Ήταν 23 Απριλίου του 1827 όταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης άφηνε την τελευταία του πνοή.
Εξακολουθεί βέβαια να αιωρείται ένα πέπλο μυστηρίου αναφορικά με τα αίτια του θανάτου του. Νευρικός, οξύθυμος, αθυρόστομος, με ατσάλινη θέληση και οξυμμένο κριτικό πνεύμα ο Καραϊσκάκης έμελλε να αφήσει αναλλοίωτο το αποτύπωμά του στην Ελληνική Επανάσταση. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια, αλλά ακόμη και σε υποκίνηση των Άγγλων, που ήθελαν τον περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, συνοπολογίζοντας και τον μεγάλο του αντίπαλο, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Ήταν 21 Απριλίου 1827 όταν οι ελληνικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει στο Φάληρο για να αντιμετωπίσουν σε μία ακόμα μάχη τον Κιουταχή. Την αρχιστρατηγία είχαν αναλάβει οι Άγγλοι φιλέλληνες Ριχάρδος Τσορτς και ο Τόμας Κόχραν, με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας. Ωστόσο ο Καραϊσκάκης είχε διαφωνήσει με το σχέδιο της κατά μέτωπο επίθεσης και είχε αποσυρθεί στην σκηνή του άρρωστος.
Την επομένη, Έλληνες στρατιώτες επιτέθηκαν χωρίς διαταγή κατά του στρατοπέδου του Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης δεν έμεινε αμέτοχος! Προκειμένου να μην γενικευτεί η σύγκρουση, βγήκε από την σκηνή του και κατευθύνθηκε έφιππος προς το σημείο της συμπλοκής γύρω στις 4 το απόγευμα. Τότε όμως, μία σφαίρα τον βρήκε στο υπογάστριο και τον τραυμάτισε σοβαρά.
Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι. Ακολούθησε ένας τιτάνιος αγώνας από την πλευρά των γιατρών για να τον κρατήσουν στη ζωή, ωστόσο το τέλος πλησίαζε. Ο οπλαρχηγός αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε την διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής, ο Αρχιστράτηγος υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα, όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Μία ημέρα μετά, οι Έλληνες με πεσμένο ηθικό και κακή στρατηγική, υπέστησαν συντριπτική ήττα στη Μάχη του Αναλάτου από τον Κιουταχή, ο οποίος κατέστειλε την επανάσταση στην Στερεά.
Σύσσωμο το έθνος θρήνησε την απώλεια Καραϊσκάκη, η οποία χαρακτηρίστηκε αναντικατάστατη. Επρόκειτο για έναν αδύνατο, φιλάσθενο (έπασχε από φυματίωση), μέτριο ως προς το ανάστημα, υβριστή άνδρα που όμως έμελλε να αφήσει αναλλοίωτο το αποτύπωμά του. Ο Καραϊσκάκης είχε χαλύβδινη θέληση, δύναμη σκέψης και κριτικής και ιδιαίτερη ικανότητα στην ταχύτατη λήψη αποφάσεων και εκτέλεση αυτών. Σύμφωνα με τα όσα έλεγε ο ίδιος, ο χαρακτήρας του τον έκανε να είναι άλλοτε άγγελος και άλλοτε διάβολος.
Γεννήθηκε το 1782 και ήταν νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά, πρώτης εξαδέλφης του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια (γι’ αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς»). Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Ίσκος ή Καραΐσκος, από φημισμένη οικογένεια σαρακατσάνικης καταγωγής, που ανέδειξε πολλούς στρατιωτικούς και πολιτικούς.
Δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος, επίσης, ο τόπος γέννησης του Καραϊσκάκη. Οι πρώτοι του βιογράφοι είτε δεν αναγράφουν τον τόπο γέννησης, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές όπως ότι γεννήθηκε σε σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσας ή σε μοναστήρι στη Σκουληκαριά.
Η επιτροπή που συνέστησε το υπουργείο Εσωτερικών το 1927, προκειμένου να επιλύσει το θέμα της γενέτειράς του, κατέληξε στην επίσημη αναγόρευση του Μαυρομματίου ως γενέτειρας του Καραϊσκάκη. Παρ’ όλα αυτά το 1997, στα πλαίσια του σχεδίου Καποδίστριας, αποφασίστηκε να δοθεί το όνομα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στον νεοσύστατο δήμο του νομού Άρτας στον οποίο υπάγεται έως σήμερα η Σκουληκαριά και το 2005 με προεδρικό διάταγμα καθιερώθηκε επίσημα στη Σκουληκαριά δημόσια εορτή τοπικής σημασίας, προς τιμήν του Καραϊσκάκη, εντείνοντας περαιτέρω την διαμάχη ως προς τον τόπο γέννησης του ήρωα.
Το επίθετό του είναι χαϊδευτικό υποκοριστικό του Καραΐσκος, που έφερε ο πατέρας του, Δημήτριος Ίσκος ή Καραΐσκος, Καράς επειδή ήταν μελαμψός. Πρόκειται για σύνθετη λέξη από το τουρκικό kara – που σημαίνει μαύρος – και το παλαιότερο οικογενειακό όνομα Ίσκος.
*Με πληροφορίες από Wikipedia