Τα κέρδη των κορυφαίων αμερικανικών παραγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν τριπλασιαστεί επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν, παρά το γεγονός ότι η βιομηχανία αποκηρύσσει την κυβέρνηση και τις πολιτικές του ως «εχθρικές» και προειδοποιεί ότι μία δεύτερη θητεία θα ήταν «καταστροφική» για τον κλάδο.
Οι 10 κορυφαίες, βάσει κεφαλαιοποίησης, πετρελαιοβιομηχανίες, οδεύουν προς καθαρά κέρδη 313 δισ. δολαρίων τα τρία πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Μπάιντεν, έναντι 112 δισ. δολαρίων την αντίστοιχη περίοδο της θητείας Ντόναλντ Τραμπ. Η αθροιστική χρηματιστηριακή αξία των 10 – ExxonMobil, Chevron, ConocoPhillips, EOG, Pioneer Natural Resources, Occidental Petroleum, Hess, Devon Energy, Diamondback Energy και Coterra Energy — έκανε άλμα 132% στα 1,1 τρισ. δολάρια στο ίδιο διάστημα, έναντι πτώσης 12% στην πρώτη τριετία της θητείας Τραμπ.
Τα δεδομένα αυτά που παρουσιάζουν σε σημερινό δημοσίευμα οι Financial Times βασίζονται στα οικονομικά αποτελέσματα που έχουν ανακοινώσει οι εταιρείες, με εξαίρεση τη Devon, που αναμένεται να ανακοινώσει τα αποτελέσματα τέταρτου τριμήνου αργότερα μέσα στην ημέρα. Για τη συγκεκριμένη εταιρεία οι FΤ χρησιμοποίησαν εκτιμήσεις αναλυτών.
Κορυφαίος εξαγωγέας LNG οι ΗΠΑ
Η αμερικανική παραγωγή καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο τα τελευταία χρόνια. Τον Νοέμβριο η παραγωγή πετρελαίου έφτασε στα άνευ προηγουμένου επίπεδα των 13,3 εκατ. βαρελιών ημερησίως, ενώ του φυσικού αερίου έσπασε για πρώτη φορά το φράγμα των 105 δισ. κυβικών μέτρων. Οι ΗΠΑ κατέκτησαν τον τίτλο του μεγαλύτερου εξαγωγέα LNG στον κόσμο πέρυσι, υποσκελίζοντας το Κατάρ.
Η υπεραπόδοση αυτή των τελευταίων ετών υπογραμμίζει τον εξαιρετικά περιορισμένο ρόλο που είχε ο Λευκός Οίκος στο να καθορίσει τη μοίρα του κλάδου, σχολιάζουν οι FT. Ουσιαστικά δεν υπήρξε καμία παρέμβαση που να σταθεί εμπόδιο στα σχέδια και τις επιδόσεις τους. Μία ισχυρή ανάκαμψη στη ζήτηση της παγκόσμιας ενέργειας κράτησε σε άκρως ικανοποιητικά επίπεδα τις τιμές – χωρίς από την άλλη να τις εκτινάξει σε επικίνδυνο ύψος για την παγκόσμια οικονομία.
Το συμβόλαιο αναφοράς του αμερικανικού αργού (WTI) είδε τη μέση τιμή του να διαμορφώνεται στα 80 δολάρια το βαρέλι την πρώτη τριετία της διακυβέρνησης Μπάιντεν, ενώ ήταν στα 58 δολάρια το βαρέλι, στην πρώτη τριετία του Τραμπ.