Έλληνας ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, μεταφραστής, θεατρώνης και στρατιωτικός.
Είναι γνωστός για τις μεταφράσεις των Απάντων του Γουίλιαμ Σέξπιρ, για το ποίημά του «Το Χριστινάκι», που μελοποίησε ο Γιάννης Σπανός κι έγινε ένα από τα εμβληματικά τραγούδια του Νέου Κύματος, καθώς και για τους στίχους του «Ύμνου του ΕΑΜ».
Ο Βασίλης Ρώτας γεννήθηκε στο Χιλιομόδι Κορινθίας στις 23 Απριλίου 1889. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Κόρινθο και ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του στο Βαρβάκειο. Στη συνέχεια σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Το 1908 πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του στο περιοδικό «Νουμάς» και το 1910 υπήρξε συνιδρυτής της «Φοιτητικής Συντροφιάς».
Στους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός, ενώ κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πιάστηκε αιχμάλωτος και κλείστηκε στα στρατόπεδα του Γκέρλιτς και του Βερλ στη Γερμανία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη διετία 1921-1922 υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου.
Το 1921 νυμφεύτηκε την παιδική του φίλη Κατερίνα Γιαννακοπούλου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τον γιατρό Ρένο Ρώτα, την ηθοποιό και συγγραφέα Μαρούλα Ρώτα (απεβίωσε το 1996) και τον συνθέτη και μουσικοπαιδαγωγό Νικηφόρο Ρώτα (1929-2004). Αποστρατεύτηκε το 1927, «ως παθών εν πολέμω» και τέθηκε σε πολεμική διαθεσιμότητα με το βαθμό του συνταγματάρχη.
Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και το θέατρο. Την ίδια εποχή ξεκίνησε το μεγαλεπήβολο σχέδιό του να μεταφράσει στα ελληνικά τα άπαντα του Σέξπιρ, στόχο που ολοκλήρωσε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας με τη βοήθεια της συντρόφου του Βούλας Δαμιανάκου.
Υπήρξε βασικός συνεργάτης στο περιοδικό του Κωστή Μπαστιά «Ελληνικά Γράμματα» και ιδρυτής του Λαϊκού Θεάτρου Αθηνών (1930-1937), που έκλεισε η δικτατορία Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και οργάνωσε το «Θεατρικό Σπουδαστήριο», στο οποίο δίδαξαν μεταξύ άλλων ο Μάρκος Αυγέρης, η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, ο Μάνος Κατράκης και ο Γιάννης Τσαρούχης, καθώς και το «Θέατρο στο Βουνό» το 1944, σε συνεργασία με μέλη της ΕΠΟΝ. Έγραψε τους στίχους του «Ύμνου του ΕΑΜ» πάνω στη μουσική του γνωστού τραγουδιού «Κατιούσα», που συνέθεσε το 1938 ο ρώσος συνθέτης Ματβέι Μπλάντερ.
Ο Ρώτας δημοσίευσε -πριν και μετά τον πόλεμο- ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα, ενώ κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου για τη μετάφραση των απάντων του Σέξπιρ. Ιστορική έμεινε η μετάφραση της κωμωδίας του Αριστοφάνη «Όρνιθες», που ανέβηκε τον καλοκαίρι του 1959 από το Θέατρο Τέχνης και προκάλεσε σάλο για τη σκηνοθετική ματιά του Καρόλου Κουν. Άρθρα του, χρονογραφήματα, κριτική θεάτρου και μαρτυρίες δημοσιεύτηκαν στον παράνομο τύπο της Κατοχής, στα περιοδικά «Καλλιτεχνικά Νέα», «Ελεύθερα Νέα» και «Νεοελληνικά Γράμματα», στις εφημερίδες «Βραδυνή», «Πρωία», και «Εστία», καθώς και στα περιοδικά «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου (1961-1965) και «Λαϊκός Λόγος» (1965-1967).
Στο σύνολο του συγγραφικού του έργου, πρωτότυπου και μεταφραστικού, κυριαρχεί ο ιδιόμορφος δημοτικιστικός λόγος του, εμπνευσμένος από το δημοτικό τραγούδι και η λαϊκή ρομαντική κοσμοθεωρία του. Ανιχνεύονται, επίσης, επιρροές από το λαϊκό θέατρο του Καραγκιόζη, τη σεξπιρική δραματουργία και το αρχαίο ελληνικό δράμα.
Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει, μεταξύ άλλων, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Σπανός, ο Χρήστος Λεοντής, ο Μιχάλης Τερζής και ο Αργύρης Μπακιρτζής.
Ο Βασίλης Ρώτας πέθανε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 1977, σε ηλικία 88 ετών.
Η εργογραφία του ΕΔΩ