Στις «μάντρες» πλέον αναζητείται η λύση για την ενίσχυση του Στόλου σε σύντομο σχετικά χρόνο, αφού πρωτίστως η έλλειψη χρηματοδότησης, σε συνδυασμό με την επανεξέταση των προτεραιοτήτων, ανέστειλε τη υλοποίηση του ναυπηγικού προγράμματος του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ). Ομως, ανεξαρτήτως του τύπου που θα επιλεγεί, πρόκειται για εμβαλωματική λύση («μπάλωμα») που θα δημιουργήσει σημαντικές δουλείες, λόγω της ανάγκης δημιουργίας υποδομών υποστήριξης, συντήρησης και εκπαίδευσης, που θα αναλώσουν πολύτιμους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους.
Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Εκτός των προσφερόμενων με το πακέτο Μπλίνκεν έως τεσσάρων πλοίων μάχης παρακτίων (LCS) τύπου Freedom, πρόσφατα έγινε γνωστή η διαθεσιμότητα δύο φρεγατών τύπου ANZAC (MEKO-200ANZ), που παροπλίζονται νωρίτερα του αρχικά προβλεπομένου.
Συγκεκριμένα, το βασιλικό ναυτικό της Αυστραλίας τα έτη 2024 και 2026 πρόκειται να παροπλίσει τις φρεγάτες «Anzac» FFH-150 και «Arunta» FFH-151, αντίστοιχα, τις πρώτες δύο του τύπου. Η πρώτη είναι σήμερα ηλικίας 28 ετών και η δεύτερη το 2026, το έτος που θα παροπλιστεί, θα είναι επίσης 28 ετών. Για λόγους σύγκρισης αναφέρεται ότι η ηλικία των τεσσάρων φρεγατών τύπου MEKO-200HN («Υδρα») του ΠΝ κυμαίνεται από 26 έως 32 έτη. Αν και παραπλήσιας ηλικίας, οι φρεγάτες τύπου ANZAC έχουν υποστεί δύο προγράμματα εκσυγχρονισμού:
– το πρόγραμμα άμυνας [κατά] αντιπλοϊκών [κατευθυνόμενων] βλημάτων (ASMD: Anti-Ship Missile Defence), που άρχισε το 2004 με την ανάθεση της σύμβασης και ολοκληρώθηκε το 2017
-το πρόγραμμα διασφάλισης ικανότητας μέσης ζωής (AMCAP: ANZAC Mid-life Capability Assurance Programme), που από το 2018 έχει ήδη εφαρμοστεί σε έξι φρεγάτες και την παρούσα περίοδο στις δύο εναπομείνασες.
Επίσης, στον τύπο ANZAC έχουν εφαρμοστεί επιμέρους βελτιώσεις, στον οπλισμό (κατευθυνόμενα βλήματα επιφανείας – επιφανείας και επιφανείας – αέρος, τορπίλες, δευτερεύοντα οπλισμό), αισθητήρες (ραντάρ – ηλεκτροπτικά), συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου, αντίμετρα κ.ά.
Σε αντιπαραβολή, ο περιβόητος Εκσυγχρονισμός Μέσης Ζωής (ΕΜΖ) των ελληνικών MEKO-200HN καρκινοβατεί εδώ και περίπου 20 χρόνια και παραμένει ασαφές αν τελικά θα υλοποιηθεί, ενώ δεν έχουν εφαρμοστεί επιμέρους παρεμβάσεις, με μόνη εξαίρεση την ενσωμάτωση του κατευθυνόμενου βλήματος επιφανείας – αέρος RIM-162 ESSM το 2007. Μόνο την παρούσα περίοδο, λόγω συμμετοχής στην ευρωπαϊκή επιχείρηση «Ασπίδες», προστέθηκε εξοπλισμός στις φρεγάτες «Υδρα» F-452 και «Ψαρά» F-454 ώστε να αυξηθεί η δυνατότητα αντιμετώπισης συγκεκριμένων κατηγοριών απειλών.
Ας σημειωθεί ότι όσον αφορά τους EMZ, με εξαίρεση αυτούς που εφαρμόστηκαν σε υποβρύχια (προγράμματα «Neptune I» και «Neptune II»), η εμπειρία του ΠΝ είναι μάλλον πικρή, καθώς το πρόγραμμα των έξι φρεγατών τύπου Standard («Ελλη»), που εφαρμόστηκε την περίοδο 2004-2009, ήταν καθυστερημένο και για λόγους συμπίεσης του κόστους ήταν ατελές, καθώς δεν συμπεριελάμβανε την πλατφόρμα και τα συστήματά της.
Φυσικά, οι φρεγάτες ANZAC, ως μέλος της οικογένειας MEKO-200, παρουσιάζουν βαθμό ομοιοτυπίας με τις ελληνικές MEKO-200HN, τις διέπει η ίδια φιλοσοφία σχεδίασης και λειτουργίας και σε ό,τι αφορά τον οπλισμό είναι ισχυρότερες σε σχέση με τα πλοία μάχης παρακτίων τύπου Freedom. Πρόκειται όμως για σχεδίαση της δεκαετίας του 1980 που προσεγγίζει το όριο σχεδιαστικής ζωής και ταυτόχρονα ο αριθμός των προς διάθεση πλοίων για το προσεχές μέλλον είναι μόλις δύο. Από την άλλη πλευρά, τα πλοία μάχης παρακτίων αποτελούν σχεδίαση νεότερης ηλικίας, διατίθενται σε διπλάσιο αριθμό (τέσσερα πλοία), αλλά, ως παράγωγο συγκεκριμένης γεωπολιτικής πραγματικότητας που πλέον δεν υφίσταται, έχουν σοβαρά και σημαντικού κόστους στην επίλυσή τους προβλήματα προσαρμογής στις παρούσες γεωπολιτικές και τεχνολογικές συνθήκες. Για αυτό το ναυτικό των ΗΠΑ επιθυμεί να τα παροπλίσει.
Με τα σημερινά δεδομένα, και εφόσον δεν σημειωθεί σημαντική ανατροπή, η ελλειμματική στον εξοπλισμό αλλά και στην εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή προμήθεια των τριών φρεγατών τύπου FDI-HN θα αποτελέσει απλώς αναλαμπή στην καθοδική πορεία της ελληνικής ναυτικής ισχύος, η έναρξη της οποίας τοποθετείται στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000. Η μη υλοποίηση οποιουδήποτε ναυτικού προγράμματος λόγω της επιδείνωσης της εθνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τις συντριπτικές περικοπές της δεκαετίας των μνημονίων, επέφερε καίριο πλήγμα στον Στόλο.
Επιβαρυντικό παράγοντα αποτελεί και η σχεδόν ολοκληρωτική εξάλειψη της παγκόσμιας δευτερογενούς αγοράς (μεταχειρισμένων) πλοίων και υποβρυχίων, απόρροια της σημαντικής απομείωσης των δυτικών στόλων μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Η δυνατότητα προμήθειας σεβαστού αριθμού μεταχειρισμένων ομοιότυπων φρεγατών από τα αποθέματα ναυτικού φίλης χώρας, όπως οι οκτώ ολλανδικές τύπου Standard («Ελλη»), έχει εδώ και χρόνια πάψει να υπάρχει.
Ταυτόχρονα, σωρεία λανθασμένων αποφάσεων στο παρόν, στο απώτερο και το πιο πρόσφατο παρελθόν, σε ό,τι αφορά την κατεύθυνση της συνολικής ανάπτυξης των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΕΔ) και την προτεραιοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, επιτείνει το πρόβλημα.
Για παράδειγμα, ενώ η κατάσταση των κύριων μονάδων επιφανείας του ΠΝ ήταν γνωστή σε παροικούντες (και μη) την Ιερουσαλήμ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. πρόκρινε τη χρηματοδότηση δύο προγραμμάτων της Αεροπορίας Ναυτικού. Τον ΕΜΖ και αναβάθμιση / ολοκλήρωση νέων επιχειρησιακών συστημάτων σε έως πέντε αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας P-3B και την προμήθεια ελικοπτέρων ναυτικής συνεργασίας MH-60R SeaHawk. Το μεν πρώτο, εννέα χρόνια (!) από την έκδοση της κατακυρωτικής διαταγής τη 15η Μαρτίου 2015, έχει αποδώσει μόνο το αποκαλούμενο αεροσκάφος της ενδιάμεσης λύσης, τον Μάιο του 2019. Ευτυχώς, στην περίπτωση των MH-60R τα πρώτα τρία ελικόπτερα αφίχθησαν πρόσφατα στην Ελλάδα.
Στο ίδιο πλαίσιο, προβληματική φαίνεται και η απόδοση υψηλής προτεραιότητας στην προμήθεια 35 ελικοπτέρων γενικής χρήσης UH-60M Black Hawk για την Αεροπορία Στρατού, με κόστος περί το 1,2 δισ. ευρώ, έναντι της χρηματοδότησης του ναυπηγικού προγράμματος του Στόλου, που ήδη βιώνει τη μαζική απαρχαίωση όλων σχεδόν των κατηγοριών των μονάδων του.
Ο εξωπραγματικός σχεδιασμός απαιτεί ετήσια χρηματοδότηση περί τα 2,6 δισ. ευρώ
Εξίσου προβληματική είναι και η εμμονή σε μια δομή δυνάμεων η οποία, όπως έχει ήδη αποδειχθεί, δεν υποστηρίζεται από τους διαθέσιμους οικονομικούς, βιομηχανικούς, τεχνολογικούς και ανθρώπινους πόρους. Αποτελεί δε παράδοξο ότι η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία αρνούνται να αποδεχθούν την όντως δυσάρεστη πραγματικότητα ότι οι οροφές 18 κύριων μονάδων επιφανείας (12 φρεγάτες και έξι κορβέτες) και οκτώ υποβρυχίων είναι εξωπραγματικές με ετήσια χρηματοδότηση περί τα 2,6 δισ. ευρώ για το σύνολο των εξοπλιστικών προγραμμάτων των ΕΕΔ και μόλις 500.000.000 ευρώ για τις λειτουργικές δαπάνες. Ακόμη και το 2003, όταν είχε επιτευχθεί οροφή 14 κύριων μονάδων επιφανείας (τέσσερις φρεγάτες τύπου MEKO-200HN και 10 τύπου Standard), μόνο οι τέσσερις MEKO-200HN και οι δύο Standard ήταν νέες ναυπηγήσεις. Στην πλειονότητά τους (το 58% της οροφής) ήταν μεταχειρισμένες.
Δυστυχώς, οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι για τον σχεδιασμό μακροπρόθεσμου ναυπηγικού προγράμματος, διάρκειας κατά πολύ μεγαλύτερης του τυπικού βίου μίας κυβέρνησης, τη δέσμευση και την εμμονή στον τελικό αντικειμενικό σκοπό, καθώς και τη διάθεση των αναγκαίων ανθρώπινων και οικονομικών πόρων δεν υφίσταται ισχυρή βούληση ούτε πιθανά η αντικειμενική δυνατότητα.
Οπότε εκ των πραγμάτων απαιτείται δραστική αλλαγή πορείας. Είτε ουσιαστική αύξηση της χρηματοδότησης είτε προσαρμογή της δομής δυνάμεων και των προτεραιοτήτων στις υπάρχουσες δυνατότητες. Εκτός αν είναι προτιμητέο να βιώνουμε μια εικονική πραγματικότητα όπου οροφές, διαθεσιμότητες και πραγματικές επιχειρησιακές δυνατότητες είναι απλά προσχηματικές.