Το φωτογραφικό έργο του αείμνηστου Γιώργου Πούπη και η έντονη θρησκευτικότητα που αυτό αποπνέει αναβίωσαν πριν από λίγες ημέρες, με αφορμή την έκθεση φωτογραφίας «Yψωσις: Ο σταυρός στη γη του Αγίου Ορους», η οποία διοργανώθηκε από την Αγιορειτική Εστία στο Πνευματικό Κέντρο της Ιεράς Μητρόπολης Γρεβενών. Το έργο του Πούπη παραμένει διαχρονικό και πολυσήμαντο σημείο αναφοράς και γόνιμου στοχασμού πάνω στις αξίες της ορθόδοξης πίστης.
Επί 30 συναπτά έτη ο Γιώργος Πούπης επισκεπτόταν το Aγιον Ορος, αναζητούσε και αποτύπωνε με την προσωπική του τεχνική και αισθητική τα θέματα που τροφοδοτούσαν την έμπνευσή του και στη συνέχεια συγκέντρωνε με αγάπη και υπομονή το φωτογραφικό του υλικό. Ενα μέρος, μάλιστα, από αυτό το φωτογραφικό υλικό παρουσιάστηκε στη συγκεκριμένη έκθεση στα Γρεβενά. Ο ίδιος είχε εκδηλώσει την επιθυμία να διατεθεί στην Αγιορειτική Εστία το φωτογραφικό του αρχείο που αφορά το Αγιον Ορος, επιθυμία που τελικά υλοποίησε η αδελφή του Παναγιώτα Πούπη. Το αρχείο ανήκει πλέον στην Αγιορειτική Εστία και μετά την ψηφιοποίηση και την καταγραφή του θα είναι διαθέσιμο στο ευρύ κοινό.
Οι σπουδές
Ο καταγόμενος από τα Γρεβενά Γιώργος Πούπης (1950-2018) πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Πτολεμαΐδα. Το 1968 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, προκειμένου να σπουδάσει Αρχιτεκτονική. Στη διάρκεια των σπουδών του άρχισε να ασχολείται με τη φωτογραφία, μαθητεύοντας κοντά σε διάσημους φωτογράφους, ενώ από το 1975 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι,όπου παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας και πλαστικών τεχνών. Παράλληλα, μαζί με τον ποιητή Ανδρέα Παγουλάτο άρχισε μια σειρά συνεντεύξεων με θέμα «Ελληνικότητα και σύγχρονη τέχνη».
Στο διάστημα παραμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα συνδέθηκε στενά με σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της ελληνικής παροικίας στο Παρίσι, όπως Γιάννης Τσαρούχης, ο Ιάννης Ξενάκης, ο Νίκος Κεσσανλής κ.ά. Επειτα από δεκαετή απουσία επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου άρχισε τη συνεργασία του με ξένα και ελληνικά πρακτορεία, αλλά και ιστορικά περιοδικά. Πολυετής ήταν επίσης και η συνεργασία του με τους αρχαιολόγους Μανόλη Ανδρόνικο στη Βεργίνα και Δημήτρη Παντερμαλή στο Δίον. Ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, στη Μικρά Ασία, στην Αίγυπτο, στην Ιορδανία κ.α. φωτογραφίζοντας μνημεία, σκηνές της καθημερινότητας, αστικά τοπία, καθώς και σκηνές της υπαίθρου. Υπήρξε άνθρωπος καλλιεργημένος, που ξεχώριζε για την αγάπη του στη μουσική, στα βιβλία και στη ζωγραφική. Διόλου τυχαίο δεν είναι ότι πολλοί καλλιτέχνες τον εμπιστεύτηκαν για να φωτογραφίσει τα έργα τους. Φωτογραφίες του περιέχονται σε πολλές εκδόσεις και φωτογραφικά λευκώματα, ενώ είχε πραγματοποιήσει πολλές ατομικές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Αγιορειτική Εστία
Πέρα από τις φωτογραφίες -εξαίρετο δείγμα του ταλέντου του-, αξίζει επίσης να προσέξουμε και τις προσωπικές σκέψεις του δημιουργού, οι οποίες περιλαμβάνονται ως κείμενο στον συνοδευτικό κατάλογο που είχε εκδώσει η Αγιορειτική Εστία το 2022, με αφορμή την τότε έκθεση του Γιώργου Πούπη στη Θεσσαλονίκη: «Ο σταυρός. Αρχετυπικό σύμβολο περιγραφής των αξόνων του χώρου και του χρόνου, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, παρελθόν, μέλλον κ.λπ., στο κέντρο το παρόν. Μας δίνει τη σιγουριά ότι μπορούμε να ορίσουμε και να τιθασεύσουμε το χάος μέσω των αισθήσεων και της έλλογης γνώσης του κτιστού. Σε πείσμα του μυστηρίου που ζούμε (αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο η ίδια η ύπαρξη της ζωής μυστηρίου αείδιο – “Αξιον εστί”, Οδυσσέας Ελύτης). Αυτό το αρχετυπικό σύμβολο, τον Σταυρό, διάλεξε η θεότητα να μαρτυρήσει τη μοναδική αλήθεια της για τη σωτηρία του ανθρώπου και της κτίσης ολάκαιρης. Με το μαρτυρικό Θείο Δράμα επ’ αυτού, τη μετά τριημέρου Ανάσταση, σαν ύστατο νόημα της νίκης επί τον θάνατον όλου του γένους των θνητών, γιατί και ο Χριστός σαν θνητός εσταυρώθηκε. Ο σταυρός σαν σύμβολο της πίστης μας, υπόσχεση αθανασίας και ουσιαστικής ελευθερίας της ύπαρξης, μέσω του οποίου λειτουργείται κατά Χάρη, το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Λειτουργούσε πάντα για τον πιστό σαν σημείο αναφοράς μυστηριακής και λυτρωτικής παρηγορίας, ψυχικής δύναμης και ανάτασης, βιωματική επαλήθευση της μυστικής εμπειρίας της πίστης.
Προσπαθώντας τώρα να τον περιγράψω στο Αγιον Ορος, νιώθω να τον προσβάλλω, λέγοντας ότι είναι… γιατί είναι πέρα κι από είναι διαμέσου του είναι. Το μόνο που θα μπορούσα να πω ότι είναι ένα συλλείτουργο ανάμεσα στην αγιορειτική φύση και χώρο και στην πίστη σαν υπέρτατη σοφία της ύπαρξης. Αυτό το θείο συλλείτουργο θέλησα να φωτογραφήσω και καλλιτεχνικά να αναδείξω χωρίς να προσβάλω το μυστικό μεγαλείο του. Γύρισα σχεδόν όλο το Ορος, όχι για να καταγράψω όλους τους τύπους των υπαίθριων σταυρών του, αλλά για να γνωρίσω ποιος θα μου μετέδιδε τις πιο ουσιαστικές δονήσεις του λόγου ύπαρξής του. Κι ευτυχώς ήταν πολλοί, κάποιοι, δε, σου το μεταδίδουν πριν καν τους δεις. Η αγιότητα δεν είναι πρωταθλητισμός, αλλά κυρίως αθλητισμός, η χαρά του να αθλείσαι, η χαρά της σχέσης, η χαρά του κοσμικού παιχνιδιού, χωρίς αγωνία πρώτου και δεύτερου, γιατί οι έσχατοι έσονται πρώτοι και τούμπαλιν. Αυτήν τη γοητευτική ταπεινότητα μεταδίδουν οι υπαίθριοι σταυροί του Αγίου Ορους, είτε είναι σε τρούλους είτε σε τοίχους αρχαίους ή σε φράχτες και προσκυνητάρια ή σε δέντρα, βράχους ή σε άλλα σημεία της κτιστής φύσης παραπέμπουν στην απαστράπτουσα αλήθεια της άκτιστης ουσίας. Αυτή θέλησα να ψαύσω με την τέχνη μου και ό,τι μου μετέδωσε να το κοινωνήσω καταλλήλως. Προσκυνώ ταπεινά τη Χάρη τους».
Στον ίδιο εκείνο κατάλογο εμπεριεχόταν και ένα κείμενο του αρχιμανδρίτη Βασιλείου Γοντικάκη, προηγούμενου της Ιεράς Μονής Ιβήρων, ο οποίος με αφορμή το θέμα της αποτύπωσης του σταυρού στις φωτογραφίες του Γιώργου Πούπη σημείωνε τα εξής ενδιαφέροντα: «Μια ομάδα παιδιών -τα πολλά ασπρογένηδες- που παίζουν μετά θάνατον στον χώρο του Παραδείσου, ξεχασμένα από τον κόσμο, αλλά θυμούνται και δοξολογούν Αυτόν που τα πάντα καταδέχεται “ίνα τοις πάσι δωρήσηται την εκ νεκρών ανάστασιν”.
Aνάκουστη μελωδία
Σηκώνουν τον προσωπικό τους σταυρό και προσβλέπουν σε Αυτόν που υψώθη εν τω Σταυρώ εκουσίως και νίκησε τον θάνατο διά του θανάτου. “Ηλθε διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω”. Βρίσκεται μαζί τους. Και ψάλλουν εκφώνως και μυστικώς, γιατί το ζουν: “Ω θείας, ω φίλης, ω γλυκυτάτης σου φωνής, μεθ’ ημών αψευδώς γαρ επηγγείλω έσεσθαι μέχρι τερμάτων αιώνος, Χριστέ”. Και απλώνεται η ανάκουστη μελωδία και ευωδία στην υφήλιο. Πήραν τα βουνά και έφυγαν από τον κόσμο, και βρήκαν Αυτόν που θυσιάζεται “υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας”. Γίνεται Αυτός το φως, η αναπνοή, η ζωή τους. Και “η ζωή ην το φως των ανθρώπων”. Νιώθουν ότι είναι αδύνατοι και ανάξιοι τέτοιας τιμής. Και Αυτός εξακολουθεί να τους αγαπά. Και λυγίζουν από το βάρος της ευλογίας. Και έχουν εμπιστοσύνη σε Αυτόν, όχι στον εαυτό τους. Γιατί τον ζουν ως χαρά και ευεργεσία και δωρεά θεία».