Της Αγγελικής Κώττη απο το liberal.gr
Η Δημοκρατία είναι σύμφυτη με τις εκλογές. Έστω και αν στην αρχαία Αθήνα δεν υπήρχε η Βουλή με την σημερινή έννοια, εκλογές υπήρχαν, καθώς μέσα από αυτές επιλέγονταν οι αιρετοί άρχοντες. Αναφερόμαστε στην κλασική περίοδο από το 462 π.Χ. έως το 322 π.Χ. (υπήρξαν και δύο μικρά διαλείμματα οπότε τύραννοι είχαν καταλάβει την εξουσία). Η εκλογική διαδικασία είναι όμως παλαιότερη και ονομαζόταν «αίρεσις».
Σύμφωνα με κείμενο του επίτιμου σχολικού συμβούλου Απόστολου Ποντίκα από την «Ελευθερία» της Λάρισας, η αρχαιότερη μαρτυρία της λέξης «δήμος », βρίσκεται με γραμμική Β στις πινακίδες της Πύλου, με τη σημασία της κοινότητας των ανθρώπων, ενώ στον Όμηρο, με την έννοια του λαού στο σύνολό του. Έτσι, οι εκλογές ως έννοια, αλλά και η πρακτική της εκλογικής διαδικασίας για την ανάδειξη των αρχόντων του «δήμου », δηλαδή, του λαού, είναι τόσο παλιές όσο περίπου και ιστορία.
Στην ελληνική αρχαιότητα λεγόταν «αίρεσις» και οι εκλεγμένοι άρχοντες «αιρετοί». Ακριβώς ο όρος αυτός χρησιμοποιείται και σήμερα με την ίδια σημασία του. Βέβαια, η αίρεσις περιέχεται και στη λέξη, αρχαιρεσία, που σήμαινε τη συνέλευση για την εκλογή αρχόντων και διαφόρων αξιωματούχων, όπως, αναφέρει ο Ηρόδοτος, «αρχαιρεσίη συνίζει» (Ηροδ, YI,58» . Εξάλλου και σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή, αλλά μόνο στον πληθυντικό, «αρχαιρεσίες».
Οι εκλογές για όποιο σκοπό και αν γίνονται, βασίζονται σε ορισμένες αρχές , τις οποίες ορίζουν οι νόμοι που σήμερα χαρακτηρίζονται ως εκλογικά συστήματα. Ένα από αυτά είναι το λεγόμενο πλειοψηφικό, το οποίο έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και κυριαρχεί σχεδόν ως τα τέλη του 18ου αιώνα. Το πλειοψηφικό σύστημα εισήγαγε στην πολιτική πρακτική ο Αριστοτέλης, ενώ μετά το πήραν και το εφάρμοσαν οι Ρωμαίοι .
Βέβαια, γίνεται λόγος και για το αναλογικό, δηλαδή, το σύστημα εκείνο που αποδέχεται και επιτρέπει την εκπροσώπηση της μειοψηφίας. Η εκλογή των αρχόντων γινόταν κυρίως στην αγορά, όπου φώναζαν όλοι μαζί, δηλαδή ήταν ψηφοφορία « δια Βοής», που συνηθίζεται και σήμερα σε διάφορες επαγγελματικές συνελεύσεις.. Άλλοι τρόποι ψηφοφορίας ήταν, όταν έδιναν θετική συγκατάθεση , οπότε σηκώνονταν όρθιοι ή σήκωναν το χέρι τους, «ψήφος δι’ ανατάσεως», με σφαιρίδια, με όστρακα κ.λπ…
Αναφερόμαστε στο σημερινό μας κείμενο στην εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας, δηλαδή στο πολίτευμα που αναπτύχθηκε στην πόλη κράτος της αρχαίας Αθήνας, με την άμεση δημοκρατία. Οι πολίτες δεν εξέλεγαν αντιπροσώπους, όπως συμβαίνει σήμερα. Αντιθέτως, λάμβαναν οι ίδιοι αποφάσεις νομοθετικού και εκτελεστικού περιεχομένου. Αλλά, στις αποφάσεις συμμετείχαν μόνο οι Αθηναίοι, οι οποίοι διατηρούσαν πολιτικά δικαιώματα και όχι το σύνολο των πολιτών. Σύμφωνα με διάφορους υπολογισμούς, ο γενικός πληθυσμός της συγκεκριμένης πόλης- κράτους ανερχόταν σε περίπου 250 χιλιάδες, εκ των οποίων 50.000 πολίτες.
Δικαίωμα να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου, είχαν μόνο οι άνδρες, εφόσον είχαν εκπληρώσει τη στρατιωτική τους θητεία, ενώ αποκλείονταν οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι. Επίσης, δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, όσοι ήταν ασυνεπείς στις οικονομικές τους οφειλές προς την πόλη. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, η στέρηση του πολιτικού δικαιώματος ήταν μόνιμη ή κληροδοτούμενη. «Παράλληλα υπήρχε μια ομάδα, η οποία κατέγραφε την προσωπικότητα, την αξιοσύνη, την ηθικότητα και την οικογενειακή περιουσία του υποψηφίου. Ίσως, θα λέγαμε σήμερα το Βιογραφικό σημείωμα του υποψηφίου.» σημειώνει ο κ. Ποντίκας.
Τα πολιτικά σώματα της εποχής ήταν τρία. Η Εκκλησία, η Βουλή των Πεντακοσίων και τα Δικαστήρια. Από αυτά τα τρία σώματα η Εκκλησία και τα Δικαστήρια είχαν πραγματική εξουσία –παρόλο που τα δικαστήρια, σε αντίθεση με την εκκλησία, ποτέ δεν αποκλήθηκαν ‘δήμος’, καθώς επανδρώνονταν από ένα υποσύνολο του σώματος των πολιτών, αυτούς που είχαν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους. Αλλά οι πολίτες οι οποίοι ψήφιζαν και στα δυο δεν υπόκειντο σε έφεση ή δικαστική δίωξη, όπως τα μέλη της βουλής και οι υπόλοιποι κάτοχοι δημοσίων αξιωμάτων.
Η Εκκλησία ψήφιζε για την έναρξη πολέμου, ενώ είχε το δικαίωμα να παραχωρήσει το δικαίωμα του πολίτη και σε ξένο – μη Αθηναίο, αλλά με άνω των 6.000 ψήφων. Επίσης, εξέλεγε ορισμένους αξιωματούχους, δίκαζε πολιτικά εγκλήματα και νομοθετούσε. Η συμμετοχή στη συνέλευση του δήμου ήταν προαιρετική. Ψήφιζαν μόνο οι παρόντες.
Τον 5ο αιώνα, υπήρχαν 10 τακτικές συνελεύσεις της εκκλησίας κάθε χρόνο, μία κάθε μήνα, ενώ μπορούσαν να συγκληθούν και έκτακτες, όποτε προέκυπτε ανάγκη. Τον επόμενο αιώνα καθορίστηκαν σαράντα συνελεύσεις της εκκλησίας, τέσσερις κάθε μήνα, μία εκ των οποίων ονομαζόταν ‘κυρία εκκλησία’. Από το403 π.Χ> οι πρώτοι 6.000 που έφταναν έπαιρναν αμοιβή, οπότε έσπευδαν όλοι.
Η βουλή των 500, το πολυπληθέστερο σώμα αξιωματούχων, αποτελούσε μια οργανωτική επιτροπή της Εκκλησίας του Δήμου, ετοιμάζοντας νομοθετικά προσχέδια και καθορίζοντας τη θεματολογία της. Απο το 487 π.Χ οι 500 βουλευτές καθορίζονταν με κλήρωση, που λάμβανε χώρα μία φορά κάθε χρόνο. Ένας πολίτης μπορούσε να είναι μέλος της βουλής δύο φορές στη ζωή του. Κάθε πολίτης μπορούσε να καταθέσει προτάσεις στη βουλή. Τυπικά απαγορευόταν η εκκλησία να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς ένα προβούλευμα, δηλαδή μία πρόταση από τη βουλή. Οι βουλευτές έπαιρναν αποζημίωση τριών οβολών την ημέρα.
Στον χώρο της Αγοράς λειτουργούσαν στην αρχαιότητα τα σημαντικότερα Δικαστήρια της Ηλιαίας. Τέτοια δικαστήρια έχουν εντοπιστεί σε αρκετά σημεία. Στο βιβλίο «Αθήνα, μια πόλη μαγική» της Αρτ. Σκουμπουρδή, εκδόσεις ΣΙΔΕΡΗΣ, βλέπουμε πως η Ηλιαία ήταν το λαϊκό Δικαστήριο το κυρίαρχο σώμα του Δήμου, δηλαδή του λαού στην απονομή της Δικαιοσύνης. Κάθε χρόνο από κάθε φυλή, κληρώνονταν 6.000 Ηλιαστές. Από αυτούς, συνήθως οι 2.000 επαρκούσαν για τις καθημερινές ανάγκες δικαστηρίων. Ηλιαστής είχε δικαίωμα να γίνει, κατόπιν κληρώσεως, οποιοσδήποτε Αθηναίος πολίτης είχε συμπληρώσει το 30 έτος της ηλικίας του, εφόσον δεν είχε χρέη προς το Δημόσιο και δεν ήταν άτιμος, δηλαδή δεν είχε στερηθεί των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Η Ηλιαία χωριζόταν σε δέκα τμήματα που συνήθως δίκαζαν χωριστά, αλλά σε σοβαρές δίκες δίκαζαν τουλάχιστον δύο τμήματα μαζί ή και περισσότερα. Η επιλογή των δικαστών και η διανομή τους γινόταν επίσης με κλήρωση. Οι Ηλιαστές ξεκινούσαν με το φως του φεγγαριού, όπως μας πληροφορεί ο Αριστοφάνης στους Σφήκες, πριν ακόμα ξημερώσει για να δώσουν τα στοιχεία τους. Καθημερινά πριν από την έναρξη της δίκης κληρώνονταν οι δικαστές, αλλά και τα δικαστήρια στα οποία θα δίκαζαν. Με αυτόν τον τρόπο οι διάδικοι δεν γνώριζαν τους δικαστές, αλλά ούτε και το δικαστήριο έως την ώρα της εκδίκασης. Επομένως δεν ήταν δυνατό να τους εξαγοράσουν.
Από το 681 π.Χ. είχαμε τον επώνυμο άρχοντα, πολιτικό αξίωμα στην αρχαία Αθήνα. Ήταν ένας από τους δέκα άρχοντες, και συγκεκριμένα ο πρώτος. Η διαδοχή των επώνυμων αρχόντων έχει σημαντική ιστορική σημασία, αφού από το όνομά του ονομαζόταν το έτος, ενώ ετίθετο πρώτο στην αρχή των νόμων, των συνθηκών και των δημόσιων επιγραφών. Στη Σπάρτη ανάλογη χρήση είχε ο πρώτος των πέντε εφόρων. Πριν τον θεσμό των αρχόντων που εκλέγονταν σε τακτικά χρονικά διαστήματα, οι άρχοντες ήταν ισόβιοι και κληρονομικοί και ακόμη πιο πριν την εξουσία είχαν οι Βασιλείς της Αρχαίας Αθήνας. Η θητεία τους διαρκούσε ένα έτος.
Συνολικά, με τον επώνυμο άρχοντα, η Αθήνα είχε δέκα άρχοντες. Άρχισαν να εκλέγονται ή να ορίζονται με κλήρο, καθώς σιγά- σιγά γύρω από το μονάρχη δημιουργούνται διάφορες αρχές που τον αντικαθιστούν. Ο Αριστοτέλης γράφει ότι: «διά το γενέσθαι δε τινάς των βασιλέων τα πολέμια μαλακούς» αφαιρέθηκε από το βασιλιά η αρχηγία του στρατού και δόθηκε στον Πολέμαρχο. Λίγο αργότερα απογύμνωσαν το βασιλιά και από την πολιτική εξουσία και δημιούργησαν τον Επώνυμο άρχοντα, που φρόντιζε για τις πολιτικές υποθέσεις.
Δημιουργήθηκε ακόμη και μία νέα εξουσία: των 6 Θεσμοθετών. Αποστολή τους ήταν να διατηρούν τα παλιά έθιμα και τους νόμους (τα θέσμια) και να φτιάχνουν καινούργιους. Ο Βασιλεύς, ο Πολέμαρχος, ο Επώνυμος άρχων και οι 6 Θεσμοθέτες είναι οι παλιότεροι «Εννέα Άρχοντες» της Αθήνας, που εκλέγονται από τους ευπατρίδες της Αττικής και προέρχονται από την τάξη τους. Στην αρχή οι άρχοντες ήταν ισόβιοι, έπειτα τους εκλέγουν για δέκα χρόνια και τελικά για ένα χρόνο. Ο Βασιλεύς δεν είχε καμιά πολιτική εξουσία. Τον απασχολούσαν μόνο θρησκευτικά και δικαστικά καθήκοντα. Οι Αθηναίοι όμως, που τιμούσαν πάντοτε τον τελευταίο τους βασιλιά, τον Κόδρο, ο οποίος θυσιάστηκε για να σωθεί η πατρίδα τους, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να τον αποκαλούν έτσι.