Η ελευθερία του Τύπου σε όλο τον κόσμο απειλείται από τους ίδιους τους ανθρώπους που θα έπρεπε να είναι οι εγγυητές της, δηλαδή από τις πολιτικές Αρχές. Αυτό προκύπτει σαφώς από τον τελευταίο ετήσιο Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου που καταρτίστηκε από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (RSF) και δημοσιεύθηκε τη Μεγάλη Παρασκευή (03/05).
Η διαπίστωση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι, από τους πέντε δείκτες που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση της κατάταξης, ο πολιτικός δείκτης είναι αυτός που έχει υποχωρήσει περισσότερο, καταγράφοντας παγκόσμια μέση πτώση 7,6 μονάδων. Όσον αφορά στην Ελλάδα, η χώρα μας κατατάσσεται μόλις στην 88η θέση σχετικά με την ελευθερία του Τύπου και – μαζί με τη Μάλτα και την Ουγγαρία – είναι στις τρεις τελευταίες θέσεις από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Η ελευθερία του Τύπου έχει υποστεί συστημική κρίση από το 2021. Το σκάνδαλο των υποκλοπών δημοσιογράφων από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) δεν έχει ακόμη διαλευκανθεί, όπως και η υπόθεση της δολοφονίας του αστυνομικού ρεπόρτερ, Γιώργου Καραϊβάζ, το 2021. Οι διαδικασίες SLAPP είναι συχνές και ένας δημοσιογράφος καταδικάστηκε αυθαίρετα για διασπορά ψευδών ειδήσεων το 2023.
Ακόμα, η έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF) αναφέρει: «Η εμπιστοσύνη του πληθυσμού στα μέσα ενημέρωσης είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια. Λίγοι μεγάλοι ιδιωτικοί όμιλοι συνυπάρχουν με εκατοντάδες ειδησεογραφικούς ιστότοπους, γεγονός που συμβάλλει στον έντονο κατακερματισμό του τοπίου των μέσων ενημέρωσης. Ομοίως, λίγοι επιχειρηματίες διευθύνουν τη συντριπτική πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης, ενώ παράλληλα εμπλέκονται σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς. Ορισμένοι από αυτούς έχουν στενούς δεσμούς με την πολιτική ελίτ της χώρας. Ως αποτέλεσμα, ο Τύπος είναι πολύ πολωμένος».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είναι υπεύθυνος για την εποπτεία των δημόσιων μέσων ενημέρωσης, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο τη συντακτική τους ανεξαρτησία, σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (RSF). Η ρυθμιστική Αρχή της Ραδιοτηλεόρασης, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (ΕΣΡ), που κατηγορείται για βραδύτητα και αναποτελεσματικότητα, δεν έχει αναθεωρηθεί σημαντικά ούτε από τη σημερινή ούτε από την προηγούμενη κυβέρνηση. Η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), η οποία εποπτεύεται από τον πρωθυπουργό, συμμετείχε στην παρακολούθηση δημοσιογράφων, πολλοί από τους οποίους έγιναν στόχος του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator.
Επίσης, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) τονίζουν τα εξής: «Παρά τις συνταγματικές εγγυήσεις, η ελευθερία του Τύπου έχει αμφισβητηθεί σε νομοθετικό επίπεδο. Οι νέοι νόμοι που ψηφίστηκαν από το Κοινοβούλιο, με σκοπό την παροχή καλύτερης προστασίας των πολιτών από αυθαίρετες παρακολουθήσεις, ως απάντηση στο σκάνδαλο των υποκλοπών, υπολείπονται των ευρωπαϊκών προτύπων. Ένα νέο νομοσχέδιο για τα μέσα ενημέρωσης οδήγησε στη δημιουργία μιας αμφιλεγόμενης επιτροπής δεοντολογίας. Χωρίς αδιάσειστα στοιχεία, ένας δημοσιογράφος καταδικάστηκε βάσει του Ποινικού Κώδικα για διασπορά ψευδών πληροφοριών, ενώ μια τροπολογία που ψηφίστηκε το 2023 αυξάνει τον κίνδυνο φυλάκισης δημοσιογράφων για δυσφήμηση».
Η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, σε συνδυασμό με τη μείωση του αναγνωστικού κοινού και των διαφημιστικών προϋπολογισμών, έθεσε υπό αμφισβήτηση τη μακροπρόθεσμη επιβίωση πολλών μέσων ενημέρωσης. Ο αντίκτυπος της νέας νομοθεσίας που αποσκοπεί στην αύξηση της διαφάνειας της ιδιοκτησίας και της χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης, μένει να φανεί. Οι εγκαταστάσεις ορισμένων μέσων ενημέρωσης δέχονται τακτικά επιθέσεις από ακροαριστερούς και ακροδεξιούς ακτιβιστές που τα θεωρούν ιδεολογικούς εχθρούς. Επιπλέον, οι γυναίκες δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν συχνά σεξισμό στο χώρο εργασίας, σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (RSF).
Τέλος, οι Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (RSF) αναφέρουν: «Η Αστυνομία καταφεύγει τακτικά στη βία και σε αυθαίρετες απαγορεύσεις για να παρεμποδίσει τη δημοσιογραφική κάλυψη των διαδηλώσεων και της προσφυγικής κρίσης στα ελληνικά νησιά. Δημοσιογράφοι έχουν πέσει θύματα σωματικών επιθέσεων κατά τη διάρκεια αθλητικών εκδηλώσεων και μπροστά από τα σπίτια τους. Παρά τις συλλήψεις που έγιναν τον Απρίλιο του 2023, η δολοφονία του αστυνομικού ρεπόρτερ, Γιώργου Καραϊβάζ, ο οποίος πυροβολήθηκε μέρα μεσημέρι μπροστά από το σπίτι του στην Αθήνα το 2021, δεν έχει ακόμη διαλευκανθεί. Το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της ομάδας εργασίας για την προστασία των δημοσιογράφων την εμποδίζει να αντιμετωπίσει τη συστημική κρίση της ελληνικής δημοσιογραφίας».
Με πληροφορίες απο το ieidiseis.gr