Στρατηγέ,
ένα ξανθό τριαντάφυλλο ικετεύει
για μια στάλα οξυγόνο
ένα αγόρι γονατίζει ανήμπορο
μπροστά στο δέος της εφηβείας του
ένα παντελόνι χωρίς πόδια
τραμπαλίζεται στον άνεμο,
μια μακρινή σειρά από υποψίες
ανεβαίνει αργά στον ορίζοντα
μα είναι τάχα ετούτη η πατρίδα μας, Στρατηγέ;
Πού πήγαν τ’ αμπέλια και τα λιοστάσια;
Πού πήγαν τα τραγούδια των στρατιωτών;
Πού πήγαν οι ψαλμουδιές των γλάρων στα μεσοπέλαγα;
Πού πήγαν οι ηρωικές κραυγές
των λευκών σελίδων της ιστορίας μας,
Πού πήγε ο τόπος μας Στρατηγέ;
Έφυγε, κυνήγα τον, πιάσε τον,
Συλλαμβάνεσαι Ελλάδα, συλλαμβάνεσαι,
φυλακίζεσαι στα όνειρά μου,
σε κρύβω από τους νόμους σου,
σε προστατεύω από τους δικαστές σου,
σε καταχωνιάζω από τους αστυνόμους σου,
να μη σε βρουν οι πολιτικάντηδες
και σε μοσχοπουλήσουν,
να μη σε ξετρυπώσουν
οι μαυροντυμένοι Έμποροι της Φρίκης
και σε μαστουρώσουν με λιβάνι
ποτισμένο στο πετρέλαιο..
Στρατηγέ μου, τι θα γίνουμε χωρίς Εμάς;
Τι θα γράψουν Στρατηγέ οι νέοι ποιητές μου;
Σέρνουν τα χέρια τους στο πληκτρολόγιο και μουδιάζουν,
πάνε να χαϊδέψουν ένα κρινάκι και μαραίνεται
βουρκώνουν και τους δίνουνε κολλύριο,
στενάζουν και τους γράφουν σιρόπια,
σκοντάφτουν πικραμένοι πάνω στις αρχαίες πέτρες
και τους συλλαμβάνουν για αρχαιοκαπηλία,
κοιτάζουν το ματωμένο δειλινό στις κορυφογραμμές
και τους σπρώχνουν στο νοσοκομειακό
για ψυχάρρωστους !
Στρατηγέ μου!
Πού ξέρεις, μπορεί απόψε το βράδυ,
κάποιος να ερεθιστεί περίεργα από τη συμμορία μας,
και να σπάσει ένα ποτήρι,
να σκίσει ένα πουκάμισο,
να βάλει τα γέλια σε κάποιον επικήδειο,
να τραβήξει τον πεθαμένο απ’ την κάσα
να τον πάρει μαζί του
να φύγουν κοσμοδρομικά προς τ’ άστρα
μ’ ένα βιολί στο χέρι και να πετάνε
στους πανικόβλητους τηλεθεατές προκηρύξεις από φύλλα ροδακινιάς
και ροδοπέταλα..
Που ξέρεις Στρατηγέ, δεν πέθανε η Ποίηση,
θα αλλάξουν όλα, ας κάνουμε και πάλι υπομονή..
Μην κλείνεις τα μάτια σου Γεώργιε Καραϊσκάκη!
Έχεις πολλά χιλιόμετρα μέσα σου ακόμα..
Κρέμασες το μαύρο γιλέκο σου
σημαία για τις πανέμορφες πουτάνες,
τους νυχτερινούς φορτηγατζήδες
και τα απαράμιλλα όνειρα,
τα αλλιώτικα δικά μας, που στραφταλίζουν
σαν παιδικά ευχαριστώ και δώρα
και γεμίζουν αυτή τη νύχτα,
έτσι που κρέμεται
σφαγμένη κάλτσα απ’ το ταβάνι..
Στρατηγέ η μέγγενη με σφίγγει. Θα τη σπάσω!
Δεν έχω πια παραδοχές..
Αϊτέ παλληκαρά!
Παραμάσχαλα στον ύπνο των δικαίων,
χαλαρωμένος ακουμπάς στο άγριο μέλλον
κι είμαστε όλοι εδώ, παρόντες,
βάλε μας στη σειρά, καμάρωσέ μας,
είμαστε η Λεγεώνα της Παράνομης Ελπίδας:
-Ο Αλκιβιάδης, ο Ρεμπώ, ο Σπάρτακος, ο Βερν,
ο Μαγιακόφσκι, ο Αρτώ, η Φρύνη,
η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Φρανσουά Βιγιόν,
ο Γκεβάρα, η Τζάνις Τζόπλιν,
ο Ροβεσπιέρος, ο Γκουρτζίεφ και ο ΄Αρης,
ο Γκάντι, ο Λουμούμπα, και Εσύ, κι ο Άλντους Χάξλεϋ και ο Τζορντάνο Μπρούνο..
Κι Εγώ ρε μάγκα, εκεί, σε μιαν ακρούλα, ταπεινή!
Θρασύς και απαράδεκτος αλήτης
ντυμένος τη μεταξωτή μου επιτυχία
να ιερουργώ σαν καρμπονάρος συνωμότης
τις νύχτες που οι υπάλληλοι κοιμούνται
σαν σβήσουνε τα φώτα όλης της πόλης,
κι΄ αγγίξουνε τα όρια οι συνθήκες.
Φωτιά να βάζω ύπουλα στον χρόνο
να μη μπορεί να με συλλάβει ο δραγάτης
να κολυμπάω στη βιολετιά μου φαντασία
στα εργαστήρια της υπέρβασης του τρόμου
χιλιομετρώντας το ταξίδι σου το διάφανο
και συμπληρώνοντας ό,τι άφησες στη μέση..
Ε, εσύ, Καραϊσκάκη! Νομίζω, κάτι τρέχει!
Βλέπω ολοκόκκινες ασπίδες να προβάλλουν
βλέπω αρχάγγελους με σκάφανδρα ντυμένους
και οπλισμένους με πανάρχαιες απόψεις
που τις ξεθάβει αρμονικά, ο γέρο-Χρόνος,
να εφτακλειδώνουνε τα μυστικά στο κάστρο,
ως να περάσει των κρετίνων η φοβία
μέχρι να πέσουν στο ταψί, όλα τ’ αστέρια
και να μιλήσουν τα βουνά, που τόσα ξέρουν!
Βλέπω, Καραϊσκάκη μου, ν’ ανθίζει ένα σιχτίρι
το μπαϊράκι μας τινάζουμε και πάλι,
εμείς που ζήσαμε προτού να γεννηθούμε
και γεννηθήκαμε γι’ αυτούς που πάντα ζούνε..
Γεια σου γενναίε Στρατηγέ, κοιμήσου λίγο ακόμα
και με τα χέρια μου θαρθώ να σε ξυπνήσω,
να εναρμονίσουμε το χάος μες στο χάος
και της Αβύσσου να μετρήσουμε το μπόι..
Άγιε Γεώργιε Καραϊσκάκη..
———————————————————-
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΑΤΡΟΠΟΥΛΟΣ