Ο Αντώνης Τρίτσης υπήρξε οραματιστής και χαρισματικός πολιτικός, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ, υπουργός ΠΕΧΩΔΕ (1981-1984) και Παιδείας (1986-1988), αρχηγός κόμματος (ΕΡΚ) και Δήμαρχος Αθηναίων (1991-1992) με τη σημαία της Νέας Δημοκρατίας. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες – πολεοδόμους της Ελλάδας, με σημαντική αναγνώριση και στο εξωτερικό. Έμεινε στην ιστορία για δύο νομοθετήματά του, το νόμο-τομή για την πολεοδομική ανασυγκρότηση της χώρας (1337/83) και το νόμο για την εκκλησιαστική περιουσία (1700/87), που όμως έμεινε στα χαρτιά.
Ο Αντώνης Τρίτσης γεννήθηκε το 1937 στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και συνέχισε τις σπουδές του ως υπότροφος του Ιδρύματος Φουλμπράιτ στις ΗΠΑ, στη διάσημη σχολή Πολεοδομίας Χωροταξίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου του Ιλινόις, όπου το 1969 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Μετά τη Μεταπολίτευση δίδαξε χωροταξία στο Μεταπτυχιακό Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου.
Από τα νεανικά του χρόνια ασχολήθηκε με τον κλασικό αθλητισμό και συγκεκριμένα με το άθλημα του δεκάθλου. Με τη φανέλα του Παναθηναϊκού αναδείχθηκε πρωταθλητής Ελλάδας, πέτυχε πανελλήνια ρεκόρ και διακρίθηκε σε Βαλκανικούς Αγώνες.
Η άλλη μεγάλη του αγάπη ήταν τα ταξίδια. Ταξίδεψε σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη, αφού ένα από τα ενδιαφέροντά του ήταν η Φυσική Γεωγραφία και η Αρχαιολογία. Μιλούσε άπταιστα τέσσερις ξένες γλώσσες (αγγλικά, ισπανικά, γαλλικά και ιταλικά) και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη φωτογραφία. Ίδρυσε το ADI-CONSULT (Auto – Development International Consulting System: Διεθνές Συμβουλευτικό Σύστημα Αυτοανάπτυξης), ένα πολυεθνικό συμβουλευτικό σύστημα, στελεχωμένο με ειδικούς, που επικέντρωνε την προσοχή του στην εθνική και τοπική αυτοανάπτυξη. Ήταν, επίσης, μέλος του Διεθνούς Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών.
Με την πολιτική ασχολήθηκε αμέσως μετά την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών μέσα από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 εκλέχθηκε βουλευτής Κεφαλλονιάς και Ιθάκης και επανεκλέχθηκε στις εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985.
Στις 21 Οκτωβρίου 1981 ορκίστηκε υπουργός Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος στην πρώτη «Κυβέρνηση της Αλλαγής» του Ανδρέα Παπανδρέου και παρέμεινε στη θέση του έως τις 21 Σεπτεμβρίου 1984, οπότε με τρίτο πρωθυπουργικό ανασχηματισμό τον διαδέχθηκε ο Ευάγγελος Κουλουμπής.
Η βασική του συνεισφορά στην πρώτη κυβερνητική του θητεία ήταν ο νόμος 1337 του 1983 για την πολεοδομική ανασυγκρότηση της χώρας, στο πλαίσιο της οποίας εκπονούνται Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια για όλες τις ελληνικές πόλεις. Έγραφε μεταξύ άλλων στις «Προτάσεις χωροταξικής οργάνωσης»: «Οργανικό κομμάτι της νέας αυτής αναπτυξιακής διαδικασίας είναι η χωροταξία, που παρέχει τη διάσταση τού δομικού σχεδιασμού τής οικονομίας, υπόβαθρου τής αναγκαίας ανασυγκρότησης οικονομικών, κοινωνικών και οικολογικών δομών. Ο χωροταξικός σχεδιασμός αποσκοπεί στη δομική αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος της χώρας, ώστε αυτό να προσαρμόζεται στα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά της — όπως και κάθε περιοχής της — φυσικά, δημογραφικά, κοινωνικά, πολιτισμικά. Στοχεύει ειδικότερα ο χωροταξικός σχεδιασμός στη σταθεροποίηση τής αναπτυξιακής διαδικασίας κάθε περιοχής με την ανάπτυξη των τοπικών παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και με τη συντήρηση […] των φυσικών
πόρων […] και […] στη διασφάλιση τής ποιοτικής της διάστασης […] Στην τεχνική του έκφραση, ο χωροταξικός σχεδιασμός περιλαμβάνει τη χωροθέτηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, τον καθορισμό τών χρήσεων γης, τη διάρθρωση τών δικτύων τεχνικής υποδομής (μεταφορών κ.λπ.), τη διάρθρωση του οικιστικού ιστού και τον καθορισμό των ζωνών ειδικής προστασίας…».
Στις 25 Απριλίου 1986 ανέλαβε προς γενική έκπληξη των πολιτικών παρατηρητών το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Παρά την πρόθεσή του να πραγματοποιήσει έναν «Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία», δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει συναίνεση για ορισμένα ριζοσπαστικά μέτρα που θέλησε να προωθήσει, όπως η μείωση κατά 10% των εισακτέων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και η επαναφορά της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτά, σε συνδυασμό με άλλα ειδικότερης εμβέλειας θέματα (όπου ανήκαν και τα οικονομικά ζητήματα των εκπαιδευτικών) οδήγησαν σε μεγάλης έκτασης κινητοποιήσεις (απεργίες, καταλήψεις, συλλαλητήρια, μαθητών, φοιτητών και εκπαιδευτικών), που κορυφώθηκαν το 1988, με την πρώτη απεργία των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης σε εποχή εξετάσεων. Παράλληλα, ο νόμος 1700 του 1987 για τη ρύθμιση της εκκλησιαστικής περιουσίας, κατέστη ανενεργός μετά τη σφοδρή αντίδραση της Εκκλησίας και τη συμφωνία του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ.
Έτσι, στις 7 Μαΐου 1988 ο Αντώνης Τρίτσης υπέβαλε την παραίτησή του με επιστολή του προς τον πρωθυπουργό, αφήνοντας αιχμές για τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα, το Εκτελεστικό Γραφείο και τους συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ. Στις 9 Μαΐου αντικαταστάθηκε από τον Απόστολο Κακλαμάνη. Όμως, το γυαλί είχε ραγίσει στις σχέσεις Τρίτση και ΠΑΣΟΚ και στις 13 Μαρτίου 1989 διαγράφηκε από το Κίνημα, επειδή απουσίαζε από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Στις 19 Μαΐου ο Αντώνης Τρίτσης ανακοίνωσε την ίδρυση κόμματος με την επωνυμία «Ελληνικό Ριζοσπαστικό Κίνημα», με το οποίο κατήλθε στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989, αλλά έλαβε μόλις 4.269 ψήφους (ποσοστό 0,07%).
Στις 14 Οκτωβρίου 1990 ο Αντώνης Τρίτσης εκλέχθηκε δήμαρχος Αθηναίων από τον πρώτο γύρο, με την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας. Συγκέντρωσε το 50,12% των ψήφων, έναντι 45,93% της Μελίνας Μερκούρη. Στις 10 Φεβρουαρίου 1991, λίγες μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, επισκέφθηκε τη βομβαρδισμένη από τους Αμερικανούς Βαγδάτη (Πόλεμος του Κόλπου) και ανακοίνωσε στον δήμαρχο της πόλης την πρωτοβουλία του για σύγκληση ενός φόρουμ δημάρχων των ιστορικών πόλεων Μέσης Ανατολής και ανατολικής Μεσογείου.
Στις 23 Μαρτίου 1992 ο Αντώνης Τρίτσης υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύτηκε στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Στις 7 Απριλίου έχασε τη μάχη με τη ζωή, σε ηλικία 55 ετών.
Κατάθεση ψυχής έκανε η Μιμή Ντενίση μιλώντας για τον Αντώνη Τρίτση σε συνέντευξη που παραχώρησε τον Ιουνιο του 2023 στην εκπομπή «Super Κατερίνα».
Αναφέρθηκε στον γάμο της με τον Αντώνη Τρίτση που δεν πραγματοποιήθηκε γιατί τους πρόλαβε ο θάνατος και με αφορμή τον χαρακτήρα της ταινίας της, που δεν πρόλαβε να παντρευτεί τον αγαπημένο της.
«Έχω δει την ταινία πάρα πολλές φορές, σε πάρα πολλές χώρες. Σε καμία χώρα δεν είδα να βλέπουν αυτήν τη σκηνή με στεγνά μάτια. Οι γυναίκες έκλαιγαν παντού, δεν έχει σημασία ο γάμος, όλες θέλουμε να βρούμε τον ιδανικό σύντροφο. Αν τον βρεις και τον χάσεις μέσα από τα χέρια σου. Αυτό που συμβαίνει λοιπόν στην κόρη μου στο έργο, που πρέπει να φύγει και αυτός ο άντρας που είναι το ιδανικό δεν θα τη δει ποτέ με το νυφικό της, είναι κάτι που μου ήρθε στο μυαλό γιατί και το δικό μου νυφικό έμεινε στην ντουλάπα όταν ήταν να παντρευτώ τον Αντώνη Τρίτση», είπε η ηθοποιός.
Και πρόσθεσε: «Ήταν ένας πολύ δυνατός έρωτας, ήταν μία αληθινή αγάπη από αυτές που ονειρευόμαστε να ζήσουμε. Πολλές φορές λέω ότι είμαι τυχερή που το έζησα, από την άλλη είμαι πολύ άτυχη γιατί τέλειωσε σε μία πολύ νεαρή ηλικία για μένα, πολύ απότομα, πολύ άγρια. Έμεινα πολλές φορές μόνη μου, όταν σου συμβαίνουν τέτοια γεγονότα σκληρά και απότομα, οι δρόμοι είναι δύο, ή σε παίρνει από κάτω και δεν μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου και την καριέρα σου ή λες ότι τώρα θα αφοσιωθώ σε κάτι. Εγώ τότε, επειδή σίγουρα πέρασα κατάθλιψη, τότε δεν το λέγαμε έτσι. Θεωρώ ότι πέρασα μία πολύ μεγάλη κατάθλιψη χωρίς να την ονοματίζω, δεν ήθελα να κάνω τίποτα, έφυγα από το θέατρο Βρετάνια, δεν ήξερα αν θέλω να παίξω του χρόνου, ταξίδεψα πολύ. Σιγά – σιγά το έβαλα όλο αυτό στο μυαλό μου και άλλαξαν οι προτεραιότητες μου. Ωραία η δημοφιλία και η διασημότητα αλλά δεν είναι το παν».