Κάποτε ο βασιλιάς Αλέξανδρος συναντήθηκε με τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη. Και αυτή η συνάντηση ήταν πραγματικά… επική. Πώς έγινε και τι ειπώθηκε μεταξύ των δύο αντρών;
Ο παραχαράκτης που έγινε κυνικός φιλόσοφος
Ο Διογένης, ο αποκαλούμενος «Κυνικός» ή Διογένης ο Σινωπεύς, γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου. Κατά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ήλθε στην Αθήνα εξόριστος από τη γενέτειρά του, επειδή ενεπλάκη σε υπόθεση παραχάραξης (του νομίσματος της πόλης), μαζί με τον τραπεζίτη πατέρα του Ικεσία. Εδώ γνώρισε τον ιδρυτή της Κυνικής φιλοσοφίας Αντισθένη και άρχισε να παρακολουθεί τα μαθήματά του. Παροιμιώδης έμεινε η απλότητα, η λιτότητα, το ελεγκτικό και χλευαστικό πνεύμα του απέναντι στους άλλους. Η παράδοση λέει ότι είχε μόνιμη κατοικία του ένα πιθάρι και ότι γυρνούσε στους δρόμους με ένα φανάρι. Όταν τον ρωτούσαν τι χρειάζεται το φανάρι την ημέρα, αυτός απαντούσε: «Αναζητώ τον άνθρωπο».
Αιχμάλωτος στην Κόρινθο
Κάποια στιγμή ο Διογένης συνελήφθη και κατάληξε στα δουλοπάζαρα της Κορίνθου. Εκεί τον είδε ο Ξενιάδης, ένας αριστοκράτης της εποχής, και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του είπε: «Αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, ποια δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πω;». Ο Διογένης με λογοπαίγνιο απάντησε: «Ανθρώπων άρχειν». Το λογοπαίγνιο αυτό άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης: «Διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές».
Ο Ξενιάδης ανάθεσε στον Διογένη τη διδασκαλία των παιδιών του και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστιο της Κορίνθου.
Η… επική συνάντηση με τον Μεγαλέξανδρο
Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε έναν εκπαιδευτή, τον Λεωνίδα, που ήταν μυημένος στην κυνική φιλοσοφία. Έτσι γνώριζε για τον Διογένη, για τα διδάγματά του, το ύφος και το πνεύμα του. Όταν βρέθηκε λοιπόν στην Κόρινθο, θέλησε να τον γνωρίσει και έστειλε έναν υπασπιστή του να τον βρει και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής εντόπισε τον Διογένη, του είπε: «Σε ζητά ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει». Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός, ας έρθει να με δει». Πράγματι, ο Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη. Στάθηκε απέναντί του και του είπε: «Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος». Ο Διογένης ατάραχος του απάντησε: «Κι εγώ είμαι ο Διογένης ο Κύων». Ο Μέγας Αλέξανδρος απόρησε και τον ρώτησε: «Δεν με φοβάσαι;». Ο Διογένης αποκρίθηκε: «Και τι είσαι; Καλό ή κακό;».
Ο Αλέξανδρος έμεινε σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας βασιλιάς να πει ότι είναι κακό και αν είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό;
Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος, τον ρώτησε εκ νέου: «Τι χάρη θέλεις να σου κάνω;» Και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απάντησε: «Αποσκότισόν με». Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, τη λήθη και δείξε μου την αλήθεια. Με το έξυπνο λογοπαίγνιό του ο Διογένης μπορεί και να εννοούσε: «Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο», καθώς οι κυνικοί πίστευαν πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και καθόλου στα υλικά αγαθά.
Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο: «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης».
Φωτό: «Συζήτηση του Μεγαλέξανδρου με τον Διογένη» – Έργο του Αχιλλέα Βασιλείου στην κεντρική πλατεία Καλαμιών Κορίνθου.
[bimag.gr]