Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, οι βρετανικές βλέψεις στην ανατολική Μεσόγειο και οι πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάννης για τους Τούρκους του Κύπρου, που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.
«Είναι απλώς φυσικό ο κυπριακός λαός, ο οποίος είναι ελληνικής καταγωγής, να αποβλέπει προς την ένωση της νήσου του με εκείνο το οποίο αποκαλεί Μητέρα Πατρίδα», δήλωνε ο Τσώρτσιλ.
Πέρασαν ήδη 142 χρόνια από τη μυστική εκείνη συμφωνία της 4ης Ιουνίου 1878 στην Κωνσταντινούπολη, όταν η Κύπρος παραχωρήθηκε ως λάφυρο στη Μεγάλη Βρετανία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα 307 χρόνια Οθωμανικής σκλαβιάς που προηγήθηκαν, άφησαν την Κύπρο εξαθλιωμένη, σε πλήρη οικονομική και κοινωνική παρακμή και αποσύνθεση.
Η έκβαση του ρωσοτουρκικού πολέμου, που έληξε με τη νίκη της Τσαρικής Ρωσίας εναντίον της Υψηλής Πύλης και την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878), άφησε δυσαρεστημένους του Άγγλους, που έψαχναν πάση θυσία ανατροπή των δεδομένων. Οι μυστικές διαπραγματεύσεις διεξάγονταν παράλληλα με τις εργασίες για τη Συνθήκη του Βερολίνου (13 Ιουλίου 1878), η οποία αναθεώρησε ριζικά τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Προς έκπληξη όλων των Ευρωπαίων, στο Βερολίνο ανακοινώθηκε η ανίερη αυτή σύμπραξη των έκτοτε διπλοπρόσωπων Άγγλων και αδίστακτων Οθωμανών, που παραχώρησαν την Κύπρο στα δόντια του Βρετανικού Λέοντα. Η σημασία αυτή της συμφωνίας ήταν καθοριστική για τα όσα ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες και αποτελούν αδιαμφισβήτητα παράδειγμα προς αποφυγή στο μέλλον.
Κατάληψη με αντιδράσεις
Η κακοδιοίκηση των οθωμανικών Αρχών στο νησί αντανακλούσε στην πραγματικότητα την αδιαφορία των Τούρκων για την ευημερία του τοπικού πληθυσμού, απόρροια στην πραγματικότητα της ιστορικής αποξένωσης του κατακτητή, που ενδιαφερόταν μόνο για τη φορολογική αφαίμαξη των κατοίκων. Ο έλεγχος της Κύπρου επέτρεπε πλέον στη Μεγάλη Βρετανία να ανακτήσει τη στρατιωτική της επιρροή και έλεγχο στη νευραλγικής σημασίας περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, την ώρα μάλιστα που βρισκόταν σε εξέλιξη η διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ, που παρείχε πρόσβαση στις αγορές της Ασίας.
Ως αντίτιμο προς την Υψηλή Πύλη, η Αγγλία ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει ετησίως για την κατοχή της Κύπρου 686 αγγλικές λίρες. Η συμφωνία αυτή αντιμετωπίστηκε με έντονη δυσπιστία τόσο από τους Ευρωπαίους διπλωμάτες όσο και από τους πολιτικούς αντιπάλους του Βρετανού πρωθυπουργού Ντισραέλι. Συγκεκριμένα, ο Γλάδστων χαρακτήρισε τον τρόπο με τον οποίο καταλήφθηκε η Κύπρος ως επαίσχυντο, ενώ δριμεία κριτική άσκησε και ο τότε πρίγκιπας της Ουαλίας, μετέπειτα βασιλιάς της Αγγλίας Εδουάρδος Ζ’. Παρ’ όλ’ αυτά, οι μετέπειτα διαδοχικές κυβερνήσεις στη Μεγάλη Βρετανία διατήρησαν τη βρετανική κυριαρχία πάνω στην Κύπρο.
Σύμπραξη με Οθωμανούς
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τις συστηματικές απόπειρες των Οθωμανών για τη βίαιη εθνολογική αλλοίωση του πληθυσμού της Νήσου, τη στιγμή της σύναψης της αγγλοτουρκικής μυστικής συμφωνίας, αυτός απετελείτο κατά 77% από Έλληνες και κατά 22% Τούρκους, ενώ σε αργότερη απογραφή το ποσοστό ήταν 81% Έλληνες και 18% Τούρκοι. Σε αρχικό στάδιο, οι Άγγλοι προχώρησαν στον διορισμό του πρώτου Νομοθετικού Συμβουλίου στο νησί μας, το οποίο αποτελούσαν τρεις Άγγλοι ανώτεροι υπάλληλοι της αρμοστείας, ένας Τούρκος από τη Λευκωσία, ένας καθολικός από τη Λάρνακα και μόνο ένας Έλληνας.
Σε μια προσπάθεια «εκσυγχρονισμού», το 1881 προχώρησαν σε μεταρρύθμιση του Συμβουλίου, που απετελείτο αυτήν τη φορά από τον αρμοστή, έξι μόνιμα μέλη, κυβερνητικούς υπαλλήλους και δώδεκα μέλη, εκ των οποίων οι τρεις ήταν μωαμεθανοί και εννέα ορθόδοξοι. Ο διαμοιρασμός αυτός του νομοθετικού σώματος επέτρεπε πρακτικά στους Άγγλους κυβερνητικούς να υποτάξουν πλήρως τους εννέα ορθοδόξους, αφού τις περισσότερες φορές βρίσκονταν σε αγαστή συνεργασία με τους Οθωμανούς, εξασφαλίζοντας πλειοψηφία των αποφάσεων.
Ως δικαιολογία γι’ αυτήν τη σύμπραξη, οι Βρετανοί προέβαλαν, όπως σήμερα έτσι και τότε, την ανάγκη μη «καταπιέσεως» της οθωμανικής μειονότητας από τους ορθοδόξους. Οι ίδιες μεθοδεύσεις επιβλήθηκαν 80 περίπου χρόνια μετά, με το βέτο της τουρκικής μειονότητας που παραχωρήθηκε από το δοτό Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960, αλλά και την ισονομία κατά 50% των αποφάσεων που προνοούσε το σχέδιο Ανάν. Είναι η ίδια απαράδεκτη ιδέα διακυβέρνησης που κυοφορείται και στα σημερινά σχέδια λύσης του Κυπριακού, στη βάση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.
Η εντύπωση του Τσώρτσιλ
Ο ολοένα και μεγαλύτερος πόθος των Κυπρίων Ελλήνων για ένωση με τη μητέρα Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα προκάλεσε την εντύπωση του ίδιου του Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος ως Υφυπουργός Αποικιών δήλωσε μετά την επίσκεψή του στην Κύπρο: «Νομίζω ότι είναι απλώς φυσικό ο κυπριακός λαός, ο οποίος είναι ελληνικής καταγωγής, να αποβλέπει προς την ένωση της νήσου του με εκείνο το οποίο αποκαλεί Μητέρα Πατρίδα, ως προς ένα ιδεώδες το οποίον φλογερώς και με αφοσίωση ποθεί. Το αίσθημα αυτό είναι εκδήλωση του πατριωτικού εθνικισμού, ο οποίος τόσο χαρακτηρίζει το ευγενές ελληνικό έθνος», δήλωσε ο Τσώρτσιλ.
Η Συνθήκη της Λωζάννης
Η άρνηση της Τουρκίας να ταχθεί, στη συνέχεια, υπέρ των συμμάχων κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έδωσε στην Αγγλία την ευκαιρία να κηρύξει ως άκυρη τη συμφωνία της 4ης Ιουνίου 1878 και να προσαρτήσει την Κύπρο στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Η Τουρκία, χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε ουσιαστική αντίσταση, αποδέχθηκε αδιαμαρτύρητα την προσάρτηση που επισφραγίστηκε στις 10 Αυγούστου 1920, με τη συμφωνία των Σεβρών, η οποία επικυρώθηκε αργότερα με τη συνθήκη της Λωζάννης στις 23 Αυγούστου 1923.
Η συνθήκη της Λωζάννης, που επήλθε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, προέβλεπε την οριστική και αμετάκλητη εγκατάλειψη όλων των δικαιωμάτων της Τουρκίας επί της Κύπρου, η οποία ανακηρύχθηκε πλέον επίσημα ως αποικία του Βρετανικού Στέμματος. Το μέλλον ωστόσο απέδειξε πως Βρετανοί και Τούρκοι είχαν άλλα σχέδια για την Κύπρο, κάτι το οποίο ακόμη και σήμερα θα έπρεπε να μας προβληματίζει.
Η σημασία των άρθρων 20-21
Στο άρθρο του με τίτλο «Κύπρος και Συνθήκη της Λωζάννης», ο Στρατηγικός Αναλυτής Νίκος Λυγερός σημειώνει πως «Για όσους δεν αντιλαμβάνονται ότι στη γεωστρατηγική δεν υπάρχουν ανεξάρτητα δεδομένα όσον αφορά στον Ελληνισμό και πιστεύουν ότι πρέπει να υπογράφουμε συνθήκες τις οποίες δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε, θα ήταν καλό να εξετάσουν τουλάχιστον δύο άρθρα της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923. Πιο συγκεκριμένα, μετά την εισβολή και την κατοχή, πρέπει να έχουμε συνεχώς στη σκέψη μας πρώτα το άρθρο 20:
»’Η Τουρκία δηλοί ότι αναγνωρίζει την προσάρτησιν της Κύπρου ανακηρυχθείσαν υπό της Βρετανικής Κυβερνήσεως την 5ην Νοεμβρίου 1914′.
»Ήδη αυτό το άρθρο», συνεχίζει ο κ. Λυγερός, «αναδεικνύει το πρόβλημα της σχέσης που υπάρχει μεταξύ Τουρκίας και Αγγλίας, ακόμα και αν η αναφορά στην Κύπρο είναι μόνο έμμεση για μερικούς που αποφεύγουν τα ιστορικά δεδομένα. Όμως το άρθρο 21 είναι ακόμα πιο συγκεκριμένο:
»’Οι Τούρκοι, οι εγκατεστημένοι εν τη νήσω Κύπρω κατά την 5ην Νοεμβρίου 1914, θα αποκτήσωσιν, εφ’ οις όροις προβλέπει ο εγχώριος νόμος, την βρετανικήν ιθαγένειαν, αποβάλλοντες ως εκ τούτου την τουρκικήν’.
»Συνεπώς, ακόμα και για τους Τούρκους, η Τουρκία θεωρεί ότι είναι Άγγλοι μέσω αυτού του κειμένου, πράγμα που αντιφάσκει με τα τωρινά δεδομένα.
»’Θα δύνανται, εν τούτοις, επί δύο έτη από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, να ασκήσωσι δικαίωμα επιλογής υπέρ της τουρκικής ιθαγενείας? εν τοιαύτη περιπτώσει, δέον να εγκαταλείψωσι την Κύπρον εντός δώδεκα μηνών, αφ’ ης ημέρας ασκήσωσι το δικαίωμα της επιλογής’.
»Εδώ», επισημαίνει ο καθηγητής, «το κείμενο διευκρινίζει ότι το τουρκικό στοιχείο αν θέλει να αναγνωριστεί, δεν μπορεί να παραμείνει στην Κύπρο. Για τις άλλες περιπτώσεις προβλέπει το εξής:
»’Ωσαύτως αποβάλλουσι την τουρκικήν ιθαγένειαν, οι Τούρκοι υπήκοοι, οι εγκατεστημένοι εν τη νήσω Κύπρω κατά την έναρξιν της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, οίτινες κατά την εποχήν αυτήν έχουσιν αποκτήσει ή πρόκειται να αποκτήσωσι την βρετανικήν ιθαγένειαν, συνεπεία αιτήσεως υποβληθείσης κατά τας διατάξεις της εγχωρίου νομοθεσίας’.
»Με αυτά τα στοιχεία», καταλήγει ο κ. Λυγερός, «είναι πλέον ξεκάθαρο πώς η Συνθήκη αντιλαμβάνεται το θέμα της Κύπρου. Το νησί είναι ενσωματωμένο στο γενικό της πλαίσιο δίχως ιδιαίτερες διακρίσεις, όσον αφορά στο τουρκικό στοιχείο».
Η μυστική διπλωματία
Αν και η Συνθήκη της Λωζάννης εξακολουθεί, υποτίθεται, να ισχύει μέχρι σήμερα, ωστόσο, η εσκεμμένη παραβίασή της στα χρόνια που ακολούθησαν επέτρεψε την έντεχνη μετατροπή, από Βρετανούς και Τούρκους, του Αγώνα της ΕΟΚΑ του 1955-1959 σε ενδοκοινοτικό πρόβλημα, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Οι σπόροι της διχόνοιας εμφυτεύθηκαν με τη Συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου το 1960, που οδήγησε το ́63- ́64 στις ενδοκοινοτικές ταραχές και επιστεγάστηκαν με τραγικό τρόπο από την τουρκική εισβολή το 1974.
Η ύπουλη συμφωνία της Κωνσταντινούπολης το 1878, μεταξύ Βρετανίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που καθόρισε το μέλλον της Κύπρου, αποδεικνύει πως η μυστική διπλωματία είναι μια πρακτική που συνηθίζεται στις διεθνείς σχέσεις. Αν λάβουμε επιπλέον υπ’ όψιν ότι η Κύπρος άλλαξε ιδιοκτήτες για έναν πόλεμο (Ρωσοτουρκικό), στον οποίο η ίδια ούτε καν συμμετείχε, τότε αυτό θα μας επιτρέψει να σκεφτούμε λίγο πιο προσεκτικά και στρατηγικά τα επόμενα βήματα επίλυσης του Κυπριακού.