Το 1821, η εξέγερση των Ελλήνων κατά του τουρκικού ζυγού, αρχικά δεν ενθουσίασε τους Ευρωπαίους. Μια ενδεχόμενη διάλυση της αυτοκρατορίας των Τούρκων, θα ανέτρεπε ριζικά την κατάσταση στην Ευρώπη.
Για τους λόγους αυτούς, αλλά και για να εξυπηρετήσουν η κάθε μια τα δικά της συμφέροντα, οι δυνάμεις της Ευρώπης δεν αναγνώρισαν την ελληνική επανάσταση.
Η αναγνώριση ήρθε από το Χαΐτιον, τη σημερινή Αϊτή
Η πρώτη χώρα που αναγνώρισε επίσημα την επανάσταση των Ελλήνων και τη διεκδίκηση της ελευθερίας τους, ήταν η Αϊτή, που τότε ονομαζόταν στα ελληνικά Χαΐτιον. Η Αϊτή ήταν μια ανεξάρτητη, αλλά πολύ φτωχή χώρα – προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης.
Ο Αδαμάντιος Κοραής μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες, είχε γράψει μια επιστολή στον τότε πρόεδρο της Αϊτής, Ζαν Πιερ Μπουαγέ, στην οποία ζητούσαν βοήθεια για την επανάσταση. Ο Αϊτινός πρόεδρος απάντησε με μια επιστολή, στην οποία έλεγε ότι η χώρα του ήταν πολύ φτωχή και δεν είχε ολοκληρώσει τον αγώνα της εναντίον των Γάλλων αποικιοκρατών.
Έτσι, δεν ήταν σε θέση να ενισχύσει οικονομικά την Ελλάδα. Αναγνώριζε, όμως, το δικαίωμα των Ελλήνων γι’ αυτοδιάθεση και μιλούσε με θερμά λόγια για την επανάσταση.
«Με μεγάλο ενθουσιασμό μάθαμε ότι η Ελλάδα αναγκάστηκε τελικά να αρπάξει τα όπλα, για να αποκτήσει την ελευθερία της και τη θέση που της ανήκει ανάμεσα στα κράτη. Πολίτες, μεταφέρετε στους συμπατριώτες σας τις θερμότερες ευχές για απελευθέρωση, που σας στέλνει ο λαός της Αϊτής», έγραφε μεταξύ άλλων ο Ζαν Πιερ Μπουαγέ.
Συμβολικά, η Αϊτή έστειλε στους Έλληνες 45 τόνους καφέ προς πώληση, για να αγοραστούν καριοφίλια και άλλα πολεμοφόδια, αλλά και 100 Αϊτινούς εθελοντές, που πέθαναν όλοι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την Ελλάδα.
Η επιστολή του προέδρου της Αϊτής προς τους Έλληνες διασώθηκε, σε ελληνική μετάφραση, στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» του φιλικού και αγωνιστή του ’21, Ιωάννου Φιλήμονος:
Ζαν Πιερ Μπουαγέ, πρόεδρος του Χαϊτίου, προς τους Πολίτας της Ελλάδος Α. Κοραήν, Κ. Πολυχρονιάδην, Α. Βογορίδην και Κ. Κλωνάρην.
«Εις τα Παρίσια
Πριν ή δεχθώμεν την επιστολή υμών, σημειουμένην εκ Παρισίων τη 20η παρελθόντος Αυγούστου, έφθασεν ενταύθα η είδησις της επαναστάσεως των συμπολιτών υμών κατά του δεσποτισμού, του επί τρεις περίπου διαρκέσαντος εκατονταετηρίδας. Μετά μεγάλου ενθουσιασμού εμάθομεν ότι η Ελλάς αναγκασθείσα τέλος πάντων εδράξατο των όπλων, ίνα κτήσηται της ελευθερίαν αυτής και την θέσιν, ήν μεταξύ των εθνών του κόσμου κατείχε.
Μία τόσον ωραία και τόσον νόμιμος υπόθεσις, και προ πάντων αι συνοδεύσασαι ταύτην πρώται επιτυχίαι, ουκ εισίν αδιάφοροι τοις Χαϊτίοις, οίτινες, ως οι Ελληνες επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον και δια των αλύσεων αυτών συνέτριψαν την κεφαλήν της τυραννίας.
Ευχηθέντες προς τον ουρανόν, όπως υπερασπισθή τους απογόνους του Λεωνίδου , εσκέφθημεν ίνα συντρέξωμεν τας γενναίας δυνάμεις τούτων, ει μη διά στρατευμάτων και πολεμοφοδίων, τουλάχιστον διά χρημάτων, ως χρησίμων εσομένων διά προμήθειαν όπλων, ών έχετε ανάγκην. Συμβεβηκότα όμως, επιβαλόντα τη πατρίδι ημών μεγάλην ανάγκην. επησχόλησαν όλον το χρηματικόν, εξ ού η Διοίκησις ηδύνατο καταβάλει μέρος. Σήμερον έτι η επανάστασις, η κατά το ανατολικόν μέρος της νήσου επικρατούσα, υπάρχει νέον προς την εκτέλεσιν αυτού του σκοπού κώλυμα. Επειδή το μέρος όπερ ηνώθη μετά της Δημοκρατίας, ής προεδρεύω, υπάρχει εν μεγίστη ενδεία και προκαλεί δικαίως μεγάλην του ταμείου ημών την δαπάνην. Εάν δ’ επέλθωσι κατάλληλοι, ως επιθυμούμεν, αι περιστάσεις, τότε βοηθήσωμεν προς τιμήν ημών τοις τέκνοις της Ελλάδος, όσον δυνηθώμεν.
Πολίται, διερμηνεύσατε προς τους συμπατριώτας υμών τας θερμοτέρας ευχάς, άς λαός του Χαϊτίου αναπέμπει υπέρ της ελευθερώσεως αυτών. Οι μεταγενέστεροι Ελληνες ελπίζουσιν εν τη αναγεννωμένη ιστορία τούτων άξια της Σαλαμίνος τρόπαια. Είθε παρόμοιοι τοις προγόνοις αυτών αποδεκνυόμενοι και υπό των διαταγών του Μιλτιάδου διευθυνόμενοι, δυνηθώσιν εν τοις πεδίοις του νέου Μαραθώνος τον θρίαμβον της ιεράς υποθέσεως, ήν επεχείρησαν υπέρ των δικαιωμάτων αυτών, της θρησκείας και της πατρίδος. Είθε, τέλος, διά των φρονίμων διατάξεων αυτών μνημονευθώσιν εν τη ιστορία οι κληρονόμοι της καρτερίας και των αρετών των προγόνων.
Τη 15η Ιανουαρίου 1822 και 19η της Ανεξαρτησίας
Μπόγερ»