Αθήνα, 23.4.2024
Το Σώμα Ομοτίμων Καθηγητών του ΕΚΠΑ οργάνωσε Συνέδριο με θέμα: «Η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Τα επώδυνα γεγονότα και οι επιπτώσεις τους». Στην ομιλία του, στο πλαίσιο του ως άνω Συνεδρίου, με θέμα «Η προκλητική ατιμωρησία της Τουρκίας ύστερα από 50 χρόνια παράνομης εισβολής και κατοχής στην Κύπρο», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Πρόλογος
Πέρασαν ήδη 50 χρόνια αφότου η Τουρκία εισέβαλε, με βάρβαρο τρόπο και καταπατώνταςκάθε έννοια του Διεθνούς Δικαίου καθώς και όλες τις σχετικές αποφάσεις των οργάνων του ΟΗΕ, στην Μαρτυρική Κύπρο και η προκλητική κατοχή του ενός τρίτου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας δυστυχώς συνεχίζεται. Αυτή η αδιανόητη ατιμωρησία της Τουρκίας -όταν μάλιστα συνοδεύεται και από την ιταμή άρνησή της να δεχθεί επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος κατά τρόπο σύμφωνο με το Διεθνές Δίκαιο και με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο- εκ μέρους της Διεθνούς Κοινότητας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι επιτρεπτό ούτε και ανεκτό να συνεχισθεί.
Ι. Η «συμπόρευση» Τουρκίας και Ρωσίας στην ωμή καταπάτηση του Διεθνούς Δικαίου
Τούτο καθίσταται πλέον κάτι παραπάνω από προφανές και λόγω της τρέχουσας διεθνούς συγκυρίας. Και αναφέρομαι πρωτίστως στην εξίσου βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δοθέντος ότι ουδείς πλέον δικαιούται να παραβλέπει πως η τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο και η κατά τ’ ανωτέρω αδιαφορία -φυσικά κατ’ επιεική έκφραση- της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξαν το «πρότυπο», το οποίο δεν δίστασε να υιοθετήσει η ηγεσία της Ρωσίας προκειμένου να επιτεθεί στην Ουκρανία και να προκαλέσει τον αιματηρό πόλεμο.
Α. Τον πόλεμο ο οποίος συνεχίζεται, με «αόρατη» ακόμη την προοπτική λήξης του και με αδύνατη την εκτίμηση του έως πού μπορεί να οδηγήσει η περαιτέρω κλιμάκωσή του για την Ειρήνη και την Ασφάλεια παγκοσμίως. Ελλάδα και Κύπρος –σε πλήρη αντίθεση προςτην Τουρκία– συμπαραστάθηκαν, συμπαρίστανται και θα συνεχίσουν να συμπαρίστανται, ειλικρινώς και ποικιλοτρόπως ιδίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον δεινώςδοκιμαζόμενο Λαό της Ουκρανίας. Από τώρα όμως, και ιδίως αμέσως μόλις τελειώσει οφρικτός αυτός πόλεμος και ο υπαίτιος εισβολέας πληρώσει το βαρύ τίμημα τουεγκλήματός του, πρέπει να συναγάγουμε, τόσο σ’ επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σ’ επίπεδο Διεθνούς Κοινότητας, τ’ αναγκαία διδακτικά συμπεράσματα. Και δη συμπεράσματα τόσο για τα αίτιά του όσο και για τις επιπτώσεις του.
Β. Υπ’ αυτό το πνεύμα και ως συνεπείς υπέρμαχοι της Ευρωπαϊκής και της ΔιεθνούςΝομιμότητας, Ελλάδα και Κύπρος –κατ’ ουσία δε ο Ελληνισμός, στο σύνολό του– πρέπεινα καταδείξουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στην Διεθνή Κοινότητα, πρωτίστως δεστις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, πόσο μεγάλες είναι οι ευθύνες τους διότι ανέχθηκαν καιανέχονται, για τόσες δεκαετίες, τις επιπτώσεις και τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολήςκαι κατοχής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Της πρώτης τέτοιας ωμήςκαταπάτησης της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας Κράτους–Μέλους τηςΔιεθνούς Κοινότητας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μιας εισβολής πουστοίχισε την ζωή χιλιάδων αθώων θυμάτων, πολλών από τα οποία η τύχη αγνοείται ακόμηκαι σήμερα.
ΙΙ. Οι προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Δυστυχώς, ως τώρα και μολονότι η Κυπριακή Δημοκρατία κλείνει δύο δεκαετίες ως πλήρεςΚράτος–Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) ουδέποτε ενεργοποιήθηκε επαρκώς –και κατ’ εξοχήν υπό όρους πουανταποκρίνονται στην Αρχή της Αλληλεγγύης κυρίως τις διατάξεις του προμνημονευόμενουάρθρου 42 παρ. 7 της ΣΕΕ– υπέρ της Κύπρου και εις βάρος της Τουρκίας. Οι μέσω τηςΚΕΠΠΑ κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας για την πρόδηλη παραβίαση του Ευρωπαϊκού καιτου Διεθνούς Δικαίου εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας απουσιάζουν επιδεικτικώς, ενώουδέποτε η χώρα αυτή πιέσθηκε, ουσιαστικώς, για την υπό όρους Ευρωπαϊκού Δικαίου καιΕυρωπαϊκής Νομιμότητας επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος. Δηλαδή υπό όρουςομοσπονδιακού τύπου Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, όπως απαιτεί το ΕυρωπαϊκόΚεκτημένο. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να επισημανθεί μ’ έμφαση ότι, κατά ταπροαναφερθέντα, λύση του Κυπριακού Ζητήματος νοείται μόνον υπό τις ακόλουθες επτά, κατ’ ελάχιστο, προϋποθέσεις:
Α. Πρώτον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει την πολιτειακή μορφή το πολύΟμοσπονδιακού Κράτους, κατά τα Διεθνή και κυρίως κατά τα Ευρωπαϊκά αντίστοιχαπρότυπα. Ουδεμία μορφή Συνομοσπονδίας, ευθεία ή συγκεκαλυμμένη, είναι ανεκτή. Καιτούτο πρωτίστως διότι πέραν του ότι μια τέτοια «λύση» είναι, εξ ορισμού, «θνησιγενής» και εξυπηρετεί μόνο τις βλέψεις και τα συμφέροντα της Τουρκίας με το ναοδηγεί σε ουσιαστική πολιτειακή αποσύνθεση την Κυπριακή Δημοκρατία, έρχεται σεπλήρη αντίθεση με τον «πυρήνα» του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου. Κυρίως δε μετις διατάξεις της ΣΕΕ, ως προς την πολιτειακή μορφή και την κυριαρχία τωνΚρατών–Μελών της. Πραγματικά, αποτελεί κοινό νομικό και πολιτικό «τόπο» ότιΣυνομοσπονδιακό Κράτος δεν μπορεί να είναι Κράτος–Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δοθέντος ότι δεν δύναται, εκ φύσεως, ν’ ανταποκριθεί, μεταξύ άλλων, στις απαιτήσειςεπαρκούς τήρησης του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.
Β. Δεύτερον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να στηρίζεται, καθ’ ολοκληρία, στιςθεμελιώδεις αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως θεσμικής εγγύησης τηςΕλευθερίας in globo. Άρα ως θεσμικής εγγύησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων τουΑνθρώπου, όχι μόνο κατά το Εθνικό Δίκαιο αλλά και κατά το Διεθνές και το ΕυρωπαϊκόΔίκαιο.
Γ. Τρίτον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει, ως μέλος της Διεθνούς Κοινότητας και τηςΕυρωπαϊκής Ένωσης, μία Διεθνή Νομική Προσωπικότητα.
Δ. Τέταρτον, στην Κυπριακή Δημοκρατία νοείται μία, και μόνον, Ιθαγένεια.
Ε. Πέμπτον, η Κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να είναι πλήρης, μ’ εξίσουπλήρη σεβασμό όλων, ανεξαιρέτως, των διατάξεων του Διεθνούς και του ΕυρωπαϊκούΔικαίου. Τούτο σημαίνει πληρότητα και της stricto sensu Κυριαρχίας της –π.χ. σε ό,τιαφορά την εδαφική της ακεραιότητα, τα σύνορά της, την αιγιαλίτιδα ζώνη της κ.λπ.- καιτης lato sensu Κυριαρχίας της, άρα την πλήρη άσκηση όλων, δίχως οιαδήποτε διάκριση, των Κυριαρχικών της Δικαιωμάτων, μ’ επίκεντρο τα Δικαιώματά της επί του συνόλου τωνΘαλάσσιων Ζωνών της κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση του MontegoBay του 1982), π.χ. επί της Υφαλοκρηπίδας της και της Αποκλειστικής ΟικονομικήςΖώνης της. Ουδεμία δε επιρροή ασκεί επ’ αυτού το ότι η Τουρκία δεν έχει προσχωρήσειστην ως άνω Διεθνή Σύμβαση, αφού αυτή, κατά την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίουτης Χάγης, παράγει διεθνώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοιισχύουν erga omnes.
ΣΤ. Έκτον –και κατά συνέπεια– επί της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είναι επιτρεπτό ναπαραμένουν, κατ’ ουδένα τρόπο, στρατεύματα κατοχής ούτε να ισχύουν, επίσης κατ’ουδένα τρόπο, εγγυήσεις τρίτων. Και στις «εγγυήσεις» αυτές περιλαμβάνονταιενδεχόμενες «εγγυήσεις» και της Μεγάλης Βρετανίας, ιδίως αφότου συντελέσθηκε τοBrexit.
Ζ. Και, έβδομον, τα προαναφερόμενα συνεπάγονται ότι από την Κυπριακή Δημοκρατίαπρέπει ν’ αποχωρήσουν, χωρίς προϋποθέσεις, οι «έποικοι», τους οποίους εγκατέστησεπαρανόμως, σύμφωνα μάλιστα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τωνΔικαιωμάτων του Ανθρώπου, η Τουρκία και να επανέλθουν οι αναγκαστικώςαποχωρήσαντες από τις εστίες τους, λόγω της τουρκικής εισβολής, πρόσφυγες, ανακτώντας πλήρως όλα τα κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων τουΑνθρώπου αλλά και κατά τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης Δικαιώματά τους.
Επίλογος
Όσο για την Διεθνή Κοινότητα και τον ΟΗΕ, η κατ’ αποτέλεσμα «ισότιμη» αντιμετώπισηΤουρκίας και Κύπρου –δηλαδή του «θύτη» με το «θύμα» της τουρκικής εισβολής και κατοχής– κατά την λογική της ανοχής των ατέρμονων και κενών περιεχομένου συζητήσεων μεταξύ τωνδύο μερών, δείχνει πόσο στις μέρες μας το Διεθνές Δίκαιο, με αποκλειστική ευθύνη της ίδιαςτης Διεθνούς Κοινότητας και του ΟΗΕ, συντίθεται όχι τόσο από leges perfectae, αλλά σεπολλές περιπτώσεις από leges minus quam perfectae ή και leges imperfectae. Ελλάδα καιΚύπρος, λοιπόν, στέλνοντας το μήνυμα ότι δεν είναι διατεθειμένες να δεχθούν αυτή τηνοιονεί «χειμέρια νάρκη» της ΚΕΠΠΑ και της Διεθνούς Νομιμότητας πρέπει να θέσουν, ωςΚράτη–Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Κοινότητας, προ των ευθυνών τουςτους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς και εκείνους της Διεθνούς Κοινότητας επισημαίνοντας, χωρίςπεριστροφές, υποχωρήσεις και υπαναχωρήσεις, και τα εξής: Όπως όλοι στεκόμαστε σήμεραστο πλευρό της Ουκρανίας, καταδικάζοντας απεριφράστως και εμπράκτως το πολεμικόέγκλημα της Ρωσίας, στην ίδια γραμμή υπεράσπισης της Ευρωπαϊκής και της ΔιεθνούςΝομιμότητας πρέπει να καταδικασθεί –με χρησιμοποίηση του veto αν χρειασθεί σεμελλοντικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ– απεριφράστως καιεμπράκτως και η συνεχιζόμενη εγκληματική τακτική της Τουρκίας εις βάρος της ΜαρτυρικήςΚύπρου. Διότι η επιλεκτική εφαρμογή της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότηταςοδηγεί, μοιραίως, στην ουσιαστική αναίρεσή τους.»