Του Κωνσταντίνου Καράμπελα
«Η ώρα της αλήθειας (για την Ευρώπη) θα σημάνει όταν στην ημερήσια διάταξη δεν θα βρίσκεται πλέον η κατανομή της ευημερίας, αλλά η κατανομή σημαντικών βαρών..»
Παναγιώτης Κονδύλης
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών δημιούργησαν νέα δεδομένα στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό. Το αφήγημα που κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο είναι ότι η Ευρώπη υπέστη μια «ήττα» που θα φέρει εμπόδια στη μέχρι τώρα πορεία της.
Η λαϊκή βούληση αντιμετωπίζεται από τους πάσης φύσεως δημοσιολογούντες, που χρόνια τώρα έχουν στασίδι στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, ως προβληματική! Οι αναφορές στον κίνδυνο ανόδου «λαϊκιστικών» και «ακροδεξιών» δυνάμεων, όπως τις αποκαλούν, είναι συνεχείς.
Τα άκρα, όμως, ενισχύονται όταν οι πολίτες αντιμετωπίζουν ακραία προβλήματα. Και η ήττα για τις κοινωνίες έρχεται όταν οι ανάγκες τους βρεθούν σε δεύτερη μοίρα.
Αυτό που συμβαίνει, στην πραγματικότητα, είναι ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ αρνούνται να δεχτούν οποιαδήποτε αμφισβήτηση των επιλογών τους. Τα ηχηρά μηνύματα των πολιτών δεν μοιάζουν να γίνονται αποδεκτά και αναζητούνται λύσεις που θα επιτρέψουν να μην διαταραχτούν οι κεντρικές πολιτικές επιλογές.
Μπορεί, λοιπόν, για τις Βρυξέλες η ήττα της Ευρώπης να ήρθε από τη λαϊκή ετυμηγορία, για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες όμως ήρθε πολλά χρόνια πριν. Από την περίοδο ακόμα της συνθήκης του Μάαστριχτ και με όσα επακολούθησαν, όταν έγινε φανερό ότι το όραμα των ιδρυτών της Ευρώπης δεν αποτελούσε πια στόχο τωννεότερων ευρωπαϊκών ηγεσιών. Από τότε που ο μηχανισμός λήψης αποφάσεων έπαψε να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των λαών. Από τότε που οι προτεραιότητεςάλλαξαν και δημιουργήθηκε μια γραφειοκρατία, η οποία, πλήρως αποκομμένη,απολαμβάνει τα προνόμιά της, χωρίς να νοιώθει την υποχρέωση να λογοδοτήσει πουθενά.
Η Ευρώπη ηττήθηκε για τον πολίτη όταν «έστριψε» προς μια οικονομίστικη λογική που επιβλήθηκε σε κάθε πτυχή της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Μια συνειδητή και βαθύτατα πολιτική επιλογή (αυτό αδυνατούν να το κατανοήσουν οι «αναβαθμισμένοι» τεχνοκράτες και οι καριερίστες της πολιτικής), η οποία οδήγησε σε διαδοχικά στρατηγικά σφάλματα.
Πρέπει να είναι κανείς τυφλός ή αθεράπευτα ιδεοληπτικός για να μην βλέπειότι η χωρίς όριο διεύρυνση άλλαξε την ίδια τη φύση της Ένωσης. Ότι η ύπαρξη κανόνων όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας λειτούργησε μάλλον ως σύμφωνο αστάθειας και ανισοτήτων παρά ως μοχλός ανάπτυξης. Ότι το μοντέλο μιας «γερμανικής Ευρώπης», όπου η παραγωγή χρέους του «ενός» έφερνε πλεονάσματα στον «άλλο» και η φτωχοποίηση κάποιων χωρών δημιουργούσε πλούτο σε άλλες, δεν θα μπορούσε παρά να γεννήσει σύντομα νέες αντιδράσεις.
Κοντά στα δομικά αυτά προβλήματα ήρθαν να προστεθούν και νέα βάρη. Πολιτικές όπως αυτή της ενεργειακής μετάβασης και το νέο μοντέλο παραγωγής καταστρέφουν τις όποιες προοπτικές και δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τις κοινωνικές ανάγκες. Τα εργαλεία για την αντιμετώπιση της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης εντείνουν το πρόβλημα αντί να το επιλύουν. Και οι ευρωπαϊκές ηγεσίας μπορεί να βρήκαν 75 δις για να ενισχύσουν τον Ζελένσκυ, δεν κατάφεραν όμως να βρουν 10 δις για τους αγρότες!
Την ίδια στιγμή, η πολιτική για την παράνομη μετανάστευση προκαλεί ευθέως τις κοινωνίες, που αντιλαμβάνονται ότι η ταυτότητά τους δεν γίνεται πλέον σεβαστή. Ενώ η σχιζοφρενική πολιτική της λεγόμενης «woke» ατζέντας αρνείται, πέραν της επιστημονική γνώσης και της ιστορικής εμπειρίας, την ίδια την πολιτισμική παράδοση που αποτελεί τον πλούτο του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η υποτίμηση δε του εθνικού παράγοντα, σε μια περίοδο αλλαγής των συσχετισμών δυνάμεων και νέων αξιώσεων ισχύος, σε ένα γεωπολιτικά ασταθές περιβάλλον, θα αποδειχθεί το πλέον μοιραίο λάθος.
Όσον αφορά στην εσωτερική πραγματικότητα, ο Ελληνικός λαός έδειξε για μία ακόμη φορά ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και απέρριψεκεντρικές πολιτικές επιλογές. Απέρριψε την αλαζονεία και την αίσθηση παντοδυναμίας.
Παρ’ όλα αυτά, το ηχηρό του μήνυμα δεν μοιάζει να γίνεται αποδεκτό. Οι πολιτικές ελίτ αρνούνται να δεχτούν οποιαδήποτε αμφισβήτηση των επιλογών τους και αναζητούν λύσεις που θα επιτρέψουν να μην διαταραχτούν και εδώ οι βασικές επιλογές.
Το αίσθημα ανασφάλειας που νοιώθουν οι πολίτες δεν απασχολεί το δημόσιο διάλογο. Η πολιτική της ακρίβειας και των καρτέλ συνεχίζεται. Η βίαιη ενεργειακή μετάβαση, η διάλυση της αγροτικής παραγωγής, η εγκατάλειψη της περιφέρειας, πουοδηγούν την κοινωνία σε απόγνωση, εμμένουν. Ταυτοχρόνως, ο χειρισμός στα εθνικά θέματα και η πολιτική για την παράνομη μετανάστευση κάνουν τα πράγματα χειρότερα.
Η δε επιβολή προκλητικών, αντιπολιτικών και αντιεπιστημονικών θέσεων από μια μικρή «λοατκι» κοινότητα, που παλεύει μόνο για τις ιδεοληψίες της και όχι για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων – που προφανώς πρέπει να είναι σεβαστά από όλους –οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερες αντιδράσεις. Για να είμαστε, βέβαια, ειλικρινείς, να σημειώσουμε εδώ ότι αποτελεί ευθύνη όλων μας το γεγονός ότι για χρόνια υιοθετούμε ως κοινωνία τα απόβλητα του δυτικού τρόπου σκέψης και όχι τα θετικά του στοιχεία και πρότυπα.
Όσο για την κατάχρηση του όρου «ακροδεξιά», με τον οποίο νεοαριστεροί και νεοφιλελεύθεροι βομβαρδίζουν καθημερινά τους πολίτες, αποδεικνύεται ότι το πολιτικό προσωπικό βρίσκεται μακριά τόσο από την ουσία της πολιτικής όσο και από τις ανάγκες της κοινωνίας.
Οι πολίτες με τις επιλογές τους και με την αποχή απονομιμοποίησαν το πολιτικό σύστημα και κατέστησαν τα κόμματα εξουσίας, μικρά υποσύνολα της κοινωνίας, που δεν εκφράζουν τη λαϊκή βούληση. Στο τέλος θα αποδειχθεί και πάλι ότι παρά τα λάθη του, ο ελληνικός λαός έχει πολιτικό ένστικτο. Και η βαθιά του πολιτική παράδοση τον προστατεύει από διεθνιστικες φαντασιώσεις και οικονομιστικες λογικές, οι οποίες είναι επικίνδυνες για κάθε ανθρώπινη κοινωνία και φυσικά για τη Δημοκρατία!