηματική συγκάλυψη, αλλοίωση ή και απόκρυψη γεγονότων, από τα επίσημα ΜΜΕ, και όχι μόνο.
Ο λαός παρέμενε έτσι συνεχώς, παραζαλισμένος από τα όσα συχνά απίστευτα του συνέβαιναν, και ανήμπορος να τα ερμηνεύσει. Η εικόνα που του επέβαλαν τα συστημικά ΜΜΕ ήταν, μονίμως, καθησυχαστική, συχνά διθυραμβική για τις επιτυχίες των εκάστοτε αξιωματούχων, σε όλους τους τομείς, έτσι που τον αποκοίμιζαν. Η αναφορά στα υποτιθέμενα επιτεύγματα, πρόσθετε συχνά και τον θαυμασμό ξένων, στους οποίους συμμετείχε κατά καιρούς και η ΕΕ. Και έτσι επιβεβαιωνόταν η διαπίστωση, σχετικά με τα θαύματα που κατάφερνε η Ελλάδα, σε διαφόρους τομείς. Αποτελεί την κύρια εξήγηση της αργοπορίας των πολλών να συγκεκριμενοποιήσουν που βρίσκονται, τι τους συμβαίνει, τι τους απειλεί, αλλά κυρίως τι επιδιώκεται πίσω από την προβολή μιας ανύπαρκτης πραγματικότητας. Καθώς η δεινή θέση της χώρας μας, σε όλους τους τομείς, βαρύνει και προηγούμενες της παρούσας, κυβερνήσεις, εκφράζω τη βεβαιότητα ότι η νυν Κυβέρνηση θα είχε σημαντικές πιθανότητες μακροζωίας και αναγνώρισης χρηστής διοίκησης, αλλά και η τύχη όλων ημών θα ήταν απείρως καλύτερη αν :
* είχαμε ειλικρινείς εξηγήσεις, σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η πατρίδα μας
* με σοβαρότητα ζητούσαν βοήθεια και συμπαράσταση, για την αντιμετώπισή των δυσχερειών τους, και
*αν από κοινού όλοι μαζί απαιτούσαμε τα δίκαιά μας, που μόνιμα παραμένουν στα αζήτητα.
Αλλά τι ακριβώς συνέβη στις 9 Ιουνίου, που άνοιξε ξαφνικά τις πύλες της κόλασης;
Α) Στα εθνικά μας θέματα έγινε, επιτέλους, ξεκάθαρη η πανωλεθρία, που φυσικά και δεν ήταν στιγμιαία, αλλά συνεχής σε όλα ανεξαιρέτως τα μέτωπα. Έτσι, για να αναφερθώ σε ορισμένα μόνο μυθεύματα όπως αυτό περί των τουρκικών πολεμικών, που αλώνιζαν στις θάλασσές μας, επειδή δήθεν λόγω κακοκαιρίας έχαναν τον προσανατολισμό του. Ή και στο ακούραστα επαναλαμβανόμενο παραμύθι περί γαλάζιας πατρίδας, με το οποίο βρεθήκαμε ξαφνικά μπρος στον θανάσιμο εθνικό κίνδυνο της απόφασης της Τουρκίας να το διδάσκει στα σχολεία της. Ακόμη, από τις διαβεβαιώσεις για το πόσο κακές είναι οι σχέσεις της γειτονικής μας χώρας, με τις ΗΠΑ, έτσι που να είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται να αποκτήσει τα F-16 που ονειρεύεται, μας ήρθε πρόσφατα η πληροφορία ότι όχι απλώς τα απέκτησε, αλλά επιπλέον και δεν της ζητήθηκε να μην τα χρησιμοποιήσει εναντίον μας. Σε όλο αυτό το μακρύ διάστημα, που ο γείτονας πρωθυπουργός μάς απειλούσε σε καθημερινή βάση, ότι θα έρθει νύχτα να καταλάβει τα νησιά μας, και ότι θα αναβιώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εμείς ήμασταν σε ύπνο βαθύ με νανούρισμα τη διαβεβαίωση περί του δήθεν «συνεχώς βελτιούμενου κλίματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων». Το οποίο και δικαιολογούσε ένα πάνε-έλα επισκέψεων των «φίλων» πρωθυπουργών. Από τις συνευρέσεις τους όμως ο λαός είχε δυνατότητα πρόσβασης αποκλειστικά και μόνο στις λεπτομέρειες των μενού τους. Μέχρι, που τα επεκτατικά τουρκικά σχέδια πέρασαν σε φάση επισημοποίησης, και έναρξης εκτέλεσης, έτσι που να μην μπορούν πια να κουκουλωθούν. Στα παραπάνω προστέθηκε και το ναυάγιο της Συνθήκης των Πρεσπών, με τη νέα κυβέρνηση των Σκοπίων, που ήταν άλλωστε απολύτως προβλεπόμενο, αφού επρόκειτο για σχέδιο πολλών δεκαετιών, με τελικό στάδιο τη σύσταση μακεδονικού κράτους, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Και ενώ το στράβωμα της Συνθήκης των Πρεσπών θα όφειλε να χαιρετιστεί, ως εξ’ουρανού ευκαιρία, αφού θα απάλλασσε την πατρίδα μας από αυτή την ανήκουστης έκτασης προδοσία, και αφού θα έσβηνε από τη μνήμη τα καραγκιοζλίκια που προηγήθηκαν της Συνθήκης, και που ήθελαν το 80% των Ελλήνων που βούλιαζε τα πεζοδρόμια στα συλλαλητήρια, να είναι ψεκασμένοι, καθυστερημένοι και ακροδεξιοί. Αλλά, όχι, δεν έγινε έτσι. Αντιθέτως, ακριβώς όπως οι αξιωματούχοι μας χαμογελούν, όταν αναφέρονται στην τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο, υπογραμμίζοντας ότι «πρωτεύουν οι καλές σχέσεις μεταξύ γειτόνων», κατά τον ίδιο τρόπο, και τηρουμένων των αναλογιών, αντιμετωπίστηκαν και οι Πρέσπες. Δηλαδή, αντί να προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από την κατάπτυστη αυτή Συνθήκη, υπερασπιστήκαμε με νύχια και δόντια τη διάσωση της. Με τους ίδιους τρόπους, και τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, οι δικοί μας αρμόδιοι αντιμετώπισαν (δηλαδή ουδόλως ασχολήθηκαν), το θανάσιμο φιάσκο, στην ευαίσθητη περιοχή της Θράκης, με πρωταγωνιστή το κόμμα Ισότητας και Φιλίας, το οποίο ήρθε πρώτο σε Ροδόπη και Ξάνθη, τολμώντας να ομιλεί ελεύθερα περί «τουρκικής μειονότητας» κλπ., κλπ. Ο σχετικός κατάλογος είναι αχανής.
Ο ελληνικός λαός συνειδητοποίησε, επιτέλους, τις θανάσιμες εθνικές απειλές, που τον περιτριγυρίζουν, και που φευ αντιμετωπίζονται με προσπάθειες βελτίωσης των ελληνοτουρκικών, των αλβανικών ή και των σκοπιανών σχέσεων. Αλλά, συνειδητοποίησε, επιπλέον ότι οι εθνικές καταστροφές που είναι μπροστά μας, αφορούν όλους εμάς και τους απογόνους μας, και συνεπώς ουδόλως δικαιολογείται η συσκότιση, η παραποίηση και η αποσιώπησή τους, αλλά κυρίως η αδράνεια.
Β) Αναφορικά με την πορεία της οικονομίας μας, ο ελληνικός λαός άργησε, επίσης πολύ, να συνειδητοποιήσει την τραγική πραγματικότητα, καθώς οι κατά περίπτωση αρμόδιοι, με θριαμβευτικό χαμόγελο ανέλυαν το πόσο καλά πηγαίνει, το πως έχουμε ξεπεράσει τις χώρες της ΕΕ με εκπληκτικές επιδόσεις, το πως μας θαυμάζει ακόμη και το γνωστό περιοδικό Economist, το πως στοιβάζονται στην πόρτα μας οι επενδυτές, αναμένοντας υπομονετικά τη σειρά τους, και να θέσουν στα πόδια μας τα πλούτη τους κ.ο.κ. Και όλα, βέβαια αυτά τα «επιτεύγματα» συνοδεύονταν από τη συνεχή και ακούραστη προβολή τους από τα συστημικά ΜΜΕ. Ωστόσο, ήρθε και η στιγμή της αδυσώπητης πραγματικότητας, που αδυνατεί να ωραιοποιηθεί. Δηλαδή, η γκρίζα οικονομική κατάσταση δεν βελτιώνεται απλώς και μόνο επειδή για διάστημα κάποιων μηνών ο ελληνικός ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας υπερβαίνει έστω κατά 0.2% τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό, επειδή μία τράπεζα κρίνει τη χώρα μας αξιόπιστη για να πληρώσει τα χρέη της ή επειδή κάποιος ξένος επενδυτής αγόρασε μισοτιμής δημόσιο περιουσιακό μας στοιχείο. Οι παραπάνω αυτές στιγμιαίες, όσο και ασήμαντες λεπτομέρειες είναι παντελώς ανίκανες να μεταβάλλουν τη θλιβερή πραγματικότητα. Και αυτή είναι, ανάμεσα και σε άλλα το γεγονός ότι:
– Ελπίζουμε ότι σε 10 χρόνια από σήμερα η χώρα μας θα επανέλθει στο επίπεδο του ΑΕΠ που επικρατούσε το 2007 (θα έλεγα, ότι δεν χρειάζονται πρόσθετα επιχειρήματα, για να γίνει κατανοητό το ότι επί 17 χρόνια δεν υπήρξε οικονομική ανάπτυξη, και ότι ίσως αυτή αρχίσει να εμφανίζεται μετά από 10 χρόνια από σήμερα. Καθώς, επίσης, ότι μέχρι τότε, δεν είναι σοβαρό να ομιλούμε περί επίτευξης ανάπτυξης).
-Πλήθος θλιβερών διαπιστώσεων συνοδεύουν την πολύχρονη στασιμότητα της ελληνικής οικονομίας. Τα θλιβερά δεδομένα που ακολουθούν είναι προϊόν της πάγιας έλλειψης ανάπτυξης στην Ελλάδα. Όπως: Ένας στους τέσσερις Έλληνες βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, 6 στα δέκα νοικοκυριά αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τα έξοδά τους μετά το 20ήμερο, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ με αρνητική αποταμίευση, επτά στους 10 Έλληνες ηλικίας 18-34 ετών ζουν με τους γονείς τους ενώ ο αντίστοιχος μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 49,4% κ.λ.π., κλπ.
Γ) Γάμος ομοφυλοφίλων και τρόποι απόκτησης τέκνων. Το σοκ της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, ουδόλως προκλήθηκε από αντίθεσή του στο να αναγνωριστούν και να καταστούν σεβαστά τα δικαιωμάτων αυτών των, εκτός του συνόλου, ομάδων. Πρόκειται, απλώς, για την πεποίθηση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού ότι ο θεσμός της συμβίωσης θα ήταν αρκετός για την αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων αυτών των κατηγοριών, και συνεπώς ότι ήταν περιττή όσο και κακόγουστη η επέκταση δικαιωμάτων τους με τρόπους, που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στη θρησκεία και που έρχονται σε σύγκρουση με βασικούς νόμους της Φύσης. Επιπλέον, οι Έλληνες προβληματίζονται με τις πολλαπλές προσπάθειες υπέρ προβολής και προστασίας αυτών των ειδικών κατηγοριών, οι οποίες, από όσο όλα δείχνουν, επιθυμούν να ενσωματωθούν στην κανονικότητα του συνόλου. Ακριβώς, όμως, οι ειδικές συνθήκες υπερπροστασίας, που υιοθετούνται υπέρ αυτών (βλ. μεταξύ άλλων ψήφισμα της Ελλάδας στην ΕΕ για Επίτροπο ΛΟΑΤΚΙ στη νέα Κομισιόν) τους διαφοροποιούν. Η όποια υπερβολή, σε αυτό τον τομέα, συνήθως καταλήγει στο εντελώς αντίθετο του εκάστοτε επιδιωκόμενου αποτέλεσμα.
Δ) Τέμπη.
Πιστεύω ότι στο θέμα αυτό περιττεύει η όποια προσπάθεια απόδειξης, για το πόσο τραγικά κακός υπήρξε ο χειρισμός του. Έχω γράψει αρκετά σχετικά άρθρα, στα οποία παραπέμπω όσους τυχόν ενδιαφέρονται. Έτσι, θα αρκεστώ να προσθέσω εδώ ότι η υπεροψία, η συνεχής απόκρυψη αποδεικτικών στοιχείων της παραποίησης, η άκαρδη και συχνά εχθρική αντιμετώπιση των συγγενών των θυμάτων υπήρξαν, αυτόχρημα, εξοργιστικά. Ενώ, θα έπρεπε να είναι εμφανής η προθυμία όλων όσων σχετίζονται με το έγκλημα αυτό, να θέσουν τον εαυτό τους εκτός ασυλίας, προκειμένου να αποδειχθεί αν και κατά πόσο ευθύνονται γι’ αυτό. Αντιθέτως, όλες αυτές οι, θλιβερού περιεχομένου, προσπάθειες αποφυγής κρίσης, που είναι απαραίτητη μετά από ένα τόσο τραγικό συμβάν, εκτός από τη διάχυτη πικρία που άφησαν πίσω τους, αναμενόμενο ήταν και να δημιουργήσουν βαθιές ρωγμές στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς την Κυβέρνηση.
Δεν θα τελειώσω, όμως το θέμα αυτό εδώ. Διότι, πιστεύω ότι επιβάλλεται η προσθήκη του γεγονότος της περιφρόνησης, από την Κυβέρνηση, των ψήφων 1.500.000 Ελλήνων πολιτών, που ζητούσαν την άρση ασυλίας των βουλευτών, προκειμένου να δικαστούν, και να καταδικαστούν ή και να αθωωθούν για τη συμμετοχή ή τη μη συμμετοχή τους στο έγκλημα των Τεμπών. Η Κυβέρνηση προτίμησε, έτσι, να παραβλέψει και το σχετικό εδάφιο του Συντάγματος, που παρέχει αυτό το δικαίωμα όταν οι ψήφοι ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο. Το γεγονός, ωστόσο, αυτό της παράλειψης απόδοσης της δέουσας σημασίας στις ψήφους των Ελλήνων πολιτών, αποκτά όλως ιδιαίτερη σημασία, από τη στιγμή, που με αφορμή τις ευρωεκλογές, έγινε γνωστό, ότι η Κυβέρνηση κυβερνά τη χώρα, έχοντας τη συναίνεση μικρότερου αριθμού πολιτών, σε σύγκριση με τον αριθμό που συγκέντρωσαν οι συγγενείς των θυμάτων, για να επιτύχουν την άρση της ασυλίας των τυχόν υπευθύνων για το έγκλημα των Τεμπών.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις, είναι ενδεικτικές και αποσκοπούν στην εξασφάλιση απαντήσεων, σχετικά με τα αίτια, που ώθησαν τους Έλληνες να απόσχουν στις ευρωεκλογές σε ποσοστό 60%. Και ακόμη, τους ώθησεαν να εγκαταλείψουν σε τόσο μικρό διάστημα, από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, και με τόσο σημαντικό ποσοστό απαξίωσης, τη ΝΔ. Υποστηρίζω ότι η συνειδητοποίηση των τόσο σοβαρών προβλημάτων, που αντιμετωπίζει η χώρα, και που αποτελούσαν αντικείμενο συστηματικής απόκρυψης από το λαό ή εμφανιζόταν με αφηγήματα που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, καθώς και η κυβερνητική αδράνεια να τα αντιμετωπίσει, είναι στη βάση όχι μόνο της αποχής, αλλά και της αποξένωσης των πολιτών από τη ΝΔ.
Τελειώνοντας το Μέρος Ι της ανάλυσης των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών, να προσθέσω ότι δεν πιστεύω ότι η πρόταση του κ Μητσοτάκη, περί επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, να μπορεί να θεραπεύσει τις τάσεις αποσταθεροποίησης, που έχουν διαπιστωθεί. Και τούτο, όχι μόνο γιατί η απόδοση των όποιων μεταρρυθμίσεων χρειάζεται χρόνο, αλλά και κυρίως γιατί κάθε μεταβολή που φέρει το όνομα της μεταρρύθμισης, όχι μόνο δεν είναι διόλου σίγουρο ότι θα έχει θετικά αποτελέσματα, αλλά και επιπλέον σε περίπτωση κακής επιλογής της είναι πιθανόν να έχει αρνητικές συνέπειες. Για τους λόγους αυτούς θα υποστήριζα, στη θέση των μεταρρυθμίσεων, ριζική αναθεώρηση της πολιτικής, σε όλα της τα επίπεδα.
Ακολουθεί το ΜΕΡΟΣ ΙΙ για τις πιθανές συνέπειες των ευρωεκλογών σε ΕΕ και ευρώ.