Θέσις πρώτη.
Ο Άνθρωπος, ως «έμβιο όν που έχει την ικανότητα να κάνει έλλογη χρήση των παραστάσεών του» («ΖΩΟΝ ΧΡΗΣΤΙΚΟΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΛΟΓΙΚΩΣ», Επίκτητος), οφείλει να διάγει τον βίο του σε συμφωνία τόσο προς την συμπαντική, όσο και την ανθρώπινη φύση.
Για τον Άνθρωπο, το «κατά Φύσιν ζήν» εξασφαλίζεται από την αξιοποίηση του «Λόγου», δηλαδή του πυροειδούς πνεύματος το οποίο εντός των ανθρωπίνων όντων γίνεται η αφορμή της συνειδήσεως της σχέσεως προς εαυτόν, αλλήλους και Κόσμο (η οποία, με τη σειρά της, εκδηλώνεται αυτομάτως ως ικανότης σκέψεως, σχεδιασμού, αναλύσεως και ομιλίας), αξιοσημείωτον είναι δε το γεγονός ότι μέγα τμήμα της φιλοσοφικής προσπαθείας των στωϊκών, αφιερούται τελικώς στην κατάδειξη του ορθού και καταληπτού της εννοίας «Λόγος», πάνω στο οποίο στηρίζεται ολόκληρο το φιλοσοφικό οικοδόμημα της Σχολής, με όλα τα μέσα που είχαν οι διδάσκαλοι της Στοάς στη διάθεσή τους, Ο μέσος Άνθρωπος συνδέεται με την Φύση ή τον Θεό, μόνον ως λογικός, δηλαδή ενεργητικός παράγων.
Ο φιλόσοφος Άνθρωπος όμως, αυτός που πορεύεται προς εκείνον που οι στωϊκοί αποκαλούν «Σοφό», μέσω της Φυσικής Φιλοσοφίας, της Ηθικής και της Λογικής, κάνει ένα βήμα πέρα από την απλή «Λογικότητα». Για να ζήσει «κατά Φύσιν», οφείλει προηγουμένως να γνωρίζει ποια γεγονότα είναι αληθινά και σε τι συνίσταται η «Αλήθεια» (ως λέξη, σύνθετος, εκ του στερητικού α- και του ρήματος λανθάνω, δηλ. κρύβομαι).
Θέσις δευτέρα.
Ως «Φύσις» (εκ του ρήματος «φύειν», δηλαδή εκ του γεννάν) ορίζεται η εντός του Κόσμου Δύναμις και Αρχή, η οποία «..διαμορφώνει και δημιουργεί όλα τα πράγματα» (SVF 2, 937), «..δίδει στον Κόσμο ενότητα και συνοχή» (SVF 2, 549, 1211), «..κινείται μόνη της και δημιουργεί ως πύρινο πνεύμα ή τεχνικόν πύρ» (SVF 2, 1132 κ. ε.), «..εκδηλώνεται ως Ανάγκη και Ειμαρμένη» (SVF 2, 913), «..εκδηλώνεται ως Ψυχή του Κόσμου, Θεός, Πρόνοια, Δημιουργός, Ορθός Λόγος» (SVF 1, 158, 176, SVF 3, 323). Ο Κικέρων (De Natura Deorum, II, 22) διασώζει ότι, από τη Στοά, η Φύση ορίζεται ως «τεχνικόν πύρ, πνεύμα πυρώδες και έμφρον, έμφυτον και αυτουργόν», ο δε Διογένης Λαέρτιος σημειώνει (7, 148) ότι οι στωϊκοί «ονομάζουν Φύση άλλοτε εκείνο που συγκρατεί τον Κόσμο και άλλοτε εκείνο που παράγει τα επίγεια πράγματα.
Η Φύση είναι ένας τρόπος του υπάρχειν ο οποίος αλλάζει αφ’εαυτού, σύμφωνα με σπερματικές εσωτερικές του αιτίες, και παράγει και συγκρατεί τα πράγματα που γεννώνται από την ίδια σε καθορισμένους χρόνους και τα διαμορφώνει όμοια με εκείνα από τα οποία προέρχονται..». Ο Κόσμος, άφθαρτος, αγέννητος και μόνος αρχιτέκτων της εσωτερικής του τάξεως, επιδέχεται λογική εξήγηση και είναι καθεαυτός ένα λογικώς οργανωμένο οικοδόμημα. Όλα, ορατά και αόρατα, είναι οργανικά τμήματα μίας Θείας Ενότητος. Όλα, μηδενός εξαιρουμένου, οι Θεοί, η ύλη, οι αρετές και, φυσικά, οι άνθρωποι, αποτελούν μέλη μίας συμπαντικής Πολιτείας με σαφείς, δίκαιους αλλά και απαρά βατους νόμους, την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «Κοσμόπολι». Όλα τα μέλη της «Κοσμοπόλεως» είναι τέκνα της ιδίας Αρχής και προς άλληλα οφείλουν φιλότητα και διαρκή σεβασμό.
Θέσις τρίτη.
Το «εκδηλωμένο» τμήμα της «Κοσμοπόλεως» του Κόσμου, εξουσιάζεται από μία αιώνια και θαυμαστή αρμονία αντιθέτων (λ.χ. «ποιούν» και «πάσχον»). Η γένεσις του εκάστοτε Κόσμου συντελείται από δύο πρωταρχικές Αρχές, αντιδιαμετρικώς αντίθετες, η μία εκ των οποίων είναι παθητική («Ύλη») και η άλλη ενεργητική («Θείος Λόγος»), που επιδρά πάνω στην πρώτη. Το δημιουργικό αίτιο (που ονομάζεται και «Ποιούσα Αρχή», «Ψυχή του Κόσμου», «Ζεύς», «Θεός»), το οποίο άλλοτε μεν συστέλλεται σε ένα μόνον σωματικό Όν, άλλοτε δε διαστέλλεται σε απείρους «σπερματικούς Λόγους», είναι εγκόσμιο, όπως σε όλες τις Εθνικές και «πολυθεϊστικές» Κοσμοαντιλήψεις, και ορίζεται, συμφώνως προς τα ανωτέρω, ως το πυροειδές πνεύμα που διαχέεται ακόμη και στα απειροελάχιστα τμήματα του Κόσμου και τα συνέχει.
Περιγράφεται δε αυτός ο «Λόγος – Ζεύς» και ως «Ειμαρμένη» (επειδή θέτει τα πάντα σε απόλυτη σύνδεση κάτω από μία αυστηρή νομοτέλεια), «Πρόνοια» (επειδή διέπεται από Αγαθότητα και Φιλότητα και επιτρέπει σε κάθε λογικό όν την απόλυτη εμπιστοσύνη προς τις επιλογές της) και «Φυσικός Νόμος» (επειδή θέτει και συγκρατεί σε αιώνιο τάξη τα άπειρα τμήματα του Κόσμου).
Θέσις τετάρτη.
Ο καθένας και το κάθε τι, συνδέεται με το Αιώνιο Όλον και τον Θεό, μέσω μίας εσωτερικής προσωπικής θεότητος, του λεγομένου «Δαίμονος Εαυτού». Ο «Δαίμων Εαυτού» είναι ο σύνδεσμος της ψυχής μας με την Ψυχή του Παντός, με τον Αιώνα του Όλου Κόσμου (ο «Αιών» εδώ ας νοηθεί με την ομηρική έννοια, ως έδρα και πηγή της υπάρξεως).
Δεν θεωρούνται σοβαρές οι θεωρίες περί προσωπικής αθανασίας, ως «ψυχή» δε ορίζεται «η εσωτερική, έμφυτη και αδιάσπαστη πνοή η οποία διατρέχει όλα τα τμήματα του σώματος, όσο η ομαλή αναπνοή του ζώντος όντος είναι παρούσα στο σώμα».
Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο οποίος τριχοτομεί την ανθρώπινη ψυχή και ορίζει την Δικαιοσύνη ως την αρετή η οποία προσδιορίζει τον ρόλο του κάθε τμήματος της ψυχής, διακοσμώντας μάλιστα την περιγραφή του σχήματος αυτού με μύθους μεταφυσικούς που κάνουν λόγο για μία υποτιθέμενη «πτώση» της ψυχής, που με τη σειρά της υποβιβάζεται σε κεντρικό χαρακτήρα μίας ηθικοθρησκευτικής εσχατολογίας, η Στοά θεωρεί ΕΝΙΑΙΑ την ψυχή (εκτός από «ένθερμο» και σωματική) και αντιστέκεται σθεναρώς στον πειρασμό της Ελληνιστικής Εποχής να την εγκλωβίσει σε εσχατολογίες.
Οι στωϊκοί ομιλούν για 8 διαφορετικά τμήματα της ψυχής, μόνον με βάση τη θεωρία της «Συμπαθείας» και τη θεωρία της «Τάσεως», δίχως ποτέ να θίξουν την αρχική ενότητα συγκροτήσεως της ψυχής ως οντογενετική Αρχή. Η ΕΝΙΑΙΑ ψυχή έχει απλώς 8 διαφορετικά «διαμερίσματα»: το «Ηγεμονικόν», τις 5 Αισθήσεις ή «Αισθητικά», το «Σπερματικόν» και το «Φωνητικόν», με κέντρο όλων των κινήσεών της το πρώτο, το οποίο παρομοιάζεται με μία αράχνη που στέκει στο κέντρο ενός ιστού, δεχομένη όλα τα μηνύματα για οτιδήποτε την πλησιάζει.
Εξοπλισμένη με αυτά τα «διαμερίσματά» της, η ψυχή φθάνει στην πλήρη ανάπτυξή της όταν κατορθώνει να προσλαμβάνει τις λεγόμενες «κοινές έννοιες» (αυτό υπολογίζεται από τους στωϊκούς στο 7ο έτος της ανθρωπίνης ηλικίας) και γίνεται η ίδια μία πλήρης λογική αλλά και γενετική Αρχή όταν φθάνει στην «ωριμότητά» της (από 14 ετών, καθώς το άτομο έχει πλέον διαμορφωμένες μέσα του όλες τις «κοινές έννοιες» ή «εμφύτους προλήψεις», δηλαδή τις φυσικές γνώμες που συνιστούν μία κοινή για όλους τους ανθρώπους έννοια).
Θέσις πέμπτη.
Η Ελευθερία ορίζεται ως η σπάνια πνευματική κατάσταση του «Σοφού», η οποία επιτρέπει, μέσω της Γνώσεως, την γαλήνια αποδοχή των αναποτρέπτων πραγμάτων ακόμη και στις αρκετές περιπτώσεις που αυτά είναι «δυσάρεστα» για τον πεπερασμένο εαυτό. Ακόμη και αυτοί οι ίδιοι οι Θεοί, οι κατ’εξοχήν ελεύθεροι, από τη στιγμή που όρισαν και διέταξαν την πορεία των πραγμάτων, όπως ορθώς παρατηρεί ο Σενέκας υποτάσσονται απολύτως σε αυτήν, μη δυνάμενοι ή μη ενδιαφερόμενοι να την αλλάξουν ή ακυρώσουν.
Η Μοίρα στέκει πάνω ακόμη και από τους Θεούς και, με εντελώς ανελαστικό τρόπο, «οδηγεί τον θέλοντα και παρασύρει τον μη θέλοντα». Η κάθε ανθρώπινη ψυχή διαθέτει συνεπώς ελευθερία βουλήσεως και όχι ελευθερία πράξεως, αλλά μόνον δυνατότητα πράξεως. Επιπροσθέτως, μόνον η λεγόμενη «Πεποίθησις» αποτελεί πραγματική πράξη της ψυχής. Ο μόνος ελεύθερος θνητός είναι ο «Σοφός», διότι μιμείται τους κατεξοχήν ελευθέρους (τους Θεούς) σε αυτή την απολύτο συμφιλίωση με τη ροή των πραγμάτων (ο Επίκτητος γράφει χαρακτηριστικά ότι «η Ελευθερία συνίσταται στο να επιθυμούμε να έλθουν τα πράγματα όχι όπως θέλουμε, αλλά όπως συμβαίνουν»).
Ο «Σοφός», κατέχων την Αρετή, παραμένει ελεύθερος ακόμη και μέσα σε δεσμά, γιατί αντέχει το να πράττει μόνον όσα εξαρτώνται από αυτόν, παραμένοντας ψύχραιμος και ήρεμος απέναντι σε όσα δεν εξαρτώνται από αυτόν. Αντιθέτως, οι αμέτρητοι υποτιθέμενοι «ελεύθεροι» που ταπεινώνονται και εξευτελίζονται για μία ανώτερη κοινωνική θέση ή για διάφορα υλικά αγαθά, είναι άθλιοι και δούλοι (διακρινόμενοι απλώς σε «μικροδούλους» ή «μεγαλοδούλους», αναλόγως του μεγέθους των επιδιώξεών τους)
Θέσις έκτη.
Κύριο βιοτικό προτεινόμενο είναι η απλότης του βίου μέσα από την οδό της μετριοπαθείας, της ανοχής και της λιτότητος, με σεβασμό προς τους Πατρώους Τρόπους (ρωμαϊστί, Mos Maiorum). Οι ανώτατες δυνάμεις είναι οι εσωτερικές του εαυτού, αλλά ο βίος οφείλει να είναι πάντοτε προσανατολισμένος προς την δημόσια δράση. Η απόσυρση επιτρέπεται μόνον ως προπαρασκευή για επόμενη δημόσια δράση.
Θέσις έβδομη.
Η πνευματική εξέλιξις στο ανθρώπινο στάδιο, το οποίο «στοιχειώνεται» από τον παράγοντα «Λογικότης», αποκτάται μόνον με την επίμονη και επίπονη φιλοσοφική αναζήτηση του «Αγαθού». Η Φιλοσοφία είναι η ασφαλής οδός για την «Αρετή», η οποία θεμελιώνεται μόνον επάνω στην επαφή με την Γνώση (η οποία ορίζεται ως ασφαλής, δηλαδή αντικειμενική και αληθής).
Η Γνώσις διαφέρει από την Δοξασία, η οποία είναι ασθενής ή ψευδής γνώσις. Κατά τον Ζήνωνα (όπως διασώζεται στον Κικέρωνα, Academica, 1, 41-42) η κάθε ασθενής ή ψευδής γνώσις μπορεί και πρέπει να ταυτίζεται, δικαίως, με την Άγνοια. Ο Αρκεσίλαος επεσήμανε ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στην Γνώση και την Άγνοια.
Θέσις ογδόη.
Η «Αρετή» πρέπει να είναι το απόλυτο «προς απόκτησιν», η «Κακία» το απόλυτο «προς αποφυγήν». Σε προέκταση της επισημάνσεως του Αρκεσιλάου αναφορικώς με την Γνώση και την Άγνοια, όλα τα υπόλοιπα ανάμεσα στην «Αρετή» και την «Κακία» κατατάσσονται στα λεγόμενα «Αδιάφορα».
Ο Στοβαίος μας παραδίδει ότι κατά του στωϊκούς η «Αρετή» χωρίζεται σε «πρώτες» και «υποτεταγμένες» (δευτερεύουσες) επιμέρους Αρετές. Το Κακόν υπάρχει μόνον «κατά παρακολούθησιν της Αρετής ή του Αγαθού» και δεν είναι δυνατόν να λείψει από τον Κόσμο, καθώς η Αρμονία και η Τελειότης έχουν πάντοτε ως προϋπόθεσή τους την ύπαρξη των αντιθέτων (της «εναντιότητος»).
Όπως παρατηρεί ο Επίκτητος, οι Θεοί διέταξαν να υπάρχουν, αναμεσα σε άλλα αντίθετα, η Αρετή και η Κακία «για την αρμονία του συνόλου». Το ηθικό Κακόν δεν αποτελεί συνεπώς πραγματικό Κακόν διότι χρησιμεύει στην αρμονία του συνόλου και εκπληροί έναν σαφή σκοπό. Το λεγόμενο «Κακόν» δεν είναι παρά η χυδαιοτέρα και κατωτάτη μορφή του «Αγαθού» και, αντιστοίχως, ο φαύλος άνθρωπος στέκει απλώς, αυτοτιμωρούμενος κατ’ουσίαν, στην κατώτατη βαθμίδα του ανθρωπίνου είδους, προδότης της φύσεώς του και αυτοϋποβιβασθείς σε άλογο ζώον.
Ο ενάρετος άνθρωπος δεν απειλείται από την ύπαρξη του φαύλου, όπως και δεν απειλείται από την πέριξ αυτού ύπαρξη των φυτών και των αλόγων ζώων. Δεν υπάρχει δε ΠΟΤΕ «ευδαιμονία» των φαύλων, αφού η όποια νομιζομένη σαν τέτοια, δεν είναι παρά φάντασμα βασιζόμενο σε εξωτερικά αγαθά και άλλα πράγματα που για τον ενάρετο είναι απλώς «αδιάφορα προηγμένα».
Θέσις ενάτη.
Είναι παράλογη κάθε επιθυμία που αντιτίθεται στην θέληση των Θεών. Η συνταγή για έναν ευτυχή ανθρώπινο βίο είναι η «Απάθεια», η εκμηδένιση δηλαδή κάθε προσωπικής επιθυμίας για απόκτηση πραγμάτων ή για αλλαγή καταστάσεων, μόνον όμως όταν η «Λογικότης» τις καταδεικνύει να είναι πέρα από τις εκάστοτε ανθρώπινες δυνατότητες. Η «Απάθεια» οδηγεί σε μία άμεση ζωή, δίχως την εξαπάτηση από την υπερελπίδα ή τον τρόμο της αγωνίας για ένα μέλλον που, αντικειμενικώς, κείται έξω από τον έλεγχο της «Πεποιθήσεως».
Θέσις δεκάτη.
Ο Κόσμος, είναι αιωνία, λογική, έμψυχος και ζώσα ύλη, η οποία, απλώς, αυτοαναπλάθεται περιοδικώς δι’ Εκπυρώσεων. Τα πάντα είναι ενσώματα, τίποτε από όσα υπάρχουν δεν είναι ασώματον, στο δε εσωτερικό του Κόσμου δεν υπάρχει θέση για κανένα κενό, παρά το ότι ο ίδιος βρίσκεται μέσα σε ένα ατελείωτο κενό (στην στωϊκή ακριβολογία, ο όρος «Σύμπαν» ή «Πάν» υποδηλώνει το σύνολο του Κόσμου και του περιβάλλοντος κενού, ενώ ο όρος «Όλον» υποδηλώνει μόνον τον Κόσμο δίχως το κενό).
Πραγματικά είναι μόνον τα σώματα, ό, τι δηλαδεί μπορεί να ενεργεί ή πάσχει. Ενσώματος είναι και ο Λόγος – Θεός («το αμέσως Θείον»), όπως ενσώματες και έμψυχες είναι και οι «Αρετές», τα «Πάθη», η «Σοφία», οι ενέργειες, οι δονήσεις, οι λέξεις, ακόμη και οι κινήσεις του φαντασιακού (καθώς υφίσταται άμεση σύνδεση του τελευταίου με τον ενδιάθετο λόγο).
Η γλώσσα, αυτομάτως «εικονοποιεί» και δίνει ύπαρξη σε ό,τι εκφράζει, ακόμη κι αν αυτό δεν είναι άμεσα προσιτό στις αισθήσεις. Το σύνολο των εμπεριεχομένων στον Κόσμο νοούνται ως «το εμμέσως Θείον».
(Από το βιβλίο του Βλάση Γ. Ρασσιά: «Θεοίς Συζήν. Εισαγωγή στον Στωϊκισμό», Αθήναι 2001, εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη»)