Αποκαλυπτικές λεπτομέρειες για το πώς «ξεπλύθηκαν από το Ναζιστικό τους παρελθόν μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις, δημοσιεύει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Χαρβαλιάς στην 4η έκδοση του βιβλίου του «Γιαβόλ»που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πεδίο».
Η 4η έκδοση του «Γιαβόλ» είναι εμπλουτισμένη με επιπλέον 150 σελίδες.Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνονται απίστευτα για πολλούς, ιστορικά στοιχεία για το πώς οι Ναζί ολιγάρχες ξανάχτισαν μεταπολεμικά τις αυτοκρατορίες τους.
Η Ναυτεμπορική εξασφάλισε αποκλειστικά και κάνει προδημοσίευση ενός αποσπάσματος από την αναθεωρημένη 4η έκδοση του « Γιαβόλ»,που αναμφίβολα θα συζητηθεί.
Ο Γιώργος Χαρβαλιάς αποκαλύπτει ότι υπάρχουν πραγματικοί γερμανικοί κολοσσοί με μετόχους που προέρχονται από εξέχουσες οικογένειες ανθρώπων του χιτλερικού περιβάλλοντος.
Γράφει ο Γιώργος Χαρβαλιάς:
«Σε μια διαδικτυακή παρέμβαση που έγινε στο πλαίσιο διεθνούς εμπορικής διάσκεψης τον Μάιο του 2019 στο Αμβούργο, η κληρονόμος της ιστορικής βιομηχανίας μπισκότων Μπάλσεν (Bahlsen)που σήμερα απασχολεί 2500 χιλιάδες υπαλλήλους και έχει έσοδα που υπερβαίνουν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ, κατέπληξε ακόμη και την γερμανική κοινή γνώμη με την αυθάδεια της.
Μόλις στα 25 χρόνια της η Βερένα Μπάλσεν (Verena Bahlsen), θεώρησε σκόπιμο να αυτοπροσδιορισθεί ως «ευτυχής καπιταλίστρια» που της αρέσει να ξοδεύει τα μετοχικά της μερίσματα για να αγοράζει αγαθά που την κάνουν να περνάει ωραία, όπως πανάκριβα ιστιοπλοϊκά γιότ.
Κάποιοι έβαλαν τα γέλια, αλλά κάποιοι άλλοι θυμήθηκαν ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση ζαχαροπλαστικής, στην διάρκεια της ναζιστικής περιόδου απασχολούσε εκατοντάδες γυναίκες από την Ουκρανία και την Πολωνίαπου είχαν μεταφερθεί ως αιχμάλωτες για υποχρεωτική εργασία στις γερμανικές φάμπρικές. Όπως ήταν φυσικό τα επικριτικά σχόλια άρχισαν να φουντώνουν στα social media και η νεαρή κληρονόμος σκέφτηκε να απαντήσει μέσω της κατάλληλης για τέτοιες δουλειές εφημερίδας Bild. Η απάντηση όμως ήταν ακόμη πιο ατυχής από την αρχική δήλωση: «Αυτά έγιναν πριν γεννηθώ»,είπε, «και στο κάτω-κάτω οι εισαγόμενες εργάτριες πληρώνονταν όσο οι Γερμανίδες και τους φερόμασταν καλά…Η εταιρεία μας δεν έχει λόγους να αισθάνεται ενοχές».
Το γεγονός ότι και τα τρία αδέλφια Μπάλσεν που έτρεχαν την εταιρεία εκείνη την περίοδο ήταν μέλη του Ναζιστικού κόμματος και χρηματοδότες των Ες-Ες, αλλά και ότι φρόντισαν το 1942 να υφαρπάξουν μία αντίστοιχη βιομηχανία μπισκότων στον Κίεβα, μεταφέροντας όλο σχεδόν το εργατικό προσωπικό της στο Ανόβερο, δεν συνιστούσε λόγο προς απολογία, κατά την αντίληψη της σημερινής απογόνου της οικογένειας.
Οι δηλώσεις της Βερένα Μπάλτσερ στη Bild βεβαίως προκάλεσαν νέο σάλο και η διοίκηση της εταιρείας αναγκάστηκε να προσλάβει διακεκριμένους Γερμανούς ιστορικούς για να διερευνήσουν το ναζιστικό παρελθόν των Μπάλσεν και να καταλήξουν στο συμπέρασμα, ότι ναι μεν ήταν μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά όχι δα και…πρώτης γραμμής!
Η μικρή αυτή ιστορία είναι ενδεικτική του σύγχρονου «ξεπλύματος» μεγάλων γερμανικών επιχειρήσεων από το ναζιστικό τους παρελθόν και βεβαίως-για όσους πιστεύουν στις συμπτώσεις-πρόσθετα ενδιαφέρουσα αν αναλογισθεί κανείς ότι ο μάνατζερ που κατάφερε να γιγαντώσει διεθνώς την μπισκοτοποιϊα Μπάλσεν, στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 δεν ήταν άλλος από τον τεχνοκράτη ανώτερο υπάλληλο της Κομισιόν και αργότερα πολιτικό του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, Ερνστ Αλμπρεχτ. Τον πατέρα δηλαδή της σημερινής Προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλας φον ντε Λάιεν!
Και αν η βιομηχανία τροφίμων Μπάλσεν θεωρείται ένα μεσαίο επιχειρηματικό μέγεθος, υπάρχουν και πραγματικοί γερμανικοί κολοσσοί με μετόχους που προέρχονται από εξέχουσες οικογένειες ανθρώπων του χιτλερικού περιβάλλοντος. Κορυφαίο παράδειγμα η «Βαυαρική Βιομηχανία Κινητήρων», η γνωστή σε όλους μας BMW που υπήρξε ουσιαστικό δημιούργημα της οικογενειακής δυναστείας των Κουάντ (Quandt).
Ο πατριάρχης, Γκίντερ Κουαντ που στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο πλούτισε προμηθεύοντας τις στολές του γερμανικού αυτοκρατορικού στρατού, υπήρξε σύζυγος της περιβόητης Μάγδας Γκέμπελς(Magda Goebbels) πριν αυτή ερωτευθεί παράφορα τον διαβόητο προπαγανδιστή του ναζιστικού καθεστώτος. Αυτό δεν τον εμπόδιζε όμως να περιφέρεται στην αυλή του Χίτλερ, ως πολιτικός υποστηρικτής και φυσικά γενναιόδωρος χρηματοδότης, διατηρώντας τυπικές-αν και δηλητηριώδεις- σχέσεις ακόμη και με τον ίδιο τον Γκέμπελς.
Αυτές τις σχέσεις επικαλέστηκε όταν το 1946 συνελήφθη ως ύποπτος συνεργασίας με τους Ναζί, υποστηρίζοντας ότι τον εξανάγκασε να γραφτεί στο κόμμα ο ίδιος ο Γκέμπελς! Οι Αμερικανοί ανακριτές του πείσθηκαν, παρότι αν διάβαζαν το ημερολόγιο του Γκέμπελς που μιλούσε απαξιωτικά για τον Κουάντ, θα διαπίστωναν ότι ο ίδιος ο μεγιστάνας παρακαλούσε να γίνει μέλος των Ναζί για να μπορεί να κάνει ευκολότερα τις δουλειές του με το γερμανικό δημόσιο. Και από τότε που έγινε μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος δεν σταμάτησε να διαφημίζει την λατρεία του για τον Χίτλερ και να προσφέρει δωρεές στο ταμείο των Ες-Ες.
Ο ανήσυχος Ολλανδός δημοσιογράφος Ντέηβιντ ντε Γιόγκ που ξεσκονίζει το οικογενειακό παρελθόν των σημερινών Γερμανών δισεκατομμυριούχων με το αποκαλυπτικό του βιβλίο, αναφέρει ένα απίθανο περιστατικό στα 60α γενέθλια του Γκίντερ Κουάντ. Ηταν Ιούλιος του 1941, η ατμόσφαιρα ήταν ακόμη θριαμβευτική και ο Γερμανός μεγαλοβιομήχανος αποφάσισε να οργανώσει μια λαμπρή δεξίωση στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο Esplanade του Βερολίνου.
Εκείνη την περίοδο τα εργοστάσια της οικογένειας Κουάντ είχαν στρατευθεί στην πολεμική προσπάθεια τροφοδοτώντας την Βέρμαχτ με μία σειρά προιόντων που ξεκινούσαν από τα διάσημα πιστόλια Λούγκερ (Luger P08) και έφταναν σε μπαταρίες για τα γερμανικά υποβρύχια μέχρι και στολές για τους φαντάρους της Βέρμαχτ.
Όπως ήταν φυσικό ανάμεσα στους 130 και πλέον καλεσμένους του επίσημου δείπνου βρέθηκαν εξέχουσες φυσιογνωμίες του Ναζιστικού Κόμματος, αλλά και η αφρόκρεμα της γερμανικής επιχειρηματικής άρχουσας τάξης. Από αυτή την εκλεκτή σύναξη δεν θα μπορούσε να λείπει και εκπρόσωπος της Ντόιτσε Μπανκ με την οποία ο Κουάντ είχε στενή διαπλοκή αφού μετείχε στο διοικητικό της συμβούλιο ως μεγάλος «πελάτης». Από την πλευρά της η Τράπεζα είχε στείλει στα διοικητικά συμβούλια του ομίλου των επιχειρήσεων Κουάντ, ποιόν λέτε; Τον μουστακοφόρο αριστοκράτη Χέρμπαν Αμπς! Τον μετέπειτα οικονομικό σύμβουλο του Αντενάουερ που στην διάρκεια του πολέμου άρπαζε τις εβραικές τράπεζες και αργότερα με το «κόλπο της ζωής» του, κατάφερε στην Διάσκεψη του Λονδίνου να απαλλάξει την Γερμανία από τις πολεμικές επανορθώσεις.
Ο Αμπς λοιπόν που εκείνη την περίοδο μετείχε σε…44 διαφορετικά διοικητικά συμβούλια και περιγράφεται στο βιβλίο του Ολλανδού ερευνητή ως «κινητήριος μοχλός» της γερμανικής τραπεζικής λεηλασίας στην Ευρώπη, στο τέλος του λουκούλλειου δείπνου, σηκώθηκε χτυπώντας τα μαχαιροπήρουνα στο πιάτο του για να κάνει την επίσημη πρόποση προς τιμήν του ολιγάρχη φίλου του: «Κατάφερες να πετύχεις μία επιτυχημένη μετάβαση στη νέα εποχή που χαράχτηκε το 1933 ως αποτέλεσμα των επιδέξιων τακτικών και των ειδικών ικανοτήτων σου», είπε για να προσθέσει αμέσως μετά: «Όμως το πιο εξαιρετικό σου γνώρισμα είναι η πίστη στη Γερμανία και τον Φύρερ!».
Είναι λοιπόν πραγματικά απορίας άξιον πως ο Γκίντερ Κουάντ, ένας καραμπινάτος Ναζί, κατάφερε να αποφύγει την δίωξη μεταπολεμικά,προβάλλοντας παιδαριώδεις ισχυρισμούς που παραπέμπουν στο…ολίγον έγκυος. Είναι εξίσου παράδοξο ότι όσοι τον ανέκριναν μεταπολεμικά, μάλλον δεν σκέφτηκαν να τον ρωτήσουν τι απέγιναν οι δεκάδες χιλιάδες «μεταφερόμενοι σκλάβοι» που απασχολούσε στα εργοστάσια του, αρκετοί εκ των οποίων εκτελέστηκαν σε ένα πρόχειρο στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχε στηθεί στις εγκαταστάσεις της βιομηχανίας μπαταριών AFA του Αννόβερου (τις πολύ γνωστές μας σήμερα μπαταρίες VARTA).
Για κάποιους μήνες ο Γερμανός μεγιστάνας περιφερόταν σε στρατόπεδα κράτησης και αμερικανικά στρατιωτικά νοσοκομεία μέχρι που ένα γερμανικό δικαστήριο έκρινε και αυτόν τον βασικό χορηγό των Ες-Ες και της Γκεστάποως…απλό συνοδοιπόρο, απαλλάσσοντας τον από ποινικές ευθύνες. Το 1948, ο Κουάντ αφέθηκε στην ησυχία του, χωρίς να αποδοθεί οποιαδήποτε κατηγορία εις βάρος του και επέστρεψε ήσυχός στην εργασία του.
Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1954 στην διάρκεια ενός χριστουγεννιάτικου ταξιδιού αναψυχής μέσα στην σουίτα στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο Mena House του Καίρου. Λίγες μέρες αργότερα, στην τελετή ταφής του τον επικήδειο εκφώνησε ο ισχυρός άνδρας της Ντόιτσε Μπάνκ, ο γνωστός μας, Χέρμαν Αμπς που πριν 23 χρόνια, εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ της γιορτής για τα 60 γενέθλια του Γκίντερ Κουάντ, είχε κάνει την περίφημη πρόποση. Ελάχιστοι την θυμόνταν. Αλλά ο ίδιος φρόντισε να προστατευθεί αλλάζοντας το τροπάριο. Αυτή τη φορά ο μακαρίτης πλέον Κουάντ ήταν «ο άνθρωπος που ποτέ δεν υποτάχθηκε με δουλοπρέπεια στην αυταρχικότητα του καθεστώτος»! […]
Εντυπωσιακά λιγότερο προβεβλημένη, ως προς τις ναζιστικές της καταβολές, υπήρξε η επιχειρηματική ιστορία του ιδρυτή της Φόλκσβάγκεν και την Πόρσε, Φέρντιναντ Πόρσε (Ferdinand Porsche) που κατάφερε να φτιάξει έναν παραγωγικό κολοσσό στον χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας, εξοστρακίζοντας τον Εβραίο συνεταίρο του.
Ο Φέρντιναντ Πόρσε, ένας ταλαντούχος, αλλά όχι ιδιαίτερα διάσημος σχεδιαστής και μηχανικός αυτοκινήτων, ιδρυτής της ομώνυμης μάρκας, κατάφερε να εκμεταλλευθεί το πάθος του Χίτλερ για τα αυτοκίνητα και ιδιαίτερα το όραμα του για την κατασκευή ενός οικονομικού μοντέλου μαζικής παραγωγής, προσιτού στις μεσαίες τάξεις: το γερμανικό «αυτοκίνητο του λαού».
Aτυχώς για τον Πόρσε, ο Χίτλερ που νόμιζε ότι ήξερε τα πάντα για τα αυτοκίνητα χωρίς να έχει αποκτήσει ούτε δίπλωμα οδήγησης, κάπου διάβασε ότι ο αγαπημένος του Αμερικανός βιομήχανος, ο αντισημίτης, Χένρυ Φόρντ, είχε ήδη λανσάρει το «αυτοκίνητο των 1000 δολαρίων»! Λίγους μήνες αφότου ανέλαβε την εξουσία, φώναξε εσπευσμένα τον Γερμανό εφευρέτη και άρχισε να του δίνει διαταγές: Το «αυτοκίνητο του λαού» έπρεπε να κατασκευαστεί γρήγορα. Να είναι τετραθέσιο, αερόψυκτο, με κινητήρα ντίζελ και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς. Το κυριότερο όμως, να μην κοστίζει πάνω από 1000 μάρκα!
Ο Πόρσε παραλίγο να λιποθυμήσει, αλλά δεν μπορούσε να πει τίποτα. Εχοντας την εντολή του Φύρερ στη τσέπη απευθύνθηκε στην γερμανική Ενωση Αυτοκινητοβιομηχάνων που θα χρηματοδοτούσε το εγχείρημα με μεγάλο δισταγμό, αφενός επειδή δεν το πίστευε, κυρίως όμως επειδή ο 55χρονος δημιουργός του, που έμοιαζε με καλοκάγαθο συνοικιακό μπακάλη, δεν υπήρξε ποτέ προβεβλημένο μέλος της. Επιπλέον υπήρχε το εμπόδιο ότι ο περισσότερο γνωστός συνεταίρος του Πόρσε, ο Αντολφ Ρόζενμπέργκερ (Adolf Rosenberger), πρώην πιλότος αγωνιστικών μοντέλων της Μερσεντές, ήταν Εβραίος.
Το πρόβλημα λύθηκε γρήγορα από τον δαιμόνιο γαμπρό του Πόρσε, τον Αντον Πίεχ (Anton Piech), έναν αδίστακτο Αυστριακό δικηγόρο που κατάφερε να βάλει τη Γκεστάπο να συλλάβει τον Ροζενμπέργκερ και αργότερα να του αποσπάσει το εταιρικό του μερίδιο, εκβιαστικά, έναντι πινακίου φακής, αναγκάζοντας τον να καταφύγει στις ΗΠΑ.
Συγκρατείστε την περίπτωση του Πιέχ γιατί, μαζί με τον γιό του Πόρσε, τον νεαρό πλέι μπόι Φέρι (Ferry Porsche), που ήταν ο επίσημος «δοκιμαστής» των νέων μοντέλων, υπήρξαν οι πιο σκληροί δυνάστες ξένων εργατών. Ηταν οι άνθρωποι -πρωτίστως ο Αυστριακός- που επέβλεπαν την λειτουργία της τεράστιας παραγωγικής μονάδας η οποία φτιάχτηκε για την κατασκευή των Φολκβάγκεν και φυσικά βασίστηκε στην εισαγόμενη καταναγκαστική εργασία αιχμαλώτων του Τρίτου Ράιχ.
Αντί για δέκα μήνες που είχε στο μυαλό του ο Χίτλερ, χρειάστηκαν περίπου τρία χρόνια και σχεδόν δύο εκατομμύρια μάρκα για να κατασκευαστεί ένα αξιοπρεπές πρότυπο που θα μπορούσε να αποτελέσει το «λαικό» μοντέλο μαζικής αναπαραγωγής. Στις 26 Μαίου 1938 ενώπιον πενήντα χιλιάδων θεατών εγκαινιάστηκε το πελώριο εργοστάσιο της Φολκσβάγκεν, στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας, μια περιοχή ως τότε άσημη, που λεγόταν Βόλσφμπουργκ (Wolsfburg). Και ο 28χρονος γιός του Πόρσε, που την ίδια χρονιά είχε σπεύσει να ενταχθεί στα Ες-Ες, περήφανος μέσα στη καλοραμμένη στολή του, υποδύθηκε τον ρόλο του σοφέρ για μία σύντομη βόλτα του Φύρερ με το καινούργιο «αμάξι του λαού», ενώπιον ενός πλήθους που παραληρούσε.
Προς μεγάλη απογοήτευση του εφευρέτη του, εκείνο το θρυλικό τετράτροχο δεν ονομάστηκε ούτε Πόρσε, ούτε Φολκσβάγκεν, αλλά χάρις σε μια αλλοπρόσαλλη έμπνευση του Χίτλερ, βαφτίστηκε με το γελοίο μότο «Δύναμη μέσα απ΄τη Χαρά» των ναζιστικών οργανώσεων που φυσικά δεν μπορούσε να ταιριάξει σε μάρκα αυτοκινήτου. Ομως κι αυτό μικρή σημασία αποδείχτηκε ότι είχε. Γιατί τελικά το καμπυλόγραμμο δημοφιλές μοντέλο της εταιρείας καθιερώθηκε ως «σκαραβαίος» ή «σκαθάρι» από το σχήμα του, καθώς έτσι το ονόμασε στην ανταπόκριση του ο δημοσιογράφος των Νιου Γιορκ Ταιμς που παρακολούθησε εντυπωσιασμένος την εκδήλωση των εγκαινίων.
Το πρώτο εκείνο μοντέλο του «σκαραβαίου» γνώρισε τεράστια επικοινωνιακή, αλλά όχι εμπορική δόξα. Οι παραγγελίες εκατοντάδων χιλιάδων Γερμανών πολιτών έμειναν στη μέση γιατί στο μεταξύ προέκυψε ο πόλεμος. Και ο τεράστιος βιομηχανικός κόμβος χιλιάδων στρεμμάτων που αρχικά είχε στηθεί για τις ανάγκες της Φολκσβάγκεν μεταβλήθηκε γρήγορα σε μία πραγματική πόλη, με την μεταφορά ενός τεράστιου πλήθους ξένων εργατών. Είναι το σημερινό Βόλσφμπουργκ όπου εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να στεγάζει τα κεντρικά γραφεία της μεγάλης γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας.
Γρήγορα ο Φέρντιναντ Πόρσε βρέθηκε να κατασκευάζει αντί για «αυτοκίνητα του λαού», οχήματα μεταφοράς στρατιωτικού προσωπικού, τα περίφημα ανοιχτά τζίπ Κubelwagen που βλέπουμε στις πολεμικές ταινίες, ακόμη και άρματα μάχης-τα τελευταία χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ο ίδιος ως εφευρέτης που ενδιαφερόταν για οτιδήποτε «αυτοκινείται», και λιγότερο για την ναζιστική ιδεολογία, στρατεύθηκε ασμένως στην πολεμική προσπάθεια. Ο γιός του, επίτιμο πλέον μέλος των Ες-Ες, ανέλαβε να επιδείξει προσωπικά νέα «αμφίβια» μοντέλα για το ρωσικό μέτωπο στον πανευτυχή Φύρερ που αναρωτιόταν αν θα έχουν…κουνουπιέρες για τους στρατιώτες.
Και ο αδίστακτος γαμπρός του, Αντον Πίεχ φανατικός Ναζί που επίσης προς το τέλος του πολέμου εντάχθηκε στα Ες-Ες, ανέλαβε την διοίκηση ολόκληρης της γιγαντιαίας βιομηχανικής μονάδας που είχε φτιαχτεί, αρχικά για την παραγωγή των επιβατηγών Φολκσβάγκεν.
Το βιομηχανικό σύμπλεγμα στο Βόλσφμπουργκ αποδείχτηκε στρατηγικής σημασίας αφού κατασκεύαζε βαρύ στρατιωτικό εξοπλισμό, αντιαρματικές νάρκες, μπαζούκας αλλά και συμβατικά βλήματα τεχνολογικής αιχμής όπως οι ιπτάμενες βόμβες “V-1” που ήταν ένα είδος πρώιμου πυραύλου τύπου Κρουζ. Ομως για την λειτουργία εκείνων των εργοστασίων χρειάζονταν τεράστια αποθέματα ανθρώπινου δυναμικού. Που φυσικά τα προσέφεραν οι μεταφερόμενοι αιχμάλωτοι των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής,Πολωνοί, Ρώσοι, αλλά και Γάλλοι ή Βέλγοι.
Χιλιάδες από αυτούς τους σύγχρονους δούλους άφησαν τα κόκκαλα τους στο Βόλφμπουργκ. Το χειρότερο όμως είναι ότι μαζί τους αφέθηκαν να πεθάνουν και περισσότερα από 350 νεογέννητα ξένων γυναικών (πολλές από τις οποίες είχαν υποστεί βιασμό )καθώς υποχρεώνονταν να προσέλθουν στην καταναγκαστική εργασία τους, μόλις δύο εβδομάδες μετά τον τοκετό, αφήνοντας τα μωρά στην τύχη τους. […]
Θα μπορούσα να συνεχίσω με πλήθος άλλα παραδείγματα κορυφαίων Ναζιστών βιομηχάνων και επιχειρηματιών που κατάφεραν ανενόχλητοι μεταπολεμικά να ξαναστήσουν τις αυτοκρατορίες τους και να τις κληροδοτήσουν στους απογόνους τους χωρίς ποτέ να λογοδοτήσουν για τα εγκλήματα τους, κυρίως την μαζική χρήση της καταναγκαστικής εργασίας. Αλλά αυτή η κατηγορία επιχειρηματικών «βαμπίρ» δεν αποτελεί το κύριο θέμα αυτού του βιβλίου.
Επιγραμματικά απλώς να θυμίσω ότι οι Γερμανοί Ναζί ποτέ δεν αποσύρθηκαν κι από τον χώρο του life style ή της μόδας.
Μάλλον λίγοι γνωρίζουν ότι οι τσάντες με την φίρμα BOSS που κρατούν καμαρώνοντας ακόμη και πολιτικοί δημοκρατικών πεποιθήσεων μνημονεύουν το όνομα του ιδρυτή της γερμανικής εταιρείας ένδυσης, του υφασματοποιού Ούγκο Μπος (Hugo Boss) που έραβε τις στολές για όλη την γκάμα της ναζιστικής ιεραρχίας. Από τον ίδιο τον Φύρερ και τους στρατηγούς της Βέρμαχτ, μέχρι τη Χιτλερική νεολαία και τους τραμπούκους με τα καφέ πουκάμισα στα τάγματα εφόδου.
Ο Ούγκο Μπος υπήρξε μέλος του ναζιστικού κόμματος από το 1931 και χορηγός των παραστρατιωτικών ναζιστικών ομάδων. Ο ίδιος επιμελήθηκε τις μαύρες στολές και τις δερμάτινες καμπαρντίνες των Ες-Ες και της Γκεστάπο. Φυσικά και τα δικά του εργοστάσια παραγωγής βασίστηκαν στηνκαταναγκαστική εργασία, ακόμη και Γάλλων αιχμαλώτων.
Μεταπολεμικά ο Μπος συνελήφθη και χαρακτηρίστηκε συνεργάτης των Ναζί…μικρομεσαίας εντάσεως. Αρχικά του επιβλήθηκε πρόστιμο και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Θεωρητικά του απαγορεύτηκε και να επαναδραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά. Φυσικά οι περιορισμοί έμειναν στα χαρτιά.
Πέθανε το 1948 και ο γαμπρός του που παρέλαβε τα κλειδιά έστησε τον γνωστό οίκο μόδας χωρίς να θεωρήσει σκόπιμο ούτε να αλλάξει το όνομα που σήμερα κοσμεί τις πολύχρωμες βιτρίνες στα εμπορικά κέντρα όλου του κόσμου αποκρύπτοντας το βρώμικο παρελθόν του. […]»