Ο Θηραμένης ήταν Αθηναίος πολιτικός, εξέχων στην τελευταία δεκαετία του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ήταν ειδικά ενεργός κατά τις δύο περιόδους της ολιγαρχικής κυβέρνησης στην Αθήνα, καθώς και στη δίκη των στρατηγών που διοικούσαν στη ναυμαχία των Αργινουσών το 406 π.Χ. Ήταν ένας μετριοπαθής ολιγαρχικός που συχνά βρισκόταν παγιδευμένος μεταξύ των δημοκρατών από τη μια πλευρά και από τους ακραίους ολιγαρχικούς από την άλλη πλευρά.
Παρά την επιτυχία του στην αντικατάσταση της στενής ολιγαρχίας με ευρύτερη το 411 π.Χ, απέτυχε να καταφέρει το ίδιο το 404 π.Χ, και εκτελέστηκε από τους εξτρεμιστές που οι πολιτικές τους ήταν αντίθετες.
Ο Θηραμένης ήταν κεντρική προσωπικότητα σε τέσσερα μεγάλα επεισόδια της αθηναϊκής ιστορίας. Εμφανίστηκε στο προσκήνιο το 411 π.Χ ως ένας από τους αρχηγούς του πραξικοπήματος, αλλά, καθώς οι απόψεις του και οι απόψεις των άλλων ηγετών ήταν διαφορετικές, άρχισε να είναι αντίθετος με τις υπαγορεύσεις τους και έλαβε τη διοίκηση στην αντικατάσταση της στενής ολιγαρχίας που είχε επιβάλει με μια πιο ευρεία ολιγαρχία. Υπηρέτησε ως στρατηγός για αρκετά χρόνια μετά από το πραξικόπημα, αλλά δεν επανεκλέχθηκε στρατηγός το 407 π.Χ.
Μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών, στην οποία συμμετείχε ως τριηράρχης, διορίστηκε υπεύθυνος για τη διάσωση των Αθηναίων ναυτών από τη βύθιση των πλοίων, αλλά δεν τα κατάφερε εξαιτίας καταιγίδας. Αυτό το περιστατικό προκάλεσε τεράστιο σάλο στην Αθήνα, στην οποία ο Θηραμένης έπρεπε να απαλλάξει τον εαυτό του από την ευθύνη για την αποτυχημένη διάσωση – η διαμάχη έληξε με την εκτέλεση των έξι στρατηγών που ανέλαβαν τη διοίκηση στη μάχη.
Μετά την ήττα των Αθηναίων στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, ο Θηραμένης φρόντισε τους όρους υποταγής της Αθήνας στη Σπάρτη. Τότε, έγινε μέλος της στενής ολιγαρχικής κυβέρνησης, γνωστή ως Τριάκοντα Τύραννοι, την οποία επέβαλε η Σπάρτη μετά το τέλος του πολέμου.
Όπως έκανε και το 411 π.Χ, ο Θηραμένης άρχισε να συγκρούεται με τα μέλη της κυβέρνησης – οι διαμαρτυρίες του κατά της τρομοκρατικής ηγεσίας των Τριάκοντα οδήγησε τους ανώτατους διοικητές να σχεδιάσουν τον θάνατο του – καταγγέλθηκε πριν από την ολιγαρχική συνέλευση, και τότε, όταν αυτό το σώμα στάθηκε απρόθυμο να τον τιμωρήσει, εκτελέστηκε με δίκη-παρωδία, δηλαδή δίκη χωρίς επίσημες κατηγορίες και χωρίς την ενεργή συμμετοχή των βουλευτών στη λήψη της τελικής απόφασης.
Ο Θηραμένης παραμένει αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, μετά το θάνατο του – ο Λυσίας τον κατήγγειλε σθεναρά ενώ πολιτικοί σύμμαχοι του και άλλοι υπερασπίστηκαν τις ενέργειες του. Οι σύγχρονες ιστορικές εκτιμήσεις μετατοπίστηκαν κατά τη διάρκεια του χρόνου – στον 19ο αιώνα, η συμμετοχή του Θηραμένη και η χρήση των Αργινουσών καταδικάστηκαν ευρέως, αλλά τα κείμενα των μελετητών του 20ου αιώνα υποστηρίζουν θετικότερες εκτιμήσεις.
Μερικοί ιστορικοί θεωρούν τον Θηραμένη εγωιστή οπορτουνιστή, ενώ κάποιοι άλλοι τον θεωρούν μετριοπαθή. Οι λεπτομέρειες για τις ενέργειες του, τα κίνητρα του και τον χαρακτήρα του συζητιούνται ακόμα και σήμερα.
Ιστορικές αναφορές
Δεν υπάρχουν γνωστές αρχαίες βιογραφίες του Θηραμένη, αλλά η ζωή του και οι ενέργειες του είναι σχετικά καλά τεκμηριωμένες, λόγω των εκτεταμένων συζητήσεων που του αποδόθηκαν σε αρκετά έργα, τα οποία διασώθηκαν. Ο Αττικός ρήτορας Λυσίας ασχολείται με τις ομιλίες, έστω και με εχθρικό τρόπο.
Ο Θηραμένης επίσης εμφανίζεται σε αρκετές αρχαίες αναφορικές ιστορίες: ο Θουκυδίδης καταγράφει την αρχή της καριέρας του Θηραμένη, και ο Ξενοφών, ο οποίος συμπληρώνει τα κενά του Θουκυδίδη, δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για αρκετά επεισόδια στην καριέρα του Θηραμένη – ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο οποίος έχει ως κύρια πηγή τον Έφορο, δίνει διαφορετικές λεπτομέρειες από ότι ο Ξενοφών.
Ο Θηραμένης επίσης εμφανίζεται σε διάφορες άλλες πηγές, οι οποίες, ωστόσο δεν δίνουν πολλές πληροφορίες για τις πολιτικές διαμάχες που περιέβαλαν τη ζωή και τη μνήμη του Θηραμένη.Ο Κριτίας αποκαλούσε τον Θηραμένη κόθορνο[=υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί στο θέατρο και ταίριαζε και στα δύο πόδια]διοτι δεν είχε σταθερές απόψεις και υποστήριζε άλλοτε τους δημοκρατικούς και άλλοτε τους ολιγαρχικούς.
Οικογένεια
Μόνο το περίγραμμα της ζωής του Θηραμένη εκτός της πολιτικής σφαίρας έχει καταγραφεί στις ιστορικές αναφορές. Ο πατέρας του, Άγνων, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή των Αθηναίων στις δεκαετίες πριν την εμφάνιση του Θηραμένη στο προσκήνιο. Ήταν επικεφαλής μιας ομάδας αποίκων που ίδρυσαν την Αμφίπολη το 437-6 π.Χ και υπηρέτησε ως στρατηγός σε διάφορες περιπτώσεις πριν και κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Επίσης ήταν ένας από αυτούς που υπέγραψαν την Ειρήνη του Νικία. Η καριέρα του Άγνωνα επισκιάστηκε από αυτή του γιου του όταν υπηρέτησε ως ένας από τους δέκα Επιτρόπους που διορίστηκαν από την κυβέρνηση των Τετρακόσιων για να συντάξει ένα νέο σύνταγμα το 411 π.Χ.
Ανατροπή της δημοκρατίας
Η πρώτη εμφάνιση του Θηραμένη στο προσκήνιο γίνεται κατά τη διάρκεια του ολιγαρχικού πραξικοπήματος του 411 π.Χ. Μετά την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία, ξεκίνησαν επαναστάσεις κατά της αθηναϊκής ηγεμονίας στο Αιγαίο και η Ειρήνη του Νικία κατέρρευσε – ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ξανάρχισε το 412 π.Χ. Σε αυτό το σημείο, κάποιοι Αθηναίοι αριστοκράτες, υπό τη διοίκηση του Πείσανδρου και τον Θηραμένη, οι οποίοι ήταν εξέχοντες σε αυτή την τάξη, άρχισαν να συνωμοτούν για την ανατροπή της δημοκρατικής κυβέρνησης της πόλης.
Η διαμάχη ξεκίνησε χάρη στον εξορισμένο πολιτικό Αλκιβιάδη, ο οποίος τότε ήταν σύμβουλος του Πέρση σατράπη Τισσαφέρνηη. Ισχυριζόμενος ότι είχε μεγάλη επιρροή με τον Τισσαφέρνη, ο Αλκιβιάδης υποσχέθηκε να επιστρέψει στην Αθήνα, μαζί με περσική βοήθεια, αν η δημοκρατία που τον είχε εξορίσει αντικατασταθεί με μια ολιγαρχία. Επομένως, ένας αριθμός από τριηράρχες και άλλους ηγέτες του αθηναϊκού στρατού στη Σάμο ξεκίνησαν να σχεδιάζουν την ανατροπή της δημοκρατίας. Έστειλαν τον Πείσανδρο στην Αθήνα, όπου, αφού υποσχέθηκε την επιστροφή του Αλκιβιάδη και συμμαχία με τους Πέρσες αν καταργήσουν τη δημοκρατία, και τη θέση της έπαιρνε η ολιγαρχία, έπεισε την αθηναϊκή εκκλησία να τον στείλει ως απεσταλμένο στον Αλκιβιάδη, επιτρέποντας του να λάβει όποια μέτρα ήταν αναγκαία.
Ο Αλκιβιάδης, ωστόσο, δεν κατάφερε να πείσει τον σατράπη να συμμαχήσει με τους Αθηναίους, και για να κρύψει αυτό το γεγονός, ζητούσε (ισχυριζόμενος ότι τα ζητούσε ο Τισσαφέρνης) όλο και μεγαλύτερες παραχωρήσεις από τους αυτούς μέχρι να αρχίσουν να παραπονούνται. Απογοητευμένοι με τον Αλκιβιάδη αλλά θέλοντας να ανατρέψουν τη δημοκρατία, ο Πείσανδρος και οι συνέταιροι του επέστρεψαν στη Σάμο, όπου οι συνωμότες δούλεψαν στην διασφάλιση του ελέγχου τους στον στρατό και ενθάρρυναν μια ομάδα από Σάμιους ολιγαρχικούς να αρχίσουν να σχεδιάζουν την ανατροπή της δημοκρατίας στην πόλη τους. Στην Αθήνα, εν τω μεταξύ, ένα κόμμα από νεαρούς ολιγαρχικούς επαναστάτες κατάφερε να πετύχει τον ντε φάκτο έλεγχο της κυβέρνησης μέσω δολοφονιών και εκβιασμών.
Αφού προέβησαν σε ρυθμίσεις στη Σάμο, οι αρχηγοί της συνωμοσίας σάλπαραν για την Αθήνα. Μαζί τους ήταν και ο Θηραμένης – ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ήταν «ένας από τους αρχηγούς του κόμματος που ανέτρεψε τη δημοκρατία – ένας ικανός ομιλητής και ένας άνδρας με ιδέες». Αφού κάλεσαν συνέλευση, οι συνωμότες πρότειναν μια σειρά από μέτρα, με τα οποία η δημοκρατία επρόκειτο να αντικατασταθεί επισήμως από τους Τετρακόσιους επίλεκτους άνδρες, οι οποίοι έπρεπε να διαλέξουν και να συγκαλέσουν ένα μεγαλύτερο σώμα από 5.000 άνδρες.
Λίγο αργότερα, οι συνωμότες πήγαν, υπό άρματα, στην αίθουσα των συμβουλίων, όπου εκεί διέταξαν το δημοκρατικό συμβούλιο να διαλυθεί μετά τη συλλογή των φόρων τους – το συμβούλιο έκανε όπως διατάχθηκε, και από εκείνο το σημείο και μετά ο μηχανισμός της κυβέρνησης ήταν απόλυτα υπό τον έλεγχο των ολιγαρχικών συνωμοτών – αυτοί γρήγορα άλλαξαν τους κανόνες για να αντικατοπτρίσουν τη νέα μορφή της κυβέρνησης που είχε επιβληθεί.
Εσωτερικές συγκρούσεις του κινήματος
Σε αυτό το σημείο, ξέσπασαν συγκρούσεις που απειλούσαν το μέλλον της νέας κυβέρνησης στην Αθήνα. Πρώτα, το σχεδιασμένο πραξικόπημα στη Σάμο εξουδετερώθηκε από τους Σάμιους δημοκράτες και μια ομάδα Αθηναίων, οι οποίοι τους βοήθησαν. Όταν ο στρατός στη Σάμο άκουσε τα νέα για το πραξικόπημα στην Αθήνα, τα οποία έφθασαν μαζί με τις υπερβολικές αναφορές για τις προσβολές που διαπράττονταν από τη νέα κυβέρνηση, δήλωσαν την πίστη τους στη δημοκρατία και την έχθρα τους στη νέα κυβέρνηση.
Στην Αθήνα, εν τω μεταξύ, ξέσπασε διαμάχη των μετριοπαθών και των ακραίων ολιγαρχικών, με τον Θηραμένη να αναδύεται με ένα Αριστοκράτη, γιό του Σκελία, ως αρχηγό του κινήματος των μετριοπαθών. Το κίνημα των ακραίων ολιγαρχικών, με αρχηγό τον Φρύνιχο, περιείχε εξέχοντες ηγέτες του πραξικοπήματος όπως ο Πείσανδρος και ο Αντιφώντας, ήταν κυρίαρχο στους 400, και ήταν έτοιμο να υπογράψει ειρήνη με τη Σπάρτη, με σχεδόν οποιουσδήποτε όρους.
Οι μετριοπαθείς, από την άλλη, παρόλο που ήθελαν να υπογράψουν ειρήνη με τη Σπάρτη σε όρους που θα διατηρούσαν την εξουσία της Αθήνας, δεν σκόπευαν να θυσιάσουν την αυτοκρατορία και τον στόλο, και θέλοντας να διευρύνουν την πιθανολογούμενη ολιγαρχία των Πεντακοσίων, συμπεριέλαβαν τους οπλίτες και τις ανώτερες τάξεις.
Αφού πήραν την εξουσία, οι εξτρεμιστές αρχηγοί της επανάστασης άρχισαν να χτίζουν οχυρώσεις στην Αιτιονεία, το κύριο σημείο στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά, για να προστατεύσουν το λιμάνι από μια επίθεση του στόλου από τη Σάμο. Με τις εσωτερικές διαμάχες, ένωσαν τις νέες οχυρώσεις στα τείχη της πόλης για να διαμορφώσουν μια οχύρωση από επιθέσεις από τη θάλασσα ή τη ξηρά, στα οποία οι εξτρεμιστές μετέφεραν σχεδόν όλες τις προμήθειες καλαμποκιού στην πόλη. Ο Θηραμένης ήταν έντονα αντίθετος με το χτίσιμο αυτών των οχυρώσεων, λέγοντας ότι ο στόχος του δεν ήταν να κρατήσει μακριά τους δημοκράτες, αλλά τους Σπαρτιάτες – ο Θουκυδίδης μαρτυρεί ότι τα παράπονα του ήταν άσκοπα, καθώς οι εξτρεμιστές είχαν σχεδιάσει να κάνουν κάτι τέτοιο.
Αρχικά επιφυλακτικοί (καθώς οι εχθροί του καθεστώτος είχαν εκτελεστεί στο παρελθόν), ο Θηραμένης και το κόμμα του πήραν θάρρος και ενήργησαν μετά από διάφορα γεγονότα. Πρώτα, ο πελοποννησιακός στόλος, ο οποίος φαινομενικά στέλνοντας δυνάμεις για βοηθήσει μια εξέγερση κατά των Αθηναίων στην Εύβοια, κινήθηκε κατά μήκος της ακτής της Πελοποννήσου – ο Θηραμένης θεώρησε ότι αυτός ο στόλος σχεδίαζε να καταστρέψει τις οχυρώσεις στην Αιτιονεία, μαζί με τους εξτρεμιστές.
Δεύτερο, μια αθηναϊκή εθνοφρουρά, προφανώς κατόπιν εντολών από τους συνωμότες σε ανώτερους βαθμούς στην κυβέρνηση, δολοφόνησε τον Φρύνιχο, τον αρχηγό της φατρίας των εξτρεμιστών. Δραπέτευσε, αλλά ο συνέταιρος του, ένας κάτοικος του Άργους, συνελήφθη και ο φυλακισμένος, παρά τα βασανιστήρια, αρνήθηκε να ανακοινώσει το όνομα του εργοδότη του. Με τους εξτρεμιστές ανίκανους να αναλάβουν αποτελεσματική δράση σε αυτή την περίπτωση, και καθώς ο πελοποννησιακός στόλος εκινείτο προς την Αίγινα (μια λογική στάση στην εμφάνιση στον Πειραιά), ο Θηραμένης και το κόμμα του αποφάσισαν να αναλάβουν δράση.
Ο Αριστοκράτης, ο οποίος διοικούσε ένα σώμα από οπλίτες στον Πειραιά, συνέλαβε από τον στρατηγό των εξτρεμιστών, Αλεξικλής – εξοργισμένοι, οι εξτρεμιστές ηγέτες των Τετρακοσίων ζήτησαν τη λήψη μέτρων και απείλησαν τον Θηραμένη και το κόμμα του. Προς έκπληξη τους, ο Θηραμένης προσφέρθηκε να στείλει στρατό για να σώσει τον Αλεξικλή – οι ηγέτες των εξτρεμιστών δέχθηκαν την προσφορά του, και ο Θηραμένης έπλευσε για τον Πειραιά, μαζί με ένα μετριοπαθή και ένα ακραίο ολιγαρχικό, τον Αρίσταρχο. Όταν ο Θηραμένης και η δύναμη του έφθασαν στον Πειραιά, ο Αρίσταρχος, σε μια πράξη οργής, διέταξε τους οπλίτες του να επιτεθούν στους οπλίτες που είχαν συλλάβει τον Αλεξικλή. Ο Θηραμένης προσποιήθηκε ότι βρισκόταν σε οργή, αλλά όταν ρωτήθηκε από τους οπλίτες αν θεωρούσε την οχύρωση στην Αιτιονεία καλή ιδέα, απάντησε ότι αν ήθελαν να το κατεδαφίσουν, θα ήταν καλή ιδέα. Επίσης είπε ότι όποιος θέλει τους 5.000 να κυβερνούν, αντί των Τετρακόσιων, σήμαινε πως ήθελε τους οπλίτες να εργάζονται.
Ο Ντόναλντ Κάγκαν ισχυρίζεται ότι αυτό το μήνυμα υποκινήθηκε από το κόμμα του Θηραμένη, το οποίοι ήθελε τους 5.000 να κυβερνήσουν – οι οπλίτες κατεδάφισαν την οχύρωση, με την ελπίδα ότι θα επέστρεφαν στη δημοκρατία. Αρκετές μέρες αργότερα, ο πελοποννησιακός στόλος έφθασε στον Πειραιά, αλλά, βρίσκοντας τις οχυρώσεις κατεστραμμένες και το λιμάνι καλά αμυνόμενο, έπλευσε στην Εύβοια. Αρκετές μέρες αργότερα, οι Τετρακόσιοι αντικαταστάθηκαν επίσημα από την κυβέρνηση των 5.000 – οι πιο ακραίοι ολιγαρχικοί εγκατέλειψαν την πόλη.
Στη διοίκηση
Υπό την κυβέρνηση των 5.000 και υπό τη δημοκρατία που είχε αντικατασταθεί το 410 π.Χ, ο Θηραμένης υπηρέτησε ως στρατηγός για αρκετά χρόνια, διοικώντας τους στόλους στο Αιγαίο και στον Ελλήσποντο. Λίγο αργότερα, μετά την άνοδο της κυβέρνησης των 5.000, ο Θηραμένης έπλευσε για τον Ελλήσποντο, για να ενωθεί με τον Θρασύβουλο και τους άλλους στρατηγούς, οι οποίοι εκλέχτηκαν από τον στρατό στη Σάμο.
Μετά τη νίκη των Αθηναίων στη ναυμαχία της Αβύδου, έλαβε το 1/3 των τριηρών για να επιτεθεί στους επαναστάτες της Εύβοιας, οι οποίοι έχτισαν ένα υπερυψωμένο μονοπάτι ως τη Βοιωτία, για να αποτρέψουν την επίθεση στο νησί τους. Ανίκανος να σταματήσει την κατασκευή, λεηλάτησε τα εδάφη αρκετών άλλων πόλεων που είχαν επαναστατήσει και τότε ταξίδεψε σε όλο το Αιγαίο για την καταστολή των ολιγαρχιών και την άντληση κεφαλαίων από αρκετές πόλεις της Αθηναϊκής Αυτοκρατορίας. Τότε, μαζί με τον στόλο, κατευθύνθηκε στη Μακεδονία, όπου βοήθησε τον Μακεδόνα βασιλιά Αρχέλαο στην πολιορκία της Πύδνας, αλλά, καθώς η πολιορκία βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, έπλευσε στη Θράκη, για να ενωθεί με τον Θρασύβουλο. Ο στόλος κινήθηκε για να αντιμετωπίσει τον στόλο του Μίνδαρου, ο οποίος βρισκόταν στη Κύζικο.
Ο Θηραμένης ήταν διοικητής μιας πτέρυγας του αθηναϊκού στόλου, ο οποίος πέτυχε αποφασιστική νίκη στη ναυμαχία της Κυζίκου. Σε αυτή τη μάχη, ο Αλκιβιάδης (ο οποίος ανακλήθηκε από την εξορία δια μέσου του στόλου στη Σάμο λίγο μετά το πραξικόπημα) οδήγησε μια δύναμη για να δελεάσει τους Σπαρτιάτες σε ανοιχτό πεδίο, καθώς ο Θρασύβουλος και ο Θηραμένης, ο καθένας με τις μοίρες του, έκοψαν τον δρόμο της υποχώρησης των Σπαρτιατών. Ο Μίνδαρος προσπάθησε να αποβιβαστεί σε μια κοντινή παραλία, όπου διεξήχθη μια σκληρή μάχη μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών.
Ο Θρασύβουλος και ο Αλκιβιάδης αντιμετώπιζαν τους Αθηναίους, ενώ ο Θηραμένης ενώθηκε με ένα αθηναϊκό στρατό, ο οποίος βρισκόταν εκεί κοντά, και βιάστηκε για να σώσει τους άλλους δύο – η άφιξη του έκανε την αθηναϊκή νίκη ολοκληρωτική, αφού κατάφεραν να καταστρέψουν τον σπαρτιατικό στόλο.
Ως αποτέλεσμα της νίκης των Αθηναίων, η Κύζικος κατακτήθηκε και κατασκευάστηκε ένα οχυρό στη Χρυσόπολη, στο οποίο έμειναν το 1/10 των πλοίων που έρχονταν από τον Βόσπορο. Ο Θηραμένης και ένας άλλος στρατηγός έμειναν σε αυτό το οχυρό με μια φρουρά από 30 πλοία για να εποπτεύει την είσπραξη των φόρων.
Στην Αθήνα, εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση των 5.000 αντικαταστάθηκε από μια δημοκρατική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της μάχης – ο Ντόναλντ Κάγκαν θεωρεί ότι η απουσία του Θηραμένη, του «καλύτερου ομιλητή των μετριοπαθών», άνοιξε τον δρόμο για αυτή την αποκατάσταση.
Αργινούσες
Ο Θηραμένης παρέμεινε στρατηγός κατά το 407 π.Χ, αλλά, αυτό το έτος, όταν η αθηναϊκή ήττα στη ναυμαχία του Νοτίου οδήγησε στην πτώση του Αλκιβιάδη και των πολιτικών συμμάχων του, ο Θηραμένης δεν επανεκλέγη. Τον επόμενο χρόνο, ωστόσο, σάλπαρε ως τριηράρχης για να βοηθήσει τον Κόνων, ο οποίος δεχόταν επίθεση, έχοντας 40 τριήρεις, στη Μυτιλήνη από τον Καλλικρατίδα. Το σώμα του Θηραμένη νίκησε τους Σπαρτιάτες στη ναυμαχία των Αργινουσών, αλλά μετά τη μάχη, ο Θηραμένης βρέθηκε στη μέση μιας μαζικής διαμάχης.
Στο τέλος της μάχης, οι στρατηγοί, οι οποίοι ανέλαβαν τη διοίκηση του στόλου, συγκάλεσαν συνέδριο για να συζητήσουν τα επόμενα βήματα τους. Εκεί παρουσιάστηκαν αρκετά πιεστικά προβλήματα – 50 πελοποννησιακά πλοία, υπό τη διοίκηση του Αιτεόνικου, και μια αποφασιστική κίνηση των Αθηναίων θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή αυτής της δύναμης, αλλά παράλληλα, τα πλοία έπρεπε να αποτρέψουν τον θάνατο των ναυτών των 25 πλοίων που είχαν βυθιστεί στη μάχη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, όλοι οι 8 στρατηγοί, με το μεγαλύτερο μέρος του στόλου, σάλπαραν στη Μυτιλήνη, ενώ ο Θρασύβουλος και ο Θηραμένης, οι οποίοι ήταν τριηράρχες σε αυτή τη μάχη, αλλά είχαν υπηρετήσει ως στρατηγοί σε προηγούμενες εκστρατείες, έμειναν πίσω για αναλάβουν την επιστροφή των επιζώντων και την ταφή των νεκρών. Σε αυτό το σημείο, ωστόσο, ξέσπασε άγρια καταιγίδα, και οι δύο δυνάμεις επέστρεψαν στην ακτή. Ο Αιτεόνικος δραπέτευσε, και ένας μεγάλος αριθμός Αθηναίων ναυτών – από 1.000 μέχρι 5.000 άνδρες – πνίγηκαν.
Όταν αυτά τα νέα έφθασαν στην Αθήνα, μια μαζική διαμάχη ξέσπασε πάνω από τον επιμερισμό ευθυνών για την κακότεχνη διάσωση. Οι κάτοικοι της Αθήνας ήταν εξαγριωμένοι με την απώλεια τόσων ναυτών, καθώς και για την αποτυχία ταφής των νεκρών, οι στρατηγοί θεώρησαν ότι ο Θρασύβουλος και ο Θηραμένης, που είχαν ήδη επιστρέψει στην Αθήνα, οδηγούσαν τον λαό εναντίον τους, και έστειλαν γράμματα, στα οποία έριχναν την ευθύνη σε αυτούς τους δύο τριηράρχες για την αποτυχία.
Ο Θρασύβουλος και ο Θηραμένης αναγκάστηκαν να εξηγήσουν τη συμπεριφορά τους μπροστά στη συνέλευση – για άμυνα, ο Θηραμένης παρουσίασε το γράμμα των στρατηγών, που είχαν κατηγορήσει τις καιρικές συνθήκες για την καταστροφή – οι τριηράρχες αθωώθηκαν, και ο θυμός του λαού γύρισε κατά των στρατηγών. Και οι οκτώ στρατηγοί έχασαν τις θέσεις τους και στάλθηκαν στην Αθήνα για δίκη. Δύο από αυτούς γλίτωσαν, αλλά οι υπόλοιποι έξι επέστρεψαν για να δικαστούν, όπως είχε αποφασιστεί.
Ο Διόδωρος σημειώνει ότι οι στρατηγοί έκαναν κριτικό λάθος με το να προσπαθήσουν να ρίξουν τις ευθύνες στον Θηραμένη. «Αντί να έχουν τη βοήθεια του Θηραμένη και των συνεργατών του στη δίκη, άνδρες οι οποίοι ήταν όλοι ικανοί ρήτορες και είχαν πολλούς φίλους, και το πιο σημαντικό, συμμετείχαν σε σχετιζόμενα, με τη μάχη, γεγονότα, αντιθέτως, τον έκαναν αντίπαλο».
Όταν η δίκη ξεκίνησε, οι πολυάριθμοι πολιτικοί σύμμαχοι του Θηραμένη ήταν οι αρχηγοί της φατρίας που ζητούσε την καταδίκη των στρατηγών. Μετά τη δίκη ακολούθησε σειρά συζητήσεων και νομικών ελιγμών, καθώς η συνέλευση δεν ήξερε τι να κάνει με τους στρατηγούς. Πρώτα, αποφασίστηκε να αντιμετωπιστούν με επιείκεια, αλλά στο τέλος, οι δημόσιες επιδείξεις πένθους από τις οικογένειες των νεκρών και οι επιθετικές διώξεις ενός πολιτικού, ονόματι Καλλίξενος, άλλαξαν τη γνώμη της συνέλευσης – οι έξι στρατηγοί εκτελέστηκαν.
Οι Αθηναίοι, αφού ηρέμησαν, μετάνιωσαν για την πράξη τους, και για χιλιάδες χρόνια οι ιστορικοί αναφέρουν ότι ήταν ίσως η μεγαλύτερη δικαστική πλάνη κυβέρνησης που είχε ποτέ διαπραχθεί.
Διαπραγματευόμενος την Ειρήνη
Το 405 π.Χ, ο αθηναϊκός στόλος ηττήθηκε και καταστράφηκε από τον πελοποννησιακό στόλο, υπό τη διοίκηση του Λύσανδρου, στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, στον Ελλήσποντο. Χωρίς εφόδια για να δημιουργήσουν άλλο στόλο, οι Αθηναίοι μπορούσαν μόνο να περιμένουν τον Λύσανδρο να σαλπάρει δυτικά δια μέσω του Αιγαίου προς την πόλη τους. Αφού είχαν περικυκλωθεί από ξηρά και θάλασσα, και με λίγα εφόδια, οι Αθηναίοι έστειλαν πρεσβευτές στον Σπαρτιάτη βασιλιά Αγή Β’, του οποίου ο στρατός στρατοπέδευσε έξω από τα τείχη τους, προσφέροντας τους να γίνουν μέλη της Σπαρτιατικής συμμαχίας, αν οι Σπαρτιάτες τους επέτρεπαν να διατηρήσουν τα τείχη και το λιμάνι τους. Ο Άγης, ισχυριζόμενος ότι δεν έχει δύναμη για να διαπραγματεύσεις, έστειλε την πρεσβεία στη Σπάρτη, αλλά εκεί τους είπαν ότι, αν ήθελαν ειρήνη, έπρεπε να προτείνουν καλύτερους όρους στους Σπαρτιάτες.
Οι Αθηναίοι ήταν, αρχικά, αδιάλλακτοι και έφθασαν στο σημείο να φυλακίσουν ένα άνδρα επειδή πρότεινε την κατεδάφιση ενός τμήματος των Μακρών Τειχών, όπως ζήτησαν οι Σπαρτιάτες, αλλά η πραγματικότητα της κατάστασης τους οδήγησε τελικά στην αποδοχή των όρων της Σπάρτης. Σε αυτή την κατάσταση, ο Θηραμένης, σε μια ομιλία του, ζήτησε να σταλθεί ως πρέσβης στον Λύσανδρο (ο οποίος πολιορκούσε τη Σάμο) για να καθορίσει τις προθέσεις της Σπάρτης από την Αθήνα – επίσης δήλωσε ότι είχε ανακαλύψει κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση της Αθήνας, αλλά απέφυγε να το αποκαλύψει στους πολίτες της πόλης.
Το αίτημα του έγινε δεκτό, και ο Θηραμένης σάλπαρε στη Σάμο για να συναντήσει τον Λύσανδρο – από εκεί, στάλθηκε στη Σπάρτη, και πιθανώς σταμάτησε στην Αθήνα. Στη Σπάρτη, με την παρουσία όλων των εκπροσώπων των συμμάχων της Σπάρτης, ο Θηραμένης και οι συνεργάτες του διαπραγματεύτηκαν τους όρους της ειρήνης που θα έληγε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο – τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά κατεδαφίστηκαν, το μέγεθος του αθηναϊκού στόλου περιορίστηκε σημαντικά, και η εξωτερική πολιτική της Αθήνας είχε αποδυναμωθεί εξασφάλισε σε αυτή της Σπάρτης επίσης, οι Αθηναίοι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν το «σύνταγμα των προγόνων τους».
Ο Θηραμένης επέστρεψε στην Αθήνα και παρουσίασε τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων – το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Αθήνας δέχθηκε τους όρους – ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, μετά από 28 χρόνια, έληξε.
Τριάκοντα Τύραννοι
Μετά την παράδοση της Αθήνας, τα Μακρά Τείχη κατεδαφίστηκαν και τα στρατιωτικά σώματα που πολιορκούσαν την πόλη επέστρεψαν στις πατρίδες τους – μια σπαρτιατική φρουρά ίσως έμεινε στην Αθήνα για να επιβλέπει την κατεδάφιση των τειχών – ο Λύσανδρος έπλευσε στη Σάμο για να ολοκληρώσει την πολιορκία της πόλης.
Ακόμα ένας όρος αυτής της συμφωνίας, η οποία επισφράγισε το τέλος του πολέμου, επέτρεπε στους εξορισμένους, από τους οποίους, οι περισσότεροι ήταν ολιγαρχικοί, να επιστρέψουν στην Αθήνα, και δούλεψαν σκληρά μετά τη συμφωνία. Η ολιγαρχική κοινωνική ομάδα εξέλεξε πέντε «επόπτες» για να σχεδιάσουν τη μετάβαση σε μια ολιγαρχία.
Τον Ιούλιο του 404 π.Χ, κάλεσαν τον Λύσανδρο πίσω στην Αθήνα, όπου επέβαλε την αλλαγή της κυβέρνησης – ένας ολιγαρχικός πολιτικός, ο Δρακοντίδης, πρότεινε στο συμβούλιο να δώσουν την κυβέρνηση στα χέρια 30 εκλεγμένων ανδρών – ο Θηραμένης υποστήριξε αυτή την ιδέα και με τον Λύσανδρο να απειλεί να τιμωρήσει την Αθήνα για την αποτυχία στο να κατεδαφίσουν τα τείχη γρήγορα, όπως είχαν υποσχεθεί, η πρόταση έγινε δεκτή από το συμβούλιο. Το συμβούλιο επέλεξε 30 άνδρες – οι 10 εκλέχτηκαν από τους «επόπτες», 10 από τον Θηραμένη και 10 από τον Λύσανδρο.
Αυτή η κυβέρνηση, η οποία γρήγορα έγινε γνωστή ως «Τριάκοντα Τύραννοι» για τις υπερβολές και τις θηριωδίες της, γρήγορα καταπιάστηκε με την επιβολή του ελέγχου της στην πόλη. Οι ολιγαρχικοί, υπό την ηγεσία του Κριτία, ενός από τους «επόπτες» και πρώην εξορισμένους, κάλεσαν μια σπαρτιατική φρουρά για να επιβεβαιώσουν την ασφάλεια τους και τότε ξεκίνησε κυριαρχία τρόμου, και εκτελούσαν οποιοδήποτε, τον οποίο θεωρούσαν να διαθέτει επαρκή πρωτοβουλία ή να έχει δύναμη να τους αντιμετωπίζει αποτελεσματικά.
Αυτή η εκστρατεία οδήγησε σε διαφωνίες μεταξύ του Θηραμένη και των Τριάκοντα – αρχικά ένας υποστηρικτής του Κριτία, ο Θηραμένης θεωρούσε άχρηστο να εκτελούν οποιονδήποτε που δεν έδειξε σημάδι επιθυμίας ζημιάς της ολιγαρχίας απλά επειδή ήταν δημοφιλής υπό τη δημοκρατία. Αυτή η διαμαρτυρία, ωστόσο, απέτυχε να επιβραδύνει τον ρυθμό των εκτελέσεων, άρα ο Θηραμένης υποστήριξε ότι, αν η ολιγαρχία ήθελε να κυβερνήσει με βία, θα έπρεπε τουλάχιστον να διευρύνει τη βάση της φοβούμενοι ότι ο Θηραμένης μπορεί να οδηγήσει ένα γνωστό κίνημα εναντίον τους, ο Κριτίας και οι ηγέτες των Τριάκοντα δημοσίευσαν ένα κατάλογο από 3.000 άνδρες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τη νέα κυβέρνηση.
Όταν ο Θηραμένης και πάλι δήλωσε ότι αυτός ο αριθμός παραμένει μικρός, οι ηγέτες διοργάνωσαν στρατιωτική επανεξέταση, αφού οι πολίτες διατάχθηκαν να συσσωρεύσουν τα όπλα τους – με τη βοήθεια της σπαρτιατικής φρουράς, οι ολιγαρχικοί κατάσχεσαν τα όπλα όλων εκτός από αυτά που ανήκαν στους 3.000. Αυτό, με τη σειρά του, σηματοδότησε την αρχή ακόμα μεγαλύτερων υπερβολών – για να πληρώνουν τους μισθούς της σπαρτιατικής φρουράς, ο Κριτίας και οι υπόλοιποι ηγέτες διέταξαν τον καθένα από τους Τριάκοντα να συλλάβει και να εκτελέσει ένα αλλοδαπό, και να κατάσχει την περιουσία του. Ο Θηραμένης, διαμαρτυρόμενος ότι αυτή η κίνηση ήταν χειρότερη από τη χειρότερη υπερβολή της δημοκρατίας, αρνήθηκε να ακολουθήσει τη διαταγή.
Ο Κριτίας και οι συνεργάτες του, λόγω αυτών των γεγονότων, αποφάσισαν ότι ο Θηραμένης έγινε ανυπόφορη απειλή για την κυβέρνηση τους – σύμφωνα με πληροφορίες, ο Κριτίας, μιλώντας μπροστά στη συνέλευση των 3.000, δήλωσε ότι ο Θηραμένης ήταν γεννημένος προδότης, ο οποίος είναι πάντα έτοιμος να μετατοπίσει την πολιτική υποταγή του ανάλογα με τις περιστάσεις. Περίφημα, του έδωσε το ψευδώνυμο «κόθορνος», το όνομα ενός χαλασμένου παπουτσιού, το οποίο μπορούσε να προσαρμοστεί και στα δύο πόδια – δήλωσε ανοιχτά πως ο Θηραμένης ήταν έτοιμος να υπηρετήσει τους δημοκράτες είτε τους ολιγαρχικούς, επιδιώκοντας το προσωπικό του συμφέρον.
Σε μια παθιασμένη απάντηση, ο Θηραμένης δήλωσε ότι δεν ήταν πολιτικά ασυνεπής. Είχε πάντα, δήλωσε, ακολουθήσει μια μετριοπαθή πολιτική, είτε με ακραία δημοκρατία είτε με ακραία ολιγαρχία, και ότι είναι αληθής στο ιδεώδες μια κυβέρνησης, η οποία θα αποτελείτο από οπλίτες και ανθρώπους ανώτερων τάξεων, οι οποίοι θα μπορούσαν να υπηρετήσουν αποτελεσματικά την πόλη. Αυτή η ομιλία είχε σημαντική επίδραση στο ακροατήριο, και ο Κριτίας είδε ότι, αν αρχίσει ψηφοφορία, ο Θηραμένης θα αθωωθεί.
Σύμφωνα με πηγές, μετά από συζήτηση με τους Τριάκοντα, ο Κριτίας διέταξε άνδρες με μαχαίρια να σταθούν στη σκηνή, μπροστά από το κοινό, και τότε να αφαιρέσουν το όνομα του Θηραμένη από τον κατάλογο των 3.000, στερώντας του το δικαίωμα για δίκη. Ο Θηραμένης προσπάθησε να βρει καταφύγιο σε ένα βωμό στο ιερό, αλλά δεν τα κατάφερε. Οι Έντεκα, οι φύλακες των φυλακισμένων, τον έσυραν μακριά από τον βωμό και τον ανάγκασαν να πιει ένα κύπελλο από κώνειο. Ο Θηραμένης, σαν να έπαιζε σε δημοφιλές παιχνίδι ποτού, στο οποίο ο παίχτης έπινε για ένα αγαπημένο του πρόσωπο, πίνοντας το ποτό, ήπιε το δηλητήριο και στη συνέχεια πέταξε τα κατακάθια στο πάτωμα, αναφωνώντας «Αυτό ας είναι για την υγεία του αγαπημένου μου Κριτία!»
Ιστοριογραφία
Ο Θηραμένης έζησε μια αμφιλεγόμενη ζωή, και ο θάνατος του δεν σταμάτησε τον αγώνα για την ερμηνεία των πράξεων του. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του, η φήμη του έγινε μέρος μιας διαμάχης, καθώς οι πρώην συνεργάτες του υπερασπίστηκαν τους εαυτούς τους κατά των εισαγγελέων με την αποκατάσταση της δημοκρατίας. (Το καθεστώς των Τριάκοντα διήρκεσε ως το 403 π.Χ) Κατά τη διάρκεια αυτής της διαμάχης, καθώς ήταν υπερασπιζόμενοι από τους Αθηναίους που συμπαθούσαν τη δημοκρατία, οι πρώην φίλοι του Θηραμένη στην ολιγαρχία προσπάθησαν να απαλλαχθούν με το να συνδέσουν τις κινήσεις τους με αυτές του Θηραμένη και απεικονίζοντας τον ως υπερασπιστή της Αθηναϊκής δημοκρατίας.
Παραδείγματα αυτών των προσπαθειών μπορούν να βρεθούν στις Ιστορίες του Διόδωρου Σικελιώτη και στον «Πάπυρο του Θηραμένη», ένα μέρος του οποίου ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1960. Ένα παράδειγμα για το είδος της επίθεσης αυτής της απεικόνισης επρόκετο να υπερασπιστεί εναντίον μπορεί να βρεθεί στις δημηγορίες του Λυσία, Κατά του Ερατοσθένη και Κατά του Αγόρατου – εκεί, ο Θηραμένης απεικονίζεται ως προδότης και ιδιοτελής, προκαλώντας ζημιά στην Αθήνα χάρη στις μηχανορραφίες του.
Ο Ξενοφών υιοθέτησε μια εξίσου εχθρική τάση στα πρώτα μέρη της εργασίας του, αλλά προφανώς είχε μια αλλαγή αισθημάτων κατά τη διάρκεια του χρονολογικού διαλείμματος στη συγγραφή που χωρίζει το δεύτερο βιβλίο των Ελληνικών – η απεικόνιση του Θηραμένη από τον Ξενοφώντα κατά την κυβέρνηση των Τριάκοντα Τυράννων αποτελεί πιο ευνοϊκή από ότι αυτή που είχε στα πρώτα χρόνια.
Μια τελική απεικόνιση προτάθηκε από τον Αριστοτέλη, ο οποίος, στο Σύνταγμα των Αθηναίων, απεικονίζει τον Θηραμένη ως μετριοπαθή και υπόδειγμα πολίτη – οι ιστορικοί έχουν αμφισβητήσει την καταγωγή αυτής της αναφοράς, με μερικούς να τη χαρακτηρίζουν ως προϊόν της προπαγάνδας του 4ου αιώνα π.Χ από το μετριοπαθές κόμμα του Θηραμένη, ενώ άλλοι, όπως ο Φίλιπ Χάρντιγκ, δεν βλέπουν ενδείξεις για μια τέτοια παράδοση και ισχυρίζονται ότι η απεικόνιση του Θηραμένη από τον Αριστοτέλη αποτελεί προϊόν της αξιολόγησης ενός άνδρα από αυτόν.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης, ένας μεταγλωττιστής των ιστοριών τον καιρό του Αυγούστου, παρουσιάζει μια γενικά ευνοϊκή απεικόνιση του Θηραμένη, η οποία προέρχεται από τον Έφορο, ο οποίος ήταν μαθητής του Ισοκράτη, ο οποίος με τη σειρά του ήταν μαθητής του Θηραμένη.
Η φήμη του Θηραμένη υποβλήθηκε σε μια δραματική αλλαγή από τον 19ο αιώνα, όταν έγιναν ευρέως αποδεκτές οι μη ευνοϊκές αναφορές του Ξενοφώντα και του Λυσία, και ο Θηραμένης θεωρήθηκε αποστάτης και κατηγορήθηκε για την εκτέλεση των στρατηγών μετά τις Αργινούσες. Η ανακάλυψη του Συντάγματος των Αθηναίων του Αριστοτέλη το 1890 αναίρεσε αυτή την τάση για την ευρεία αξιολόγηση του χαρακτήρα του Θηραμένη και οι αναφορές του Διόδωρου για τη δίκη των Αργινουσών επιλέχθηκαν από τους μελετητές όταν ο Άντονι Άντριουβες υπονόμευσε τις αναφορές του Ξενοφώντα στη δεκαετία του 1970 – οι πιο μελοδραματικές αναφορές του Διόδωρου, ως αναλυτική παρουσίαση των τελευταίων στιγμών του Θηραμένη, εξακολουθούν να είναι μειωμένες, αλλά είναι πιο επιλεγμένες σε διάφορα θέματα, καθώς και στη δίκη των Αργινουσών.
Ο Αριστοφάνης, στο Βάτραχοι, κοροϊδεύει την ικανότητα του Θηραμένη να απεγκλωβίζεται από σφιχτά σημεία, αλλά να μη παραδίδει καμία από τις δηκτικές επιπλήξεις, κάτι που θα περίμενε κανείς από ένα πολιτικό, του οποίου ο ρόλος στα γεγονότα μετά τις Αργινούσες έχει θεωρηθεί ιδιαίτερα αξιοκατάκριτος, και οι σύγχρονοι μελετητές το βλέπουν ως την πιο ακριβή απεικόνιση του Θηραμένη εκείνη την εποχή. Ο Λυσίας, εν τω μεταξύ, που επιτίθεται στον Θηραμένη σε πολλές αναφορές του, δεν είχε να δηλώσει κάτι αρνητικό για τα γεγονότα μετά τις Αργινούσες.
Οι πρόσφατες εργασίες έχουν γενικά αποδεχθεί την απεικόνιση του Θηραμένη ως μετριοπαθή, ως ιδανικό για ένα ολιγαρχικό που ήθελε μια ολιγαρχία βασισμένη στους οπλίτες. Ο Ντόναλντ Κάγκαν είπε για τον Θηραμένη ότι «…σε όλη την καριέρα του απέδειξε ότι ήταν πατριώτης και πραγματικά μετριοπαθής, προσηλωμένος σε σύνταγμα που θα έδινε εξουσία στην τάξη των οπλίτων, είτε στη μορφή της περιορισμένης δημοκρατίας ή σε μια ευρέως βασισμένη ολιγαρχία», καθώς ο Τζον Φάιν σημειώνει ότι «όπως πολλοί μετριοπαθείς, έγινε μισητός από τους πολιτικούς εξτρεμιστές».
Το σύνταγμα των 5.000 αναγνωρίζεται ως πολιτικό αριστούργημα του – η προσπάθεια του να κάνει κάτι τέτοιο το 404 π.Χ οδήγησε στον θάνατο του. Ο θάνατος του, εν τω μεταξύ, έγινε γνωστός για τη δραματικότητα του, και η ιστορία των τελευταίων στιγμών του Θηραμένη έχει επαναληφθεί ξανά και ξανά στην κλασσική ιστοριογραφία. «Επειδή βρήκε το θάνατο αψηφώντας ένα τύραννο», σημειώνει ο Τζον Φάιν, «είναι εύκολο να εξιδανικεύσει κανείς τον Θηραμένη».
Λίγες χιλιετίες μετά τον θάνατο του, ο Θηραμένης ήταν εξιδανικευμένος και στιγματισμένος – η μικρή επταετής καριέρα του στο επίκεντρο, αγγίζοντας όπως είχε κάνει σε μεγάλη σημεία αντιπαράθεσης τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, έγινε θέμα μυριάδων διαφορετικών διαφωνιών. Α
πό σύγχρονα πολεμικά έργα τα οποία περιγράφουν την καριέρα του, έχοντας αναδείξει το περίγραμμα ενός σύνθετου άνδρα, σχεδιάζοντας μια επικίνδυνη πορεία μέσα στο χάος στην πολιτική σκηνή της Αθήνας στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ – αν και οι ιστορικοί από τους αρχαίους καιρούς ως σήμερα έχουν προσφέρει πολύ πιο συγκεκριμένες απεικονίσεις, μιας μορφής ή άλλης, μπορεί να είναι ότι δεν θα γίνει ποτέ κάτι περισσότερο γνωστό με βεβαιότητα από το περίγραμμα.