Συνεχώς μειούμενος βαίνει ο αριθμός των εμπορικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, δείγμα της εξελισσόμενης συγκέντρωσης στα χέρια λιγότερων επιχειρήσεων και του περιορισμού των εταιριών που κατατάσσονται στον τομέα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μερίδιο των αυτοαπασχολουμένων στο σύνολο του εμπορίου ανέρχεται πλέον σε ποσοστό 14,5%, έχοντας μειωθεί σωρευτικά κατά 46,5% την τελευταία 15ετία.
Του Βασίλη Παπακωνσταντόπουλου
Η συγκεκριμένη εξέλιξη εκφράζει τη μείωση των μικρών και μεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων και τη συγκέντρωση της αγοράς στα χέρια μεγαλύτερων παικτών. Πλέον, σε κάθε εργοδότη αντιστοιχούν 6 μισθωτοί, από 5,3 το 2022, στοιχείο που επίσης καταδεικνύει ότι το εμπόριο συγκεντρώνεται σταδιακά στα χέρια λίγων. Ουσιαστικά, οι μικρές και πολύ μικρές εμπορικές επιχειρήσεις κλείνουν και αυξάνονται οι μεγαλύτερες. Οι ιδιοκτήτες τους, εάν δεν συνταξιοδοτούνται, γίνονται υπάλληλοι αλλού, όπως και τα μέλη της οικογένειας, ενώ συχνά σε περίπτωση συνταξιοδότησης του ιδιοκτήτη δεν υπάρχει διαδοχή.
Ο αριθμός των εργοδοτών υποχώρησε από τους 95.436, που ήταν το 2007, στους 79.322 πέρυσι (-17%), ενώ μόνο μέσα σε έναν χρόνο, δηλαδή το 2023 σε σύγκριση με το 2022, ο αριθμός των εργοδοτών στο εμπόριο μειώθηκε κατά 12,4%. Αντίστοιχη είναι η εικόνα στους βοηθούς, ο αριθμός των οποίων υποχώρησε κατά 10,8% το 2023 σε σύγκριση με το 2022, ενώ μείωση κατά 4,4% κατέγραψε ο αριθμός των αυτοαπασχολουμένων. Οι αυτοαπασχολούμενοι στο εμπόριο ήταν το 2023 λιγότεροι σχεδόν κατά 100.000 άτομα σε σύγκριση με το 2007.
Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται στην Ετήσια Εκθεση Ελληνικού Εμπορίου για το 2023, που παρουσίασε η ΕΣΕΕ. Παρά τη μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων, ο κλάδος του εμπορίου με 227.000 επιχειρήσεις και κύκλο εργασιών άνω των 169,4 δισ. ευρώ αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη της ελληνικής οικονομίας, απασχολώντας 700.000 άτομα. Ομως, η απασχόληση για το 2023 καταγράφει μείωση κατά 3,5%, σε σχέση με το 2022, η οποία οφείλεται στη μείωση των θέσεων εργασίας σε όλους τους επιμέρους κλάδους. Η συρρίκνωση στον κλάδο του εμπορίου επηρεάζει αρνητικά τις επιδόσεις των μικρότερων επιχειρήσεων, οι οποίες μοιάζουν παγιδευμένες σε μια κατάσταση «εγκλωβισμού στασιμότητας». Οπως προκύπτει από την πρωτογενή έρευνα του ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ, οι μικρότερες επιχειρήσεις, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα των εμπορικών, μπορεί μεν να επιδεικνύουν σημαντική ανθεκτικότητα, ωστόσο μοιάζουν να είναι εγκλωβισμένες στις χαμηλές επιδόσεις των επάλληλων κρίσεων.
Βίαιες ανισότητες στον κλάδο των καταστημάτων τροφίμων
Οσον αφορά το λιανεμπόριο τροφίμων, μια βασική διαπίστωση της έκθεσης για τη συγκεκριμένη κατηγορία είναι οι βίαιες ανισότητες μεταξύ των μεγάλων (σούπερ μάρκετ) και των μικρών καταστημάτων τροφίμων. Τα σούπερ μάρκετ αποτελούν μια κατηγορία που παρουσιάζει σταθερή μεγέθυνση, μετά το 2017 (2016-2017: 0,4%, 2017-2018: 3,5%, 2018-2019: 1,8%, 2019-2020: 7%, 2020- 2021: 3,1%, 2021-2022: 7,8%, πρώτο 10μηνο του 2023: 7,4%). Η δυναμική της μεγέθυνσης των μεγάλων καταστημάτων τροφίμων αποτυπώνεται στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη κατηγορία, σε αντίθεση με τον Γενικό Δείκτη, καταγράφει θετικές σωρευτικές επιδόσεις 4,4% το διάστημα 2011-2022.
Την ίδια ώρα, τα μικρότερα καταστήματα τροφίμων, έπειτα από μια «υφεσιακή» πορεία, που ξεκίνησε το 2013 και έφτασε στο χαμηλότερο σημείο της την περίοδο της πανδημίας (2019-2020: -5,8%), παρουσιάζουν την τελευταία τριετία δυναμική μεγέθυνσης (2020-2021: 11,9%, 2021-2022: 8,1% και 11,7%, κατά το πρώτο δεκάμηνο του 2023), η οποία τροφοδοτείται και από την κλιμάκωση του πληθωρισμού τροφίμων. Ωστόσο, δυσκολεύεται να απομειώσει τις σωρευτικές απώλειες της περιόδου 2011-2022, οι οποίες ανέρχονται στο 20,9%. Παρά τη μεγέθυνση που καταγράφουν τα εξειδικευμένα καταστήματα τροφίμων, παραμένουν, το πρώτο δεκάμηνο του 2023, χαμηλότερα από τις επιδόσεις του Γενικού Δείκτη.
«Η διάνοιξη της διαφοράς μεταξύ των σούπερ μάρκετ και των εξειδικευμένων καταστημάτων τροφίμων αναμένεται, μεσοπρόθεσμα, να συρρικνώσει ακόμα περισσότερο τα μικρότερα καταστήματα» αναφέρει χαρακτηριστικά η ΕΣΕΕ.
Η ακριβή ηλεκτρική ενέργεια «στραγγαλίζει» τους μικρομεσαίους
Η ετήσια έκθεση αναδεικνύει και το «στραγγάλισμα» των επιχειρήσεων από την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους. Παρά την αποκλιμάκωση των τιμών σε σχέση με το 2022, η ενέργεια αποτελεί βασική απειλή για τη βιωσιμότητα των εμπορικών επιχειρήσεων. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, το 85,7% των εμπορικών επιχειρήσεων επηρεάστηκε από το κόστος ενέργειας. Σχεδόν οι μισές (48%) έχουν υποστεί σημαντική επίδραση, ενώ το 37,7% εξ αυτών έχει πληγεί, σε υψηλό βαθμό, από τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας.
Οι επιπτώσεις, σε επίπεδο κύκλου εργασιών των εμπορικών επιχειρήσεων, παραμένουν έντονες. Σχετικά με τη σοβαρότητά τους, παρατηρείται ότι το 4,8% των επιχειρήσεων υπολογίζει ότι οι αυξήσεις στο κόστος ενέργειας έχουν επηρεάσει τον κύκλο εργασιών τους μεταξύ 1% και 5%. Το 18,3% θεωρεί ότι η επίπτωση κινείται μεταξύ 6% και 10%, ενώ το 22,4% αναφέρει ότι οι αυξήσεις έχουν επηρεάσει τον κύκλο τους από 11% έως 20%. Επιπλέον, περίπου το 23% εκτιμά ότι οι ανατιμήσεις έχουν επιδράσει στον κύκλο εργασιών του σε ποσοστό μεταξύ 21% και 30%, ενώ το 18,9% αναφέρει επίδραση από 31% έως 50%. Το 4,5% καταγράφει επίπτωση 51% έως 60%. Επιπρόσθετα, το 2,2% αναφέρει αρνητική επίδραση της τάξης του 61% με 70%. Εντυπωσιακό είναι, επίσης, το γεγονός ότι ένα μικρό ποσοστό των επιχειρήσεων (5,9%) υπολογίζει ότι η επίδραση στον κύκλο εργασιών του κυμαίνεται άνω του 71%.
Ειδικά στον κλάδο του λιανικού εμπορίου, η κατανομή της ενεργειακής επιβάρυνσης είναι, σε μεγάλο βαθμό, άνιση. Για παράδειγμα, οι κατηγορίες του λιανικού εμπορίου οι οποίες σχετίζονται με τα τρόφιμα είναι αυτές που δέχονται μεγάλο μέρος της πίεσης των διακυμάνσεων των τιμών ενέργειας. Σύμφωνα με την έκθεση, η ενεργειακή κρίση δείχνει ότι οι εμπορικές επιχειρήσεις πρέπει να επιταχύνουν τις διαδικασίες της πράσινης μετάβασης, επενδύοντας στον ενεργειακά αποτελεσματικό εξοπλισμό.