Από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις μισείν + άνθρωπος σχηματίζονται οι διεθνείς όροι μισάνθρωπος και μισανθρωπία που περιγράφουν τη δυσπιστία, την απαρέσκεια ή την απομάκρυνση κάποιου ατόμου από την ανθρωπότητα.
Οι όροι δεν χρησιμοποιούνται τόσο για να περιγράψουν μια ψυχοπαθολογική κατάσταση, όσο για να προσδώσουν έναν γραφικό χαρακτηρισμό -με ιδιαίτερα αρνητικό βάρος- σε μία ορισμένη τυπολογία ανθρώπου που αναδείχθηκε από την κλασσική λογοτεχνία και έφτασε στις ημέρες μας μέσα από αρκετές παρανοήσεις και παρερμηνείες.
Θέτοντας πρώτος τον ορισμό του μισάνθρωπου, ο Πλάτωνας επιστράτευσε ένα ικανό οπλοστάσιο επιχειρημάτων για να υπερασπιστεί τη συγκεκριμένη τυπολογία ανθρώπου.
“Η μισανθρωπία γεννιέται, γράφει στον Φαίδρο, όταν ένας άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις ή δεξιότητες εμπιστεύεται απόλυτα κάποιον άλλον άνθρωπο, πιστεύει ότι είναι εντελώς ειλικρινής απέναντι του, άμεμπτος και αξιόπιστος. Όταν αργότερα ανακαλύπτει τις κακές πλευρές του, και καταρρέει η εικόνα που είχε αρχικά γι αυτόν, κι όταν αυτό συμβεί και με δεύτερο και με τρίτο άνθρωπο, μετά από πολλά τέτοια χτυπήματα, γεννιέται η απέχθεια προς όλους τους ανθρώπους, αφού κανείς τους δεν είναι ακέραιος και άξιος εμπιστοσύνης».
Ο Πλάτωνας πίστευε ότι κάποιος θα μπορούσε να «θεραπευτεί» από τη μισανθρωπία, αν καταλάβαινε απλώς την αλήθεια: «ο πάρα πολύ καλός άνθρωπος και ο πάρα πολύ κακός άνθρωπος είναι εξίσου σπάνιοι τύποι ανθρώπων. Οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται ανάμεσα σε αυτά τα άκρα». Ένας άνθρωπος μπορεί κάποια στιγμή να σε προδώσει, να πει ψέματα, να μην σταθεί στο βάθρο που τον είχες τοποθετήσει, αλλά αυτό δεν τον κάνει φρικτό άνθρωπο. Απλώς τον κάνει άνθρωπο με αδυναμίες, αλλά παρόλα αυτά ικανό για αγάπη, κατανόηση και καλοσύνη.
Μια ιδέα που ο Πλάτωνας δεν υιοθέτησε, αλλά που απορρέει από την ανάλυσή του για τη μισανθρωπία, είναι ότι ο μισάνθρωπος ενδεχομένως να αντιπαθεί τα ανθρώπινα όντα λόγω του γεγονότος ότι είναι ιδεαλιστής, πιστεύει δηλαδή ότι ο μέσος άνθρωπος «πρέπει να είναι πολύ καλός». Και όταν παρατηρεί ότι οι περισσότερα άνθρωποι «δεν είναι πολύ καλοί», τότε καταλήγει στο συμπέρασμα ότι συνολικά τα ανθρώπινα όντα είναι ανάξια και αναξιόπιστα.
Ως εδώ μάλλον έχει γίνει ξεκάθαρο ότι ο όρος «μισάνθρωπος» δεν περιγράφει έναν κακό άνθρωπο, υπερόπτη, σαδιστή που θέλει το κακό των υπολοίπων ανθρώπων, αλλά χαρακτηρίζει τον πληγωμένο / προδομένο άνθρωπο, που αποτραβιέται στο περιθώριο, καθώς δεν έχει τη σοφία να αποδεχτεί ότι τα υψηλά του στάνταρτ για τους άλλους ανθρώπους δεν είναι συνήθως εφικτό να ικανοποιηθούν.
Την πλατωνική ερμηνεία για τον μισάνθρωπο υπηρετούν με μικρές παραλλαγές τα δύο εμβληματικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας για το θέμα, ο Δύσκολος ή Μισάνθρωπος του Μενάνδρου και ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου. Και στα δύο έργα που έχουν τη μορφή κωμωδίας, η μισανθρωπία των πρωταγωνιστών ερμηνεύεται, αναλύεται και αντιμετωπίζεται με συμπάθεια, έστω κι αν στο τέλος –για την ικανοποίηση του κοινού- χάνει την αίγλη και τη «νομιμοποίησή» της.
Ο Δύσκολος του Μενάνδρου
(αποσπάσματα από την εργασία της Όλγας Αναστασιάδου για τον κύκλο μεταπτυχιακών σπουδών του ΕΚΠΑ «Δραματική ποίηση-Κωμωδία». Διδάσκων καθηγητής: Ι.Μ. Κωνσταντάκος)
Ο Δύσκολος του Μενάνδρου παρουσιάστηκε στο αθηναϊκό κοινό σε μία εποχή ελληνικής πολιτικής κρίσης: η αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχει πλέον κατακερματιστεί, η κυρίως Ελλάδα έχει πλέον χάσει κάθε ίχνος αίγλης, δύναμης κι ισχύος, η έννοια του πολίτη έχει πλέον υποχωρήσει και άκρατος ατομικισμός επικρατεί. Στην Αθήνα το πολιτικό καθεστώς του Δημήτριου Φαληρέα έχει οδηγήσει σε περιορισμούς ελευθεριών και η δημοκρατία αποτελεί πλέον παρελθόν. Μέσα σε αυτό το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο ο νεαρός τότε Μένανδρος, επινοώντας το προσωπείο του μισάνθρωπου, βρίσκει τον τρόπο να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα και να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για την κοινωνία και την εποχή του.
Ο Δύσκολος του Μενάνδρου είναι το αρχαιότερο σωζόμενο έργο όπου η φιγούρα του μισάνθρωπου δίνεται ολοκληρωμένη. Η κωμωδία παρουσιάστηκε στο αθηναϊκό κοινό στα Λήναια του 316 π.Χ. κι ανήκει στα έργα νεότητας του Μενάνδρου. Πρόκειται για μία κωμωδία ηθών, επηρεασμένη από τους Χαρακτήρες του Θεόφραστου, ενταγμένη απόλυτα στο υπο-είδος της Νέας Κωμωδίας που υπηρετεί. Αν και ο Θεόφραστος δεν περιέλαβε το χαρακτήρα του μισάνθρωπου στο έργο του, ο μαθητής του Μένανδρος κατάφερε μέσα από την κωμωδία να πλάσει το ήθος του και να παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά του που καθόρισαν τον τύπο του μισάνθρωπου στην ιστορία της λογοτεχνίας. Επιδράσεις της περιπατητικής σχολής του Αριστοτέλη, του σκεπτικισμού αλλά και της κυνικής φιλοσοφίας είναι διάχυτες σε όλο το έργο.
Στον Δύσκολο δύο είναι τα θέματα που προβάλλονται : α) ο έρωτας που αισθάνεται ο Σώστρατος προς την κόρη του μισάνθρωπου Κνήμονα β) ο απροσπέλαστος Κνήμων . Ωστόσο, παρόλο που ο Κνήμων παρουσιάζεται στη σκηνή μόνο στο ¼ περίπου του συνολικού έργου, κυριαρχεί καθ’ όλη τη διάρκεια μέσω των όσων ακούμε να λένε οι άλλοι ήρωες για αυτόν. Όλη η πλοκή του έργου περιστρέφεται γύρω από τον δύστροπο αυτόν ήρωα που χαρακτηριστικά είναι ο μόνος που αναφέρεται με το όνομά του από τον Πάνα. Δεν είναι τυχαίο που τα πρώτα λόγια του Κνήμονα μακαρίζουν το μυθικό Περσέα για την ικανότητά του να πετά και να μην συναντά ανθρώπους, αλλά και τη δυνατότητα να μεταμορφώνει σε πέτρα όποιον τον ενοχλούσε.
Ο Κνήμων γενικότερα ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία του τύπου του “ἀγροίκου” που ζει στην εξοχή, με καχυποψία προς τους ανθρώπους, που επιλέγει να χρησιμοποιεί πομπώδες υβρεολόγιο και υπερβολές στο λόγο του. Χαρακτηρίζεται από αδεξιότητα στους τρόπους, αγένεια κι επιθετική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο κωμικός ἄγροικος είναι ένας ήρωας που ανθίσταται σε κάθε πολυτέλεια, σε κάθε ευχαρίστηση, ακόμα και στα αναγκαία. Βλέπουμε τον Κνήμονα να είναι εχθρός της άνεσης, να εργάζεται σκληρά και να περιφρονεί τον πλούτο και την αργόσχολη ζωή και το κομψό ντύσιμο. Απέχει πεισματικά από τη διασκέδαση του γεύματος και περιφρονεί τις θυσίες των ζώων, κατακρίνοντας τους ανθρώπους που στο όνομα της υποτιθέμενης λατρείας τους προς τους θεούς βρίσκουν ευκαιρία να γεύονται το κρέας των θυσιών. Η απειρία στους εκλεπτυσμένους αστικούς τρόπους που χαρακτηρίζει τον Κνήμονα είναι μια συνειδητή επιλογή του ήρωα, που τον οδήγησε σε απόρριψη όλων των συμβάσεων στις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Οδηγήθηκε έτσι σε μισανθρωπία, σε μία άρνηση της κοινωνίας, που πηγάζει από την αποτυχία της κοινωνίας κι όχι από την ίδια την ύπαρξή της.
Αντίθετα ο Γοργίας, ο Σώστρατος κι ο Καλλιπίδης έχουν αναπτύξει ένα θαυμαστό ήθος φιλανθρωπίας που τους επιτρέπει να μοιράζονται τα προβλήματα τους και να αλληλοβοηθούνται χωρίς καχυποψία κι ιδοτέλεια στις μεταξύ τους σχέσεις -εκτός ίσως από το κίνητρο του ερωτευμένου Σώστρατου. Η δική τους κοσμοθεωρία -που στο τέλος του έργου θα επικρατήσει- είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τη βιοθεωρία του Κνήμονα.
Οι πιθανοί λόγοι της μισανθρωπίας του ήρωα διαφαίνονται κατά την εξέλιξη της πλοκής. Αρχικά η μισανθρωπία του μπορεί να αποδοθεί και β) στα κακώς κείμενα της κοινωνίας: οι θυσίες καταδικάζονται αλλά και το έργο των τιτθών υποτιμάται. Η εξήγηση όμως της μισανθρωπίας του δίνεται από τον ίδιο τον Κνήμονα στην Τέταρτη Πράξη του έργου αποκαλύπτοντας ένα λογικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο. Με μια εξομολόγηση ψυχής αλλά και με απολογητική διάθεση ο Κνήμων αποκαλύπτει ότι η μισανθρωπία του ήταν το αποτέλεσμα μιας ελεύθερης συνειδητής επιλογής του στην προσπάθεια του να ζήσει “αὐτός αὐτάρκης” χωρίς τη βοήθεια των συνανθρώπων του. H apologia pro vita sua μάς αποκαλύπτει το ήθος του Κνήμονα με την αριστοτελική έννοια του όρου, όπως μπορούμε να την αντιληφθούμε στα Ἠθικά Νικομάχεια. Το κοινό καλείται να φανταστεί τα συναισθήματα του Κνήμονα αφού η ανάλυση του χαρακτήρα του – ρεαλιστικά δοσμένη από το Μένανδρο – είναι περισσότερο ηθική παρά ψυχολογική. Το ευγενές κίνητρο της μισανθρωπίας του υπήρξε η επιδίωξη της αυτάρκειας. Η επιδίωξή του αυτή –που μαρτυρεί και την ευγένεια της ψυχής του- υπήρξε απατηλή. Μετά από την απρόσμενη εκδήλωση φιλανθρωπίας του Γοργία, που του έσωσε τη ζωή, ο ήρωας οδηγείται σε μια επαναθεώρηση αξιών, που σύμφωνα με τον Ireland έχει ως αποδέκτη μόνο το Γοργία. Δεν πρόκειται για μεταστροφή του ήρωα, γι’ αυτό αναζητά και πάλι την απομόνωση, αρνούμενος τη συμμετοχή του στο γεύμα. Ενώ αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ποθητή αυτάρκεια, δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει ότι πρέπει πλέον να ενταχθεί κι αυτός στους κόλπους της κοινωνίας. Στους στίχους 729-739 συμπεριφέρεται σαν ένας μέσος Αθηναίος που, αναγνωρίζοντας την αδυναμία του να διευθετήσει τα του οίκου του, σαν να αφήνει τη διαθήκη του, υιοθετεί τον Γοργία ως γιο του, του κληροδοτεί το μισό του κτήμα, ενώ με το άλλο μισό προικίζει την κόρη του, για το γάμο της οποίας τον καθιστά κύριο – υπεύθυνο. Τέλος αναθέτει στον Γοργία τη φροντίδα της μητέρας του και του ιδίου. Κατά τον Handley, η φροντίδα που ο Κνήμων επιδεικνύει για την οικογένειά του, δείχνει ότι «the misanthrope has made a major concession to humanity» θεωρώντας τους στίχους 729-735 ως το σημείο καμπής όλου του έργου. Στη συνέχεια στους στίχους 742-745 ο ήρωας ασκεί κοινωνική κριτική παρουσιάζοντας μια εξιδανικευμένη εικόνα της ζωής: στηλιτεύει τη φιλοδικία, την αδικία και το έγκλημα, καταδικάζει τον πόλεμο και την απληστία, προβάλλοντας την αξία της αυτάρκειας.
Απηχώντας πλατωνικές ιδέες προβάλλεται μια απατηλή εικόνα μιας πόλης δικαίου κι ευτυχισμένων ανδρών που έρχεται σε αντίθεση με τη δική του αξιοθρήνητη αποτυχία στη ζωή· έτσι ο Μένανδρος κατορθώνει να εξισορροπήσει τα δύστροπα στοιχεία του χαρακτήρα του Κνήμονα με μία δεδομένη συμπάθεια των θεατών, οι οποίοι είναι πλέον σε θέση να δικαιολογήσουν τους τραχείς τρόπους και τον οξύθυμο χαρακτήρα του ήρωα στις προηγούμενες σκηνές. Είναι γεγονός άλλωστε πως ο Μένανδρος, στην προσπάθειά του να αποσπάσει τη συμπάθεια των θεατών προς τον ήρωά του, δεν αξιοποίησε στο έπακρο τις δυνατότητες που του παρείχε ο τύπος του κωμικού αγροίκου στη διακωμώδηση του Κνήμονα αλλά προσπάθησε να τον εξευγενίσει προσδίδοντάς του συμπαθητικά χαρακτηριστικά. H τελευταία σκηνή της κωμωδίας ίσως προκαλεί έκπληξη στο σύγχρονο θεατή, αλλά φαίνεται να είναι σύμφωνη με τις αρχές και το πνεύμα της Νέας Κωμωδίας. Ο κοινωνικός ιστός επικράτησε, το συλλογικό πνεύμα υπερίσχυσε· η κωμωδία οδηγήθηκε στο γάμο των δύο νέων, το εμπόδιο του “δύσκολου” γέρου πατέρα υπερκεράστηκε, επιτρέποντας ωστόσο στο μισάνθρωπο να διατηρήσει μέρος των αρχών και της αξιοπρέπειας του.
Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου
(Ανάλυση του Θωμά Νότα)
Ο Μολιέρος (1622-1673) ασχολήθηκε από νωρίς με το θέατρο, αν και οι πρώτες προσπάθειές του ήταν αποτυχημένες. Αργότερα περιοδεύοντας ως ηθοποιός και θιασάρχης στη νότια Γαλλία για 13 χρόνια θα αναπτύξει τις ικανότητές του τόσο του κωμικού ηθοποιού όσο και του κωμωδιογράφου. Η επιτυχία του θα έχει ως αποτέλεσμα να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά. Θα τον φθονήσουν γι΄ αυτό και θα αντιμετωπίσει τις επιθέσεις πολλών αντιζήλων.
Ο Μολιέρος αναζητά τους ήρωές του μέσα από την εποχή του. Σπουδάζει το χαρακτήρα, το ήθος, τις επιλογές των προσώπων, τις παρεκκλίσεις τους από το κοινωνικά αποδεκτό. Οι ήρωες του Μολιέρου είναι άτομα παθολογικά, κοινωνικώς ασθενούντα. Κινούμενα εκτός ορίων παράγουν το γέλιο. Ο Μολιέρος επιμένει στο ελάττωμα, το τρωτό σημείο του χαρακτήρα. Αυτό προκαλεί την κριτική του, αυτό παραμορφώνει, για να το διορθώσει με τη δύναμη του γέλιου, απογυμνώνοντας έτσι τον ήρωά του. Ο αριστοτελικός ορισμός της κωμωδίας ως μιμήσεως πράξης φαύλης έχει άμεση σχέση με την μολιερική κωμωδιογραφία.
Τον Ιούνιο του 1666 ο Μολιέρος εξέδωσε την κωμωδία Ο Μισάνθρωπος (Le Misanthrope), μία σάτιρα σχετικά με την υποκριτική ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στην βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού.
Η ασυνήθιστα έντονα αυτοβιογραφικά αποτυπωμένη φιγούρα του Αλσεστ, του πρωταγωνιστή του Μισάνθρωπου, αντικατοπτρίζει την απέχθεια του Μολιέρου και την μη θέληση του να ενταχθεί στη ζωή της βασιλικής αυλής, όπου κυριαρχούσε το ψεύδος, η υποκρισία, οι ίντριγκες και η κολακεία.
Ο Μολιέρος με τον Μισάνθρωπο δεν σκιαγραφεί μόνο μια κοινωνία κι ένα σύστημα ασκώντας κριτική, αλλά κι έναν ανθρώπινο χαρακτήρα διαχρονικό που αντιτάσσεται στη διάβρωση, τη χυδαιότητα, την υποκρισία, τα ύποπτα συμφέροντα και τον αμοραλισμό. Ασυμβίβαστος επιτίθεται προς όλους και προς όλα εως τη στιγμή που αναγκάζεται να αποχωρήσει απο την κοινωνία αυτή για να μπορέσει “να ζήσει ως τίμιος άνθρωπος”.
Στον «Μισάνθρωπο» δραματοποιεί την αποστροφή του Αλσέστ προς το συνάνθρωπο, δημιουργώντας ένα γοητευτικό ήρωα, που σαρκάζει τα ελαττώματα των άλλων. Ο Αλσέστ είναι γεμάτος μίσος χωρίς εξαίρεση.
ΑΛΣΕΣΤ (η σχέση του με τους άλλους): …Δεν ξέρω τι μυαλά κουβαλάτε εσύ κι άλλοι που κάνετε τους μοντέρνους, πάντως εγώ τις σιχαίνομαι αυτές τις δήθεν κοινωνικότητες. Γιατί να ξεγοφιάζεσαι στις υποκλίσεις, γιατί να στεγνώνει η γλώσσα σου από τα ψεύτικα λόγια και γιατί να ορκίζεσαι φιλίες με τον ίδιο τρόπο και στους άξιους και τους γελοίους; Τι σας πιάνει όλους εσάς τους μοντέρνους; Γιατί ξοδεύετε λέξεις και συναισθήματα με την ίδια ευκολία στον έντιμο και τον απατεώνα; Η εκδήλωση ψεύτικων αντιδράσεων οικειότητας είναι ειδικότητα της πόρνης, όχι του τίμιου ανθρώπου. Οι αντιδράσεις μας στους άλλους πρέπει να έχουν διαβαθμίσεις: αν δείχνουμε ότι τους εκτιμάμε όλους, είναι σίγουρο πως δεν εκτιμάμε κανέναν. Εσύ τι να πω! Τώρα τελευταία τους αντιμετωπίζεις όλους με τόση διαστροφική κοινωνικότητα, που μου απαγορεύεις να σε θεωρώ και δικό μου φίλο. Εγώ καταδικάζω όποιον θέλει να γίνει αρεστός σε όλους και τους φέρεται με τον ίδιο ευγενικό τρόπο, γιατί θέλω να με ξεχωρίζουν και να μ΄ επιλέγουν γι΄ αυτό που είμαι. (μύθος αισώπου με το Διογένη).
Ο Μολιέρος υποπτεύθηκε πως ένας απόλυτα αρνητικός τύπος θα ήταν για την κωμωδία καταστροφή και γι΄ αυτό τον έκανε τρωτό στον έρωτα. Και ως ερωτευμένος με πρόσωπο που συγκεντρώνει κάθετι από τα αρνητικά που μισεί, γίνεται γελοίος.
ΑΛΣΕΣΤ (πως ορίζει τον έρωτα): Ο έρωτας που νιώθω για τη νεαρή χήρα κάθε άλλο παρά με τυφλώνει. Βλέπω τα ελαττώματά της και, παρόλο το πάθος μου γι΄ αυτήν, είμαι ο πρώτος που τα κατακρίνω. Βέβαια, της έχω μεγάλη αδυναμία, γιατί είναι τόσο χαριτωμένη που, όσα τρωτά κι αν έχει, βρίσκει τρόπους υπέροχους να τα καλύπτει. Όμως κι εγώ έχω τόση φλόγα μέσα μου γι΄ αυτήν, που θα κάψει στην ψυχή της όλα τα ελαττώματα και θα την ξανακάνει άσπιλη.
ΑΛΣΕΣΤ (απευθυνόμενος την αγαπημένη του Σελιμέν): …Το μόνο που είπα είναι να κρατάτε την καρδιά σας λιγότερο εύκολη και να δείχνετε πιο αυστηρή. Ξέρω πως, όπου πάτε, γοητεύετε τους άντρες, εκείνοι σας πλησιάζουν, κι εσείς δεν τους αποθαρρύνετε. Αντίθετα, τους δίνετε ελπίδες κι εκείνοι μαζεύονται γύρω σας, όλο και περισσότεροι κάθε φορά. Νομίζω πως, αν η φιλαρέσκειά σας ήταν πιο συγκρατημένη, οι θαυμαστές γύρω σας θα μειώνονταν. Αλήθεια, κυρία μου, πείτε μου τι έχει πάνω ο τυχερός Κλιτάντρ και σας αρέσει τόσο; Γιατί δείχνετε να τον εκτιμάτε; Μήπως σας μάγεψε το μακρύ νύχι στο μικρό του δάχτυλο; Μήπως σα θάμπωσε η πανάκριβη ξανθή περούκα του; Μήπως γοητευτήκατε απ΄ τις δαντέλες του και τις κορδέλες του; Μήπως σας κατάκτησε με τα μοντέρνα ρούχα του; Μήπως σας συγκίνησε το γαργαρό του γέλιο και η ψιλή φωνούλα του; Πάντως, του δείχνετε αδυναμία!
Και στο τέλος η νεαρή χήρα προδίδει τον Αλσέστ. Χωρίς αμφιβολία ο τύπος αυτός δραματουργικά μπορεί να είναι τραγικός, όπως και ο Τίμων ο Αθηναίος του Σαίξπηρ. Ο Σαίξπηρ όμως παρουσίασε τη μισανθρωπία του ήρωά του ως προδοσία από τη φιλία. Η εξέγερση του Αλσέστ όμως είναι ένα κάμωμα, ένα σκέρτσο, μια ιδιοτροπία, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως οι αιτίες που την προκαλούν είναι ανύπαρκτες. Ο Αλσέστ είναι αλαζόνας. Γι΄ αυτό είναι ένας κωμικός τύπος.
ΑΛΣΕΣΤ (προδομένος): Μην κάνετε πως δεν καταλαβαίνετε! Κανονικά, έπρεπε να είστε κατακόκκινη από ντροπή. Ξέρω πως με προδώσατε, κι έχω αποδείξεις αυτής της άθλιας απιστίας σας! Να γιατί είμαι τόσο ταραγμένος. Οι φριχτές μου υποψίες, που τις ονομάζατε αδικαιολόγητες, αποδείχτηκαν αληθινές. Παρ΄ όλες τις διαβεβαιώσεις, εμένα κάποιο προαίσθημα μού έλεγε να φοβάμαι. Βέβαια, μη φανταστείτε πως θ΄ ανεχτώ την προσβολή που μου κάνατε: σίγουρα θα εκδικηθώ! Ξέρω πως τα αισθήματα κανένας δεν τα εξουσιάζει, γιατί πάντα η καρδιά βρίσκει τον τρόπο να κάνει το δικό της. Εάν, λοιπόν, ήσασταν ειλικρινής μαζί μου, το θέμα θα είχε τελειώσει: αν είχατε απορρίψει το αίσθημά μου, δεν θα είχα τώρα λόγο να είμαι θυμωμένος μαζί σας. Όμως εσείς υποκρινόσασταν, κάνατε πως δεχόσασταν το πάθος μου: αυτό είναι δολιότητα, είναι προδοσία! Τώρα που η λογική δεν ελέγχει πια τις πράξεις μου, δεν ξέρω πού θα μ΄ οδηγήσει ο θυμός μου!
Ο μολιερικός Αλσέστ φτάνει με τη συμπεριφορά του στα άκρα, αρνούμενος όχι μόνο τους φίλους του, αλλά και την Σελιμέ, με την οποία είναι ερωτευμένος, για να καταλήξει στο τέλος αναχωρητής και μόνος.
Δημήτρης Καλαντζής
postmodern.gr