Ο βίος του φιλοσόφου Παρμενίδη τοποθετείται στο β’ μισό του 6ου και το α’ μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Στον Θεαίτητο του Πλάτωνα ο Σωκράτης διηγείται το πώς συνάντησε, σε νεαρή ηλικία ο ίδιος, το γέροντα Παρμενίδη, τον οποίον αποκαλεί σεβάσμιο και επιβλητικό, όπως ο Όμηρος τον Πρίαμο.
Ο βίος του φιλοσόφου Παρμενίδη —πιστεύεται ότι καταγόταν από αρχοντική οικογένεια— τοποθετείται στο β’ μισό του 6ου και το α’ μισό του 5ου αιώνα π.Χ.
Πατρίδα του ήταν η Ελέα της Κάτω Ιταλίας, για την οποία κάναμε λόγο στα πρόσφατα άρθρα που αφορούσαν τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο.
Μάλιστα, ο τελευταίος θεωρήθηκε από την αρχαία ιστορία της φιλοσοφίας δάσκαλος του Παρμενίδη και —ως εκ τούτου— ιδρυτής της Ελεατικής Σχολής.
Οφείλουμε, όμως, να σημειώσουμε ότι η άποψη αυτή της άμεσης εξάρτησης αμφισβητήθηκε από το Γερμανό φιλόλογο Karl Reinhardt (1886-1958) στο συγγραφικό έργο του για τον Παρμενίδη και την ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας.
Σε κάθε περίπτωση, οι φιλοσοφικές ιδέες του Ξενοφάνη επηρέασαν μέχρις ενός σημείου τον Παρμενίδη.
Από τη μυθική θέαση και το απόφθεγμα προς την ορθολογιστική θεώρηση τού είναι και το επιχείρημα
Πέραν αυτού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελέα, λόγω της γειτνίασής της προς τα κέντρα του πυθαγορισμού, δέχτηκε την επιρροή των πυθαγόρειων ιδεών.
Επίσης, έχει διατυπωθεί κατ’ επανάληψιν ο ισχυρισμός ότι ο Παρμενίδης είχε σχέσεις με τον Ηράκλειτο, κάτι που είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί.
Επιπροσθέτως, αρκετές σκέψεις του Παρμενίδη προϋποθέτουν τη γνώση των απόψεων του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη, των σπουδαίων αυτών προσωκρατικών φιλοσόφων από τη Μίλητο, την ιωνική μητρόπολη.
Όμως, σημαντικότερο από όλες τις προαναφερθείσες υποτιθέμενες σχέσεις είναι το γεγονός ότι στην περίπτωση του Παρμενίδη η ελληνική σκέψη κατακτά μια νέα περιοχή του πνεύματος με πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα.
Ο ελεάτης φιλόσοφος χαράσσει νέους δρόμους, καθώς στρέφεται από τη μυθική θέαση και το απόφθεγμα προς την ορθολογιστική θεώρηση τού είναι και το επιχείρημα.
Οι παλαιότεροι Ίωνες εκκινούσαν από την εμπειρία του κόσμου που αποκτούσαν με τις αισθήσεις τους και αναζητούσαν την πρώτη αρχή αυτής της πολυμορφίας και το μηχανισμό της εξέλιξής της. Ο Παρμενίδης είναι εκείνος που υπερβαίνει αυτόν τον κόσμο του ορατού και αναζητεί την αλήθεια με τη δύναμη του πνεύματός του.
Το ένα και μοναδικό αληθινό ον, που είναι αγέννητο και άφθαρτο
Τη βρίσκει στο ένα και μοναδικό ον, που είναι αγέννητο και άφθαρτο. Η αιωνιότητά του προϋποθέτει ότι αυτό δεν έχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, αλλά είναι πάντα παρόν και υπαρκτό. Το αληθινό ον, που δεν ανέχεται κανένα μερισμό και καμία μεταβολή, είναι κάτι συνεχές, ακίνητο και ομοειδές, που μπορεί να παρομοιαστεί με μια σφαίρα.
Επίσης, το πραγματικό αυτό ον πουθενά δε διακόπτεται από το μη ον, το μη είναι, καθώς «υπάρχει μόνο το είναι, το μηδέν δεν υπάρχει».
Μολονότι ο Παρμενίδης φθάνει σε αυτήν την απόλυτη αντίληψη του όντος ξεπερνώντας τον κόσμο των αισθήσεων με το δρόμο του πνεύματος, και μάλιστα ταυτίζει το ον με τη σκέψη, αυτό το ον δεν εξαϋλώνεται, ώστε να γίνει καθαρή έννοια. Μάλλον νοείται ως κάτι αντικειμενικό, χωρίς να έχουμε περισσότερες πληροφορίες για την ποιότητά του.
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι ο Παρμενίδης αντιλαμβανόταν το αληθινό ον ως πεπερασμένο, θέση που προξένησε δυσκολίες στους οπαδούς του και γρήγορα εγκαταλείφθηκε.
Κατά τον Παρμενίδη, αντιμέτωπος με τον κόσμο του όντος, που είναι προσιτός στη σκέψη του σοφού, έρχεται ο κόσμος των φαινομένων, που είναι γέννημα ανθρώπινων απόψεων. Έτσι, απέναντι στο ένα και μοναδικό αληθινό ον στέκουν πολλές και διάφορες δοξασίες (δόξαι).
Η σχέση του κόσμου της δοξασίας και του κόσμου του αληθινού όντος
Στην περιοχή του αισθητού κόσμου, της εμπειρικής γνώσης, της αισθησιοκρατικής περί κόσμου δοξασίας, ανήκει η κοσμολογία του Παρμενίδη. Σύμφωνα με αυτήν, το βασικό λάθος των ανθρώπων είναι ότι στη θέση του ενός, του αδιαίρετου, τοποθετούν μια δυάδα, τη φωτιά (το φωτεινό στοιχείο) και τη νύχτα (το σκοτεινό στοιχείο), που αντιπροσωπεύουν την ενεργητική και την παθητική αρχή του κόσμου.
Μέσα από αυτήν την πλάνη, που επεκτείνεται στο καθετί, αναπτύσσεται με εσωτερική συνέπεια ο κόσμος της δοξασίας. Το μόνο κοινό που έχουν με το αληθινό ον τα δύο αντίθετα στοιχεία, η φωτιά και η νύχτα, είναι ότι δεν μπορούν να αλλάξουν τη φύση τους. Έτσι, αποκρούονται ερμηνείες του κόσμου όπως εκείνη του Αναξιμένη, και στη θέση τους εμφανίζεται στο προσκήνιο η έννοια της ανάμειξης (κράσης).
Ο βαθμός και ο τρόπος της ανάμειξης των δύο αρχών, που δεν τις βρίσκουμε παντού με την ίδια αναλογία, είναι σημαντικός για την κοσμολογία του φαινομενικού κόσμου: όπου κυριαρχεί η ενεργητική αρχή, το φωτεινό στοιχείο, η ζωή και η συνείδηση τού είναι κορυφώνονται.
Το δυσκολότερο και άλυτο ακόμη πρόβλημα που έθεσε ο Παρμενίδης είναι η σχέση του κόσμου της δοξασίας και του κόσμου του αληθινού όντος. Με άλλα λόγια, έως ποιο βαθμό προσεγγίζει την αλήθεια ή συμμετέχει στο πραγματικό ον η κοσμολογία που κατασκευάστηκε από τα στοιχεία φωτιά και νύχτα.
Ο θαρραλέος διανοούμενος, ο «άνθρωπος που ξέρει»
Ο Παρμενίδης εξέθεσε τις απόψεις του σε ένα εξάμετρο διδακτικό ποίημα, που έφερε τον τίτλο Περί Φύσεως και από το οποίο σώζονται σημαντικά τμήματα. Σε αυτό διαπιστώνουμε μεν επιρροές από τον Ησίοδο και την παλαιότερη χορικολυρική ποίηση, αλλά το σημαντικότερο στοιχείο είναι αναμφίβολα η αυτοτέλεια αυτού του ανθρώπου.
Στο προοίμιο του εν λόγω ποιήματος ο Παρμενίδης ταξιδεύει με το άρμα του προς το φωτεινό βασίλειο της αλήθειας, συνοδευόμενος από τις Ηλιάδες, θεϊκές κόρες. Από την περιοχή της νύχτας το άρμα φθάνει στην πύλη που χωρίζει το σκοτάδι (την άγνοια και την αυταπάτη) από την ημέρα (τη φωτισμένη γνώση). Η Δικαιοσύνη (Δίκη), η κλειδοκράτειρα, πείθεται από τις κόρες του Ήλιου να ανοίξει την επιβλητική πύλη.
Μια θεά, που δε γνωρίζουμε το όνομά της, υποδέχεται τον θαρραλέο αυτόν διανοούμενο και του αποκαλύπτει τον κόσμο της αλήθειας, του όντος, και τον κόσμο της φαινομενικής πραγματικότητας, της δόξης.
Στους ανωτέρω στίχους ο Παρμενίδης έδωσε μορφή στο πνευματικό βίωμά του. Η Κάτω Ιταλία υπήρξε από νωρίς ένας τόπος μύησης στα μυστήρια, και η γνωστοποίηση της αλήθειας στον κόσμο του φωτός δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς να στηριχτεί σε αυτά.
Η αποκάλυψη που περιγράφει ο ποιητής δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνάντηση στο πεδίο της γνώσης αυτού που υπάρχει μέσα στον ίδιον, τον «άνθρωπο που ξέρει», και αυτού που αποτελεί επενέργεια της θεότητας.
Υπάρχει μόνο το είναι, το μηδέν δεν υπάρχει
Συμπερασματικά, ο Παρμενίδης απορρίπτει τη γνώση που βασίζεται στην εμπειρία και τις αισθήσεις, και την αναπληρώνει με τη νόηση (το νοείν), τη μόνη που μπορεί να μας οδηγήσει στην ουσία των όντων, στην αλήθεια.
Υποστηρίζει, επίσης, ότι η πλάνη των αισθήσεων αρχίζει από τη φαινομενική αλλαγή και τη φθορά, ενώ πίσω από αυτές υπάρχει το αμετάβλητο είναι.
Εξάλλου, ο Παρμενίδης συνδυάζει το αίτημα της έρευνας του φυσικού κόσμου με την αναγκαιότητα της αντικειμενικής αλήθειας, σύμφωνα με την οποία κάτι είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει. Τίποτα δε γεννιέται από το κενό.
Στον επίλογο της ενότητας που αφορά το σπουδαίο ελεάτη φιλόσοφο και τη διδασκαλία του, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική για την ανάπτυξη της ελληνικής σκέψης, παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από το ποίημά του Περί Φύσεως:
Κι η θεά με καλοδέχτηκε, πήρε το χέρι το δεξί μου
στο δικό της και με τούτα τα λόγια με προσφώνησε:
«Καλώς όρισες, νέε, εσύ που έρχεσαι στο σπίτι μου συνοδεμένος
από αθάνατους ηνίοχους, με τ’ άλογα που σε κουβαλούν.
Δεν σ’ έβαλε μοίρα κακή σ’ αυτό το δρόμο, που τόσο μακριά
είναι απ’ των ανθρώπων τα βήματα,
αλλά η δικαιοσύνη. Πρέπει όλα να τα μάθεις,
την ήσυχη καρδιά της στρογγυλής Αλήθειας
και τις ιδέες των θνητών τις ψεύτικες.
Αλλά θα μάθεις και πώς πρέπει να ’ναι οι γνώμες των ανθρώπων
για να έχουν βάση και να διαπερνούν τα πάντα».
Ότι λέγεται και νοείται πρέπει αναγκαία να είναι·
γιατί υπάρχει μόνο το είναι, το μηδέν δεν υπάρχει.