Ο Μάνος Ελευθερίου (12 Μαρτίου 1938 – 22 Ιουλίου 2018) ήταν Έλληνας ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος. Έχει γράψει ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μία νουβέλα, δύο μυθιστορήματα και περισσότερα από 400 τραγούδια. Παράλληλα έχει εργαστεί ως αρθρογράφος, επιμελητής εκδόσεων, εικονογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Σε ηλικία 14 ετών έρχεται με την οικογένειά του από την Σύρο στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια κατοικούν στο Χαλάνδρι. Το 1960 μετακομίζουν οικογενειακώς στο Νέο Ψυχικό.
Το 1955 γνωρίζεται με τον Άγγελο Τερζάκη ο οποίος τον ωθεί να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Το 1956 γράφεται στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, Γιώργο Θεοδοσιάδη και Γρηγόρη Γρηγορίου. Το 1960 στα Ιωάννινα όπου βρέθηκε για να εκτελέσει την στρατιωτική του θητεία αρχίζει να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα.
Το 1962 σε ηλικία μόλις 24 ετών δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συνοικισμός, με δικά του χρήματα αλλά δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Την ίδια εποχή στα Ιωάννινα γράφει τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8:00» που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Τον Οκτώβριο του 1963 ξεκινά να εργάζεται στο «Reader’s Digest» όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ κυκλοφορούν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα, Το διευθυντήριο (1964) και Η σφαγή (1965) για τα οποία γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές.Το 1964 παρουσιάζεται στην ελληνική δισκογραφία.
Συνεργάζεται με το συνθέτη Χρήστο Λεοντή καθώς και τον Μίκη Θεοδωράκη (1967) με τον οποίο η συνεργασία διακόπηκε λόγω της Δικτατορίας. Τα συγκεκριμένα τραγούδια πρωτοκυκλοφόρησαν το 1970 στο Παρίσι. Συνεργάστηκε με τον Δήμο Μούτση (Άγιος Φεβρουάριος, 1971) και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στον δίσκο Θητεία του οποίου η ηχογράφηση άρχισε το Νοέμβριο του 1973, διακόπηκε από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τελικά κυκλοφόρησε το 1974 με την Μεταπολίτευση.
Κατά καιρούς έχει συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες, όπως με τον συνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή και τον τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα καθώς και με το Θανάση Γκαϊφύλλια στην Ατέλειωτη Εκδρομή (1975), τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Αντώνη Βαρδή και πολλούς άλλους. Παράλληλα γράφει και εικονογραφεί παραμύθια για παιδιά και επιμελείται την έκδοση λευκωμάτων με θέμα την Σύρο: Ενθύμιον Σύρας, Θέατρο στην Ερμούπολη κ.α..
Την δεκαετία του ‘90 αρθρογραφεί και συγχρόνως κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές στον Αθήνα 9,84 και στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Το 1994 εκδίδει τη πρώτη του νουβέλα με τίτλο Το άγγιγμα του χρόνου.
Το 2004 δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα Ο Καιρός των Χρυσανθέμων που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2005. Το 2013 ο Μάνος Ελευθερίου, βραβεύθηκε για την συνολική προσφορά του από την Ακαδημία Αθηνών.
https://twitter.com/kostasvaxevanis/status/1767477273010000242?s=61&t=69qM24fvfz5o3nkoW_wjtw
Ο Μάνος. Α, ο Μάνος, αλλά ποιος απ’ όλους; Η βυζαντινή μορφή των τραγουδιών του που άναβε κεριά-στίχους μπροστά σε έναν έρωτα αδιόρατο, απειλητικό, πάντα ανεκπλήρωτο;
Ο φίλος του Μακρυγιάννη που έστηνε γλέντια στους μπαχτσέδες της εφηβείας; Ποιος Μάνος; Υπάρχει ένας δικός μου Μάνος, ένας φίλος που κρατάω μέσα μου. Που γελά σαρδόνια και σχολιάζει καυστικά, που μιλά κρύβοντας την ευαισθησία των στίχων με πειράγματα και επιτηδευμένη αφέλεια.
Ηταν αρχές του 1992 όταν είχα γυρίσει από τον πρώτο μου πόλεμο, στη Βοσνία. Συναντηθήκαμε στο ουζερί Θέμιδα στην Ευελπίδων. Του είχα δείξει με μεγάλο καμάρι την ταυτότητα του πολεμικού ανταποκριτή. «Κι εγώ θα σου ανταποδώσω, θα σου δείξω τον μεγαλύτερο στιχουργό» μου είπε και μου σύστησε τον Χρήστο Κολοκοτρώνη. «Ο μεγαλύτερος όλων» επέμενε. Ολους τους έβλεπε μεγαλύτερους από τον ίδιο με μια σεμνότητα που διακρίνει τους μεγάλους. Και πάλι η δεκαετία του ’90 τον πείθω να πάμε σε ένα μπαράκι στα Εξάρχεια όπου τραγουδούσε η Βούλα Σαββίδη που έκανε την επανεμφάνισή της ύστερα από πολλά χρόνια.
Μαζί με τον καλό μου φίλο Θανάση Παπασταθόπουλο και τον Μάνο μπήκαμε στο μπαρ. Ο Μάνος κοίταγε φοβισμένος δεξιά αριστερά και προσπερνούσε τους ανθρώπους σαν να περνούσε ανάμεσα από βράχια. Κάποια στιγμή η Σαββίδη τον ανακάλυψε και ανακοίνωσε την παρουσία του. Ο κόσμος σηκώθηκε ενθουσιασμένος και τον χειροκρότησε μανιασμένα. Ο Μάνος κρύφτηκε κάτω απ’ το καπελάκι του και με ρώτησε: «Μα πού με ξέρουν όλοι αυτοί;». Ετσι ήταν, έμφυτα σεμνός και έμφυτα μεγάλος.
Ο Μάνος πορευόταν με τον δικό του, πολλές φορές φοβικό τρόπο. «Θα πεθάνω» έλεγε. «Ελα, μωρέ Μάνο, που θα πεθάνεις» ξόρκιζα τη διαρκή φοβία του. Πριν από χρόνια με πήρε τηλέφωνο. «Ακου» μου λέει, «κάτι γραπτά δικά σου που έχω, να ξέρεις έχω βάλει από κάτω το όνομά σου. Αν πεθάνω δεν θέλω να τα βρουν και να νομίζουν πως είναι δικά μου, γιατί αυτά είναι πολύ καλά». Ετσι ήταν ο Μάνος, όλοι ήταν καλύτεροι απ’ αυτόν και για τους περισσότερους είχε έναν δικό του λόγο να τους αγαπά.
Οχι όλους ακριβώς, υπήρχαν δύο τρεις που απλώς τους συγχωρούσε. Οταν έβγαλα το σκάνδαλο της ΑΕΠΙ, συναντηθήκαμε στο Ψάριστον και μου έδειξε την απόδειξη είσπραξης πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτός, ο στιχουργός της Ελλάδας, έπαιρνε 700 ευρώ για δικαιώματα. «Φέρ’ το, Μάνο, να τους ξεφτιλίσω» του είπα. «Αμάν, βρε παιδί μου, θα κάνεις κι άλλο πόλεμο για να σώσεις εμένα; Δεν θέλω».
Φέτος στις 9 Απριλίου έστειλε την «Πόρτα της Πηνελόπης»: «Δεν έχει πια τις πρώτες τις δυνάμεις του κι ο ποιητής μαραίνεται στα χέρια αυτού του κόσμου του αχάριστου» είχε γράψει . Θα τον πάρω τηλέφωνο, σκέφτηκα, να βρεθούμε. Δεν τον πήρα όντας ανίκανος να καταλάβω για ακόμη μια φορά πως στη δύσκολη, δίκοπη ζωή η δυνατή κόψη είναι η ποίηση, αυτή είναι το όπλο. Οταν φεύγει ένας στιχουργός όπως ο Μάνος, καταλαβαίνουμε πόσο δυνατή είναι η ποίηση και μόνο τραγουδώντας στον θάνατό του. Αλλωστε «τι να σώσει και τι να πει σε καιρούς ατιμίας»!
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Documento σε αφιέρωμα για τον Μάνο Ελευθερίου μερικές μέρες μετά το θάνατό του, τον Μάρτιο του 2018)